Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Βενετσανόπουλος από Εύελπις Αντάρτης (Ένας εμφύλιος και τέσσερις Γάμοι)

Μαρτίου 26, 2013
Συνέντευξη με τους Βασίλη Βενετσανόπουλο (Β) ταξίαρχο ε.α. και τη σύζυγό του Μαρία Παπαδήμα (Μ) στις 13/1/02
Ο Ταξίαρχος ε.α. Βενετσανόπουλος είναι απόφοιτος τάξης 1931 της ΣΣΕ και από το 1941 μέλος του ΚΚΕ. Συμμετείχε στην αντίσταση στη διάρκεια της κατοχής ως στέλεχος του ΕΛΑΣ, στις μάχες τον Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα και στον εμφύλιο. Στη συνέχεια είχε την ίδια πορεία με τα στελέχη του ΚΚΕ που έμειναν πιστά στην ιδεολογία και το Κόμμα τους.
Σύζυγός του η Μαρία Παπαδήμα με την οποία τέλεσε γάμο τέσσερις φορές στη διάρκεια της περιπλάνησής τους εκτός Ελλάδας!
Είναι ένας από τους τρεις αξιωματικούς ε.α. της ΣΣΕ που έδρασαν από τις γραμμές του ΚΚΕ και ζούσαν το χρόνο της συνέντευξης. Εκπαιδεύτηκε στην ΄΄Ανώτατη Κομματική Σχολή του ΚΚΣΕ΄΄ στη Μόσχα επί τριετία και για δύο χρόνια στη Στρατιωτική Ακαδημία Μόσχας ΄΄Βοροσίλοφ΄΄ (όπου επίσης έχουν φοιτήσει ο Χαρίλαος Φλωράκης και ο ταξίαρχος ε.α. Στέφανος Παπαγιάννης).
Η Μαρία Παπαδήμα, που παίρνει μέρος επίσης στη συνέντευξη αυτή,  έχει φοιτήσει στη σχολή αξιωματικών του Δημοκρατικού Στρατού και κατέκτησε το βαθμό του ανθυπολοχαγού, συμμετέχοντας σε μάχες στη διάρκεια του εμφυλίου. Επισημαίνει πως « Είχαμε 10-15 αξιωματικούς και δεν αξιοποίησαν κανένα στο ποσοστό που του άξιζε… εκτιμούσα τις γνώσεις αυτών των ανθρώπων και έπρεπε να είναι σ’ εκείνες τις θέσεις».
Ο Βενετσανόπουλος εκτιμά πως με προέλευση τη ΣΣΕ εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ και συγχρόνως στο ΚΚΕ περίπου είκοσι πέντε (25) στελέχη. Τελευταία εκδόθηκε το βιβλίο του για τα χρόνια της δικτατορίας Μεταξά και κύρια τη δεκαετία του ‘40 με αναμνήσεις και παρουσίαση-ανάλυση ντοκουμέντων και στοιχείων.[1]
Ο Γεροζήσης στην εργασία του για τους αξιωματικούς παρουσιάζει εντυπωσιακούς αριθμούς ενταγμένων στον ΕΛΑΣ με προέλευση τη ΣΣΕ[2]. Ενώ πολύ περισσότεροι ήταν οι προερχόμενοι εξ υπαξιωματικών ως και έφεδροι του μεσοπολέμου που εξελίχθηκαν στο στρατό ξηράς -.λ.π. Δεν θυμάται να συνάντησε αξιωματικό ή άλλο στέλεχος προερχόμενο από την πολεμική αεροπορία, ενώ από το ναυτικό έχει γνωρίσει τον Σόλωνα Γρηγοριάδη και τον Μεταξά.

—————————————————–
…………………………………………………………………………………………
Β.         Σήμερα θα πούμε μια ιστορία. Στο στρατό αναδείχτηκε από τη βάση ένας Μπούκουρας, τον οποίον εκτελέσανε οι φασίστες. Ήταν στη Νάξο μαζί μου εξορία, δραπετεύσαμε μαζί, τον πιάσανε στην πορεία, τον εκτελέσανε αμέσως…
-.          Στη Λαμία….
Β.         Την ξέρετε την ιστορία…..
-.          Την ξέρω, την έχει γράψει ο σύντροφός σου ο Στέφανος.
Β.         Λοιπόν την ιστορία αυτή την έχω γράψει εγώ και θα κοιτάξω από εκεί να σου την πω καλά..
-.          Βασίλη, αν το έχεις γράψει αυτό θα δημοσιευτεί. Ξέρεις εγώ τι θέλω να μου πεις εσύ; Πως είδες και πως βλέπεις σήμερα τον αγώνα που κάνατε οι αξιωματικοί της Σχολής Ευελπίδων, είτε μέσα στο στρατό, στρατό εννοώ τον κυβερνητικό στρατό, όσο ήσασταν εκεί πριν τον πόλεμο, είτε μετά, στη διάρκεια του πολέμου και δη στην κατοχή. Πώς δηλαδή ο Έλληνας αξιωματικός και μάλιστα ο προοδευτικός, έδρασε εκείνα τα χρόνια; Ποια ήταν η λογική του; Ξεχώριζε αυτός ο αξιωματικός τότε ή δεν ξεχώριζε από τους άλλους συναδέλφους του; Τι ήταν δηλαδή εκείνο που έκανε τον προοδευτικό αξιωματικό να πάρει τα όπλα και να βγει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ; Και να μου πεις ό,τι θυμάσαι και ότι γνώμη έχεις γι’ αυτήν την κατηγορία των ανθρώπων και για σένα βέβαια γιατί εσύ είσαι από τους λίγους που ζείτε σήμερα, τους αξιωματικούς της Σχολής Ευελπίδων……
Β.         Ένας Κοκκινάκης ζει…
-.          Άλλος;
Β.         Δεν υπάρχει άλλος, οι άλλοι συμμαθητές μου έχουν πεθάνει, ο Κοκκινάκης ζει και βλεπόμαστε κιόλας.
-.          Ποιάς τάξης;
Β.         Της τάξης του 33, της δικής μου τάξης. Μαζί τελειώσαμε.
-.          Ο Παπαγιάννης ήταν μεγαλύτερος από εσάς;
Β.         Ο Παπαγιάννης ήταν του 30… Ο Κοκκινάκης από το 33 μαζί μπήκαμε, άλλοι από τους συμμαθητές μας δεν υπάρχουν… Κάποτε αυτοί πήραν την πρωτοβουλία, όσοι ζούσαμε, να βρεθούμε, στου Παπάγου τη συνοικία, και με κάλεσαν και εμένα. «Πολλές φορές» λέω «κάνατε τέτοιες….γιατί δεν με καλούσατε από την πρώτη φορά;». Μου λέει «να, τώρα η αντίσταση αναγνωρίστηκε, ας καλέσουμε και όσους ήταν στον ΕΛΑΣ».
-.          Ποια χρονιά έγινε αυτό;
Β.         Έγινε πριν τέσσερα χρόνια.
-.          Το 97-98.
Β.         Πήγα λοιπόν εγώ και ανταμώσαμε και από τους εκατό – ενενήντα πέντε που βγήκαν από τη Σχολή, ήταν παρόντες εκεί σαράντα τρεις.
-.          Πώς σου φερθήκαν;
Β.         Πολύ καλά. Ένας, ο αρχηγός της Σχολής, ο Μανέτας, ήμασταν φίλοι τότε, με δέχθηκε πολύ καλά, λέει «ήμασταν τα καλά παιδιά, όπως μας λέγαν τότε και ανταμώνουμε τώρα πάλι».
-.          Δηλαδή η τάξη της Σχολής Ευελπίδων του 1933 είχε εκατό;
Β.         Κάπου ενενήντα πέντε τελείωσαν.
-.          Ενενήντα πέντε τελείωσαν ευέλπιδες. Πέρασαν τα χρόνια και το 1997 μαζεύεστε γύρω στους σαράντα πέντε από τους οποίους ένας, εσύ δηλαδή ο Βασίλης ο Βενετσανόπουλος, ήσουν στον ΕΛΑΣ και στο ΕΑΜ, και οι υπόλοιποι σαράντα τόσοι ήταν του κυβερνητικού στρατού;
Β.         Ήταν και μερικοί ελασίτες μαζί με εμένα εκεί, ένας Νικολακάκης, ένας Σταματόπουλος, ζούσαν τότε, είχαν πάει … Αλλά από τότε μέχρι τώρα έχουν πεθάνει αρκετοί. Δεν υπάρχει παρά μόνο ο Κοκκινάκης, που βλεπόμαστε μέχρι τώρα και δεν ξέρω αν ζει κανένας άλλος, δεν υπάρχει. Άλλος ένας ζει αλλά δεν τα έχει καλά τα λογικά του, απλώς ζει.
-.          Από τους ενενήντα πέντε της τάξης του 33, στη δικτατορία του Μεταξά πόσοι ήσασταν στην οργάνωση εκείνη, πώς τη λέγατε, «Οι φίλοι του Λαού», πόσοι ήσασταν;
Β.         Εγώ θυμάμαι ότι ήμασταν περίπου σαράντα και ισάριθμοι ήταν οι συμπαθούντες.
-.          Οι συμπαθούντες την κίνηση αυτή. Δεν ήσασταν όμως όλοι συμμαθητές, και οι σαράντα;
Β.         Συμμαθητές ήμασταν.
-.          Σαράντα συμμαθητές;
Β.         Ναι ήταν πολλοί.
-.          Και το σύνολο αυτοί που ήταν οργανωμένοι σε αυτήν την οργάνωση πόσοι ήταν;
Β.         Στο σύνολο εννοώ τώρα, στο σύνολο σαράντα και ισάριθμοι συμπαθούντες.
-.          Άρα από την τάξη του 33 δεν θα ήταν και οι σαράντα, θα ήταν πολλοί λιγότεροι. Αυτοί τώρα οι «Φίλοι του Λαού» στη συνέχεια, περάσανε όλοι στο ΕΑΜ;
Β.         Περάσανε όλοι, εκτός από μερικούς που φύγανε, που τους ξέρουμε ποιοι φύγανε, κουράστηκαν και έφυγαν. Ας πούμε ένας που έφυγε, ήταν ο Δημητριάδης Κώστας, λοχαγός του πυροβολικού. Όταν ήρθε η περίπτωση το Δεκέμβρη να δράσουμε υπέρ του ΕΑΜ, ο Δημητριάδης δεν δέχτηκε και έμεινε στον κυβερνητικό στρατό.
-.          Ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχατε οργανωθεί στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ;
Β.         Είχαμε οργανωθεί και στον ΕΛΑΣ και πήραμε μέρος εναντίον των Εγγλέζων…
-.          Στις επιχειρήσεις το Δεκέμβρη του 44;
Β.         Συνέβη το εξής, εμένα με στείλανε να καταλάβω την Εφορία Υλικού Πολέμου, ήταν ένα συγκρότημα απέναντι στον Ευαγγελισμό, που είναι τώρα το Μουσείο Μπενάκη, και είχε μέσα πυροβόλα και συνεργεία που επισκεύαζαν τα κανόνια. Εγώ πήγα εκεί με το τμήμα μου, ήμουν διοικητής συντάγματος το Δεκέμβρη, πήγα και το κατέλαβα και μάλιστα ήμουν έτοιμος να στείλω περιπολίες στο Κολωνάκι, να πάρουμε μερικά σπίτια. Εκεί παίρνω διαταγή να αποσυρθώ και να εγκαταλείψω την αποστολή μου. Τι να κάνω εγώ, αποσύρθηκα και γύρισα πίσω. «Γιατί με αποσύρατε;», «είχανε» λέει «στην Εφορία Υλικού Πολέμου ορισμένα λάστιχα αυτοκινήτων οι Εγγλέζοι, για να μην έχουμε ιστορίες μετά…», «μα οι Εγγλέζοι μας επιτίθενται …». Έδειχναν την αδιάφορη στάση που είχε το ΕΑΜ τότε, είχε ερμαφρόδιτη …δηλαδή μας κάναν επίθεση οι Εγγλέζοι, εμείς αντεπιτιθέμεθα, αλλά πάλι είχαμε αμφιβολίες μήπως μας κάνουν ιστορίες οι Εγγλέζοι.
-.          Εννοείς ερμαφρόδιτη στάση, δεν ήταν αποφασιστική η στάση του ΕΑΜ απέναντι στους Εγγλέζους;
Β.         Ναι. Μετά λοιπόν ανταμώνω στο δρόμο το Δημητριάδη αυτόν και μου λέει «τι πάθατε και φύγατε από εκεί, από την Εφορία Υλικού Πολέμου που την είχατε καταλάβει;», «που το ξέρεις;», μου λέει «εγώ ήμουν εκεί και υπεράσπιζα. Όταν την είχατε καταλάβει αναγκάστηκα και αποκλείστηκα εκεί σε ένα υπόγειο μαζί με τους…..και όταν…λέω ‘μη φοβάστε, είναι ένας φίλος μου καλός, Βενετσανόπουλος, και δεν έχουμε να πάθουμε τίποτα», και μου λέει «γιατί φύγατε;», τι να του πω; Δεν είχα να του πω τίποτα. Έτσι το θυμόμαστε το επεισόδιο με το Δημητριάδη…
-.          Το συμμαθητή σου;
Β.         Ναι, είχαμε διαχωριστεί και ήμαστε αντίπαλοι πια εκεί. Αυτός ήταν καταλυμένος από τη θέση τη δικιά μας και απόρησε, που με είδε και εμένα διοικητή και έφευγα.
-.          Εκτός από την ένταξη στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, αυτοί οι αξιωματικοί που ήσασταν στους «Φίλους του λαού», με το Κομμουνιστικό Κόμμα, που κυριαρχούσε τότε και τα οργάνωνε όλα αυτά, τι σχέση είχατε;
Β.         Εμείς κοίταξε λεγόμασταν ΄΄κομμουνιστική κίνηση΄΄, εγώ την ονόμαζα «κομμουνιστική», ο Παπαγιάννης τη γράφει στο βιβλίο του, την ονομάζει «αντιφασιστική κίνηση», «αντιφασιστική ομάδα αξιωματικών». Εγώ πάλι με δική μου πρωτοβουλία την ονομάζω «αντιφασιστική κομμουνιστική κίνηση».
-.          Ήταν κομμουνιστική;
Β.         Ήταν.
-.          Αντιφασιστική ήταν σίγουρα.
Β.         Και κομμουνιστική γιατί όλοι ήμασταν φίλοι με το Κόμμα και στο τέλος αυτή προσχώρησε και στο Κόμμα.
-.          Σαν κίνηση; Ή μερικοί από εσάς προσχωρήσατε και στο Κόμμα;
Β.         Σαν κίνηση. Μερικοί από αυτούς βέβαια τώρα φύγανε. Θυμάμαι έναν σαν μαζευτήκαμε σε ένα σπίτι στην Αγία Παρασκευή, Μιχάλης Στεφάνου λεγόταν. Πήγαμε εκεί, μαζευτήκαμε και αποφασίσαμε να πάρουμε επαφή με το Κομμουνιστικό Κόμμα σαν κίνηση.
-.          Πότε έγινε αυτό Βασίλη;
Β.         Έγινε το 1943.
-.          Άρα κάπου εκεί στο 1943 εντάσσεστε και στο κομμουνιστικό Κόμμα ενεργά ως μέλη.
Β.         Πήραμε επαφή με το Κόμμα, μας σύνδεσε ο Γιάννης ο Παλάσκας, ο οποίος είχε πάει στην Αλβανία, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της κίνησης. Ήταν στην Αλβανία και μετά την Αλβανία πήγε στην  Εύβοια μόνιμα, επειδή προπολεμικά είχε υπηρετήσει εκεί.
-.          Στην Αλβανία ο Παλάσκας γιατί πήγε; Πότε εννοείς;
Β.         Όταν έγινε ο πόλεμος υπήρχε η κίνηση αυτή…
-.          Υπήρχε βέβαια, από Μεταξά υπήρχε.
Β.         Πήγε ……στο στρατό υπηρετούσε.
-.          Εννοείς στον πόλεμο κατά των Ιταλών;
Β.         Ναι. Εγώ δεν πήγα γιατί ήμουν στη βασιλική φρουρά και με έγκριση της οργάνωσης το είχα πει και μου είπαν «μείνε εκεί, καλό είναι και για εμάς». Ο Στέφανος πήγε, ήταν στα οχυρά.
-.          Και περιμένω το βιβλίο σου. Σήμερα έχουμε 2002 και είναι 13 του Γενάρη, και είσαι Βασίλη 90 χρονών;
Β.         91. Θα παραδώσω το βιβλίο τώρα εδώ, ξέρουν αυτοί να το απαλλάξουν από κάθε περιττό, να το διαμορφώσουν και να το στείλουν στη Σύγχρονη Εποχή να το εκδώσουν.
-.          Θέλω να μου πεις για τους αξιωματικούς της Σχολής ευελπίδων και αν θυμάσαι για τους αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού, της σχολής Δοκίμων και της Αεροπορίας, των Ικάρων δηλαδή, πόσοι νομίζεις εσύ από αυτούς τους αξιωματικούς, τα στελέχη δηλαδή, αλλά και τους υπαξιωματικούς τους μονίμους, ότι ήταν στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ; Πόσοι νομίζεις ότι εντάχθηκαν στην κατοχή και βγήκαν …
Β.         Από τους της Σχολής Ευελπίδων; Από αυτούς μπορώ να σου πω, από τους άλλους έχω λίγα στοιχεία, τους Ικάρους κλπ. Τους Ικάρους ξέρω, ο Πάγκαλος, ο πατέρας αυτού του…
-.          Του Θόδωρου.
Β.         Ναι, ο οποίος ήταν τότε της ίδιας της χρονιάς μ’ εμάς, κάναν τότε κοινές ασκήσεις οι ίκαροι οι δόκιμοι και οι ευέλπιδες…εκεί λοιπόν με τον Πάγκαλο γνωριστήκαμε και ξέρω μετά που έφυγε…
-.          Της αεροπορίας ήταν ο Πάγκαλος;
Β.         Ναι, στη Λοζάννη έμενε και εκεί πήγε και ο γιος του και σπούδασε στη Γαλλία, ο κατόπιν υπουργός του ΠΑΣΟ-. Ο Πάγκαλος αυτός ήταν καλό στοιχείο, ο πατέρας του δηλαδή, τον θεωρούσαμε τότε, και εκ των υστέρων καλός ήταν.
-.          Της Σχολής Ικάρων λοιπόν αυτός. Άλλους δεν ξέρεις από την Ικάρων;
Β.         Όχι δεν ξέρω.
-.          Από το ναυτικό;
Β.         Από το ναυτικό πάλι ξέρω έναν. Ο Σόλων Γργηγοριάδης ήταν και αυτός στην κίνηση τη δική μας. Αυτός με πήρε μια μέρα και πήγαμε στο στόλο. Εκεί πρώτα φορά πήγα εγώ, ανέβηκα πάνω, μας χαιρετούσαν, μου λέει αυτός «έλα, πάμε στη σημαία», τότε κάτι μου… και εκεί μου γνώρισε έναν αξιωματικό ο οποίος είπε ότι ήταν Ύπαρχος. Ύπαρχος λεγόταν;
-.          Ύπαρχος, σωστά.
Β.         Καθώς δε …δε θυμάμαι καλά, λεγόταν Μετζελόπουλος…
-.          Μελετόπουλος μήπως;
Β.         Μελετόπουλος. Αυτός ήταν συμπαθών με το κίνημα, απ’ ότι μου έλεγε ο Σόλωνας.
-.          Βασίλη αυτά επί Μεταξά, θυμάσαι ποια χρονιά; Ο Σόλων ο Γρηγοριάδης ήταν και αυτός της Σχολής Δοκίμων;
Β.         Ναι, μάλιστα ήταν και ο πρώτος της Σχολής Δοκίμων, είχε βγει …αλλά τον διώξανε μετά, δεν ξέρω για ποιους λόγους. Ήταν ο Χατζηκυριάκος τότε υπουργός ναυτικών και πήγε ο πατέρας του τότε και ρώτησε «γιατί τον διώξανε το γιο μου;» και του είπαν τους λόγους και ρώτησαν «εσύ τι θα έκανες;», «θα τον έδιωχνα και εγώ» λέει. Αυτά μου τα είχε πει ο Σόλωνας αλλά δεν μου είχε πει γιατί τον διώξανε, δεν θυμάμαι. Μάλλον είχε δημοσιεύσει κάτι για τον Αβράμ, που ήταν υπουργός ναυτικών, ότι ήταν κάτι, «πούστης», στην εφημερίδα και μετά τον διώξανε.
-.          Από αυτούς στον ΕΛΑΝ, στον αντίστοιχο ΕΛΑΣ ναυτικού, δεν θυμάσαι ποιοι ήταν;
Β.         Όχι.Εγώ είχα κάτι στοιχεία από κάποιον που ήταν στο Βόλο, δεν ξέρω αν θα τα θυμηθώ… για το Βόλο δεν τα έχω γράψει.
-.          Από τη Σχολή Ευελπίδων πόσοι νομίζεις εσύ ότι ήταν οργανωμένοι στο ΕΑΜ και πόσοι στον ΕΛΑΣ;
Β.         Από τη Σχολή Ευελπίδων πρέπει να ήταν, συνολικά δηλαδή, περί τους τριάντα και από τους συμπαθούντες ισάριθμοι.
-.          Στους «Φίλους του Λαού» εννοείς.
Β.         Όχι, δεν τους λέγαμε «Φίλους του Λαού», υπήρχε ένα διάστημα που ειπωθήκαν «Φίλοι του Λαού» αλλά μετά σκόρπισε η ονομασία…..
-.          Να μην τη λέμε έτσι;
Β.         Ναι. Την είχε κάποιος, ο Μάθεσης, ο οποίος δεν σύνδεε τους «Φίλους του Λαού» με το Κόμμα.
-.          Ο Μάθεσης της Κεντρικής Επιτροπής που υπάρχει και ερωτηματικό γι’ αυτόν;
Β.         Ναι, ναι. Και μείς, εγώ και ο Στέφανος βασικά τον ρωτούσαμε «γιατί δεν μας συνδέεις;», «σας έχω συνδέσει». Ψέματα. Και του δίναμε λεφτά, συνδρομές, ενίσχυση, τις έδινε αυτός και δημοσίευε στο Ριζοσπάστη που έβγαζε η Κεντρική Επιτροπή παλιά, με τα στοιχεία που δίναμε εμείς. Και μείς νομίζαμε ότι είμαστε συνδεδεμένοι. Αλλά όταν μετά καταλάβαμε, γιατί μας είπε ο Πολύδωρας ότι «δεν είστε συνδεδεμένοι», του είπαμε του Μάθεση «γιατί δε μας συνδέεις;» και είπε «εγώ έχω ευθύνη απέναντι στη Διεθνή» και φύγαμε από τότε εμείς.
-.          Δηλαδή ο Μάθεσης, μέλος τότε της παλιάς Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, κρατούσε την ομάδα αυτή των αντιφασιστών αντιδικτατορικών κομμουνιστών αξιωματικών για δικούς του λόγους και δεν σας συνέδεε με το Κόμμα;
Β.         Ναι.
-.          Αυτά μέχρι το 1940…
Β.         Και το 1943…
-.          Που πήρατε απόφαση μόνοι σας να πάτε να συνδεθείτε;
Β.         Ναι.
-.          Η οργάνωσή σας των αντιστασιακών αξιωματικών, πώς τη λένε; πρέπει να τα έχει αυτά τα στοιχεία.
Β.         Να τα έχει είναι…..ήταν ο Στέφανος, εγώ, ο Παλάσκας, δεν κρατάγαμε αρχεία, με το μυαλό μας. Ότι έχει γράψει ο Στέφανος και ότι έχω γράψει εγώ. Και ο Παλάσκας, πέθανε κιόλας και αυτός ήταν ο μοχλός, η διάνοια της αντίστασης…
-.          Κρατούσε αρχείο ο Γιάννης; Μήπως έχει;
Β.         Δεν έχει. Εγώ κρατάω με τη γυναίκα του επαφή, δεν έχει.
-.          Κρίμα. Άρα λες ότι γύρω στους 30 με 35 αξιωματικούς της Σχολής Ευελπίδων ήταν μετά που στελεχώσατε τον ΕΛΑΣ;
Β.         Ναι.
-.          Και από αυτούς τους αξιωματικούς μια ακόμα μικρότερη μερίδα, μείνατε μέσα στο κομμουνιστικό Κόμμα, ταλαιπωρηθήκατε, διωχτήκατε;
Β.         Ναι.
-.          Ποιες ήταν οι σχέσεις μας με τους αξιωματικούς του κυβερνητικού στρατού, μετά τον πόλεμο; Μετά τις διώξεις; Μου είπες μια περίπτωση, αυτή που μαζευτήκατε το ‘97 η τάξη σας.
Β.         Ναι. Κοίταξε, προηγούμενα εγώ πήγαινα στη Στρατιωτική Λέσχη κάθε φορά. Εκεί έβρισκα αξιωματικούς που είχαν πάει στη Μέση Ανατολή, του ελληνικού στρατού, μεταξύ αυτών και έναν Κουμανάκο, θα έχεις ακούσει.
-.          Τον στρατηγό τον Κουμανάκο, ναι.
Β.         Μ’ αυτόν βλεπόμασταν πριν πάει στη Μέση Ανατολή, του έλεγα «έλα στο ΕΑΜ». Αυτός μου έλεγε «έλα στην οργάνωση» που είχε ο Παπάγος τότε. Διαφωνήσαμε, αυτός έφυγε στη μέση Ανατολή, εγώ έφυγα στο ΕΑΜ. Τώρα που γύρισε αυτός μου είπε «τι γίνεται» -.λ.π. μου είπε ότι είχε με τον Παύλο στη Μέση Ανατολή επαφές, τον διάδοχο κλπ, ότι είχε πάει μετά και στην Κορέα, και μου τα διηγιόταν αυτά όλα. Κρατούσαμε κάποια επαφή. Εγώ του έλεγα «έλα εδώ και τώρα στο κίνημα ειρήνης», ήρθε μια περίοδο στο κίνημα της ειρήνης και τον βάλαμε και επικεφαλής.
-.          Έγραφε και κάποια άρθρα νομίζω;
Β.         Ναι, αλλά τελικά έμεινε σ’ αυτούς, είχε κάποια συμπάθεια με το κίνημα ειρήνης, αλλά το παρέδωσε σε άλλον μετά και …
-.          Σε κουράζω Βασίλη.
Β.         Όχι δε με κουράζεις.
-.          Δε μου λες κάτι, πάμε λίγο στη δικτατορία. Τον ΙΔΕΑ εσύ τον γνωρίζεις, την οργάνωση που γεννήθηκε από τη Μέση Ανατολή, νομίζω κάτι βιβλία κυκλοφορούν για τον ΙΔΕΑ. Γνώριζες αξιωματικούς που ήταν και στον ΙΔΕΑ οργανωμένοι;
Β.         Νομίζω αυτός ο Κουμανάκος ήταν και στον ΙΔΕΑ οργανωμένος.
-.          Ο Καζακόπουλος;
Β.         Δεν ξέρω, δεν τον γνωρίζω καθόλου.
-.          Αυτοί οι χουντικοί, οι Παπαδόπουλος, Μακαρέζος, Παττακός πρέπει να γεννήθηκαν από τον ΙΔΕΑ.
Β.         Αυτή ήταν μάλλον δική τους οργάνωση, αυτοί την είχαν κάνει. Κάποτε ήταν στο Διδυμότειχο, κάτι έγινε αν θυμάσαι. Ήταν αυτοί, όταν ο Παπαδόπουλος…..ήταν φαίνεται οργανωμένοι. Δεν ήταν από τον ΙΔΕΑ πιστεύω, δεν ξέρω.
-.          Για τη δικτατορία πως τα είδες τα πράγματα Βασίλη; Πώς είδες τη δικτατορία σε σχέση με τους Αμερικανούς;
Β.         Εγώ στη δικτατορία ήμουν έξω και ήμουν κάτω από την εμπειρία του ΚΚΕ, και είχα τις απόψεις του ΚΚΕ. Τη δικτατορία την οργάνωσαν οι Αμερικάνοι και εκείνοι εγκατέστησαν το ΝΑΤΟ, αυτή την ιδέα είχα.
-.          Και μάλλον έτσι ήταν. Και την ιστορία της Κύπρου δηλαδή, το πραξικόπημα και την εισβολή στη συνέχεια, και αυτά οργανωμένα ήταν;
Β.         Ναι, ναι. Όταν έγινε στην Κύπρο, ο Ιωαννίδης…
-.          Είναι γνωστά αυτά, έχουν δημοσιευτεί. Πάμε λίγο πίσω τώρα. Τους αξιωματικούς της Σχολής Ευελπίδων πώς σας έβλεπαν οι άλλοι στον ΕΛΑΣ, οι Ελασίτες, οι αντάρτες; Πώς σας αντιμετώπιζαν;
Β.         Μας έβλεπαν πολύ θετικά, μάλλον με σεβασμό. Έλεγαν ότι το ΚΚΕ μας οργάνωσε και μας σεβόταν πιο πολύ εμάς.
-.          Τη συμβολή, την προσφορά του αξιωματικού της Σχολής Ευελπίδων, πως τη βλέπεις; Εάν δεν υπήρχαν δηλαδή οι αξιωματικοί της Σχολής Ευελπίδων στον ΕΛΑΣ τα πράγματα για το επιχειρησιακό μέρος θα ήταν καλύτερα ή χειρότερα;
Β.         Κοίταξε, Δε νομίζω ότι θα ήταν χειρότερα, αλλά θα ήταν τα ίδια, γιατί είχε πολλούς αξιωματικούς που δεν ήταν από την Σχολή Ευελπίδων, που είχαν μπει από νωρίτερα στο Κόμμα και…
-.          Εννοείς υπαξιωματικούς;
Β.         Και αξιωματικούς. Ο Μπούκουρας ας πούμε ήταν στη Μικρασία σε έναν ουλαμό. Όταν τελείωσε η Μικρασία τον μονιμοποίησαν, τον έκαναν ανθυπολοχαγό και όταν έστειλαν στην Ουκρανία στρατεύματα, στείλανε τον Μπούκουρα, δέχθηκε και πήγε. Λοιπόν πήγε στην Ουκρανία, εκεί έτυχε όταν γίναν τα γεγονότα στην Ουκρανία, είχε πάει και ο γαλλικός στόλος, οι ναύτες του γαλλικού στόλου επαναστάτησαν και τάχθηκαν με το μέρος της Οκτωβριανής Επανάστασης.
-.          Το 1918, στην επέμβαση των δυνάμεων….
Β.         Ναι, ναι. Ο Μπούκουρας επηρεάστηκε από αυτή τη δουλειά και τάχθηκε με τους ναύτες, βρήκε επαφή. Μια φορά τους πήραν στο τηλέφωνο, λένε στο Μπούκουρα «Έλληνες κοιτάξτε, ξέρουμε ότι είστε με το μέρος της Επανάστασης ψυχικά, εμείς αύριο επιτιθέμεθα και θα σας ανατρέψουμε, μπορεί να πιαστείτε και αιχμάλωτοι γι’ αυτό πάρτε τα μέτρα σας».
-.          Στον ασύρματο τους πήραν;
Β.         Ναι τους πήραν στα τηλέφωνα. Με τα τηλέφωνα τους είχαν συνδέσει οι Μπολσεβίκοι.
-.          Τους πήραν λοιπόν οι Μπολσεβίκοι και τους λένε «αύριο θα σας επιτεθούμε».
Β.         Τους λένε λοιπόν οι δικοί μας[3], ήταν ένας Μαθιός επιτελής, τους λένε «είσαστε απόγονοι της Σαλαμίνας αλλά εδώ είναι Κριμαία. Τώρα είμαστε εμείς, πάει η Σαλαμίνα για εσάς».
-.          Ξέρεις ότι είχαν πάει και καράβια ελληνικά εκεί; Στην Κριμαία;
Β.         Λοιπόν την άλλη μέρα πράγματι έγινε επίθεση και τους ανατρέψανε και ο Μπούκουρας βρέθηκε μαζί με τους ηττημένους πια Έλληνες και πήραν το δρόμο για τη Ρουμανία με καράβια, φτάσανε στη Βραϊλα. Διαλυμένοι φτάσανε στην Ουκρανία…
-.          Νομίζεις ότι ο αξιωματικός σήμερα πρέπει να έχει το ρόλο στην κοινωνία λίγο πολύ όπως τον βλέπουμε εμείς στην ΚΕΘΑ;
Β.         Ο Στέφανος Παπαγιάννης γράφει στο βιβλίο του «Από Εύελπις Αντάρτης» ότι «ποτέ δε μετάνιωσα που ήμουν αξιωματικός, για το ρόλο μου».
-.          Εσύ την αγαπούσες τη δουλειά σου στο στρατό Βασίλη;
Β.         Κοίταξε, εγώ στο στρατό μπήκα χωρίς να έχω μεγάλη αγάπη. Πήγα Σχολή Ευελπίδων… όταν τελείωσα το γυμνάσιο η τάση μου ήταν να γίνω μαθηματικός. Είχα πολύ ……για τα μαθηματικά, την αστρονομία, για τις φυσικές επιστήμες. Είχα μεγάλη τάση και εφόδια, ας το πούμε, από το σπίτι μου, είχα αστρονομικά εργαλεία που παρακολουθούσα το… και μπήκα επειδή βγήκε κάποιος από τη Σχολή και μου είπε ότι δεν πληρώνουμε λεφτά. Και μπήκα αλλά σε λίγους μήνες βγήκε κάποιος νόμος και πληρώναμε κι εκεί λεφτά. Κάποτε το Κόμμα με έστειλε σε κάτι αποστολές που καλούσαν το Φλωράκη και όταν δε μπορούσε να πάει, έστελνε εμένα. Επήγα κάποτε στην ….πρεσβεία, εκεί βρήκα, αναγνώρισα κάποιον Παναγόπουλο, ήταν επιτελάρχης εδώ…….
-.          Εννοείς μετά το 75;
Β.         Ναι, μετά το 75. Πλησίασα κοντά και του λέω «είσαι ο Παναγόπουλος;» «ναι» μου λέει και του λέω «πως γίνεται, εγώ είμαι με το Κομμουνιστικό Κόμμα, ήμουν πρώην αξιωματικός, πως εξηγείται από τη μια μεριά να λέτε αυτά τα πράγματα και από την άλλη να μην τα τηρείτε; Να ακολουθείτε αυτούς που μας…»
-.          Ο Παναγόπουλος ήταν αρχηγός του στρατού τότε;
Β.         Ναι, ήταν εκ μέρους του στρατού. Μου λέει «τι να κάνουμε, είναι η πολιτική μας αυτή, είμαστε με τους Αμερικάνους, τι να κάνουμε;». «Τι να κάνετε;» λέω «να κάνετε ανεξαρτησία».
-.          Πες μου τη γνώμη σου σήμερα για το πώς πάνε τα πράγματα με το ΝΑΤΟ, με τον Ευρωστρατό, τι γνώμη έχεις;
Β.         Έχω τη γνώμη ότι ο Σημίτης τα έχει πουλήσει όλα. Έχουν αυτοί συμφωνήσει πια, η Κυβέρνηση και ο Σημίτης, αλλά φαίνεται ακολουθούν και όλοι από κοντά, υπάρχουν και φωνές φαίνεται μέσα που είναι αντίθετες, και από τη Νέα Δημοκρατία, που δεν είναι σύμφωνοι αλλά όμως η πολιτική έτσι πάει. Δηλαδή πάνε και συμφωνάνε με τον Ευρωστρατό….
-.          Είναι ή δεν είναι πατριώτες; Πες μου τη γνώμη σου έτσι ωμά γι’ αυτούς που σήμερα κυβερνάνε την Ελλάδα, τι σχέση έχουν οι πράξεις τους με τον πατριωτισμό;
Β.         Κοίταξε, εγώ το σκέφτομαι αυτό το πράγμα και λέω «να είναι τελείως απάτριδες;» κλπ. Μερικές φορές άλλο να λέω ότι είναι πατριώτες, από μερικές πράξεις ας πούμε, έχω και εκδηλώσεις, αλλά γενικά βλέπω ότι η συμφωνία τους με αυτά τα πράγματα είναι η … και τους βλέπω ότι δεν είναι πατριώτες, έχουν συμφωνήσει διεθνώς μ’ αυτή τη λύση.
-.          Είναι εθνικισμός δηλ. σήμερα να πει κανένας ότι, δεν πρέπει τα σύνορα να αλλάζουν και ότι πρέπει η Ελλάδα να της ανήκει το Αιγαίο, ότι πρέπει η Κύπρος να είναι ανεξάρτητο κράτος και να μην χωριστεί στα δύο για να μπει στο ΝΑΤΟ, ότι πρέπει να έχουμε ανεξάρτητη εθνική θέση σε σχέση με το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση; Αυτό λέγεται εθνικισμός ή πατριωτισμός; Πώς το βλέπεις εσύ αυτό;
Β.         Εγώ βλέπω από καιρό, από τότε που η Κύπρος, το ΑΚΕΛ, η κυβέρνηση αποφάσισαν την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θεώρησα ότι είναι προδοτική θέση, γιατί δεν στάθηκαν στου Μακαρίου τη θέση, που ανήκαν στον Τρίτο Κόσμο, που ήταν ανεξάρτητη και με θέσεις κατά του ΝΑΤΟ, κατά της συμμετοχής στον πόλεμο κλπ; Αλλά είδα μετά ότι δεν υπήρχαν φωνές, συμφωνήσανε όλοι στην Ελλάδα με την ένταξη. Θεωρούσα ότι ήταν άσχημη θέση η ένταξη της Κύπρου, και ακόμα το θεωρώ έτσι. Αλλά βλέπεις και τώρα το εκμεταλλεύονται οι Κύπριοι και λέει «αν θα ενταχθείτε, θα συμφωνήσουμε και εμείς και θα φτιάξουμε τελείως ανεξάρτητη την Κύπρο»… Γενικά βλέπω ότι υπάρχουν και φωνές και στο Σημίτη και στη Νέα Δημοκρατία που είναι κατά της θέσης αυτής.
-.          Διάβασες ότι ο στρατός ξηράς αλλάζει αποστολές; Και ότι η αποστολή του σήμερα είναι οι λεγόμενες «ασύμμετρες απειλές» όπως. η μαζική διακίνηση των ναρκωτικών, η μαζική είσοδος μεταναστών, η διεθνής τρομοκρατία, και ότι αλλάζουν τη δομή των ενόπλων δυνάμεων και τους παίρνουν από τα σύνορα, καταργούνται μονάδες που φυλάνε τα σύνορα και γίνονται άλλες που αποστολή τους έχουν να τρέχουν στο εξωτερικό, τα διάβασες αυτά; Τι γνώμη έχεις;
Β.         Την ίδια γνώμη έχω, δηλ. δεν είναι σωστή…
-.          Πάνε να τα διαλύσουν Βασίλη; Εσύ τι γνώμη έχεις, παλιός αξιωματικός από τη Σχολή Ευελπίδων;
Β.         Δεν το βλέπω σωστό και δεν βλέπω πως υπάρχουν αξιωματικοί που συμφωνάνε και παίρνουνε και αποστολές κιόλας… Τώρα ο ναυτιλιακός χάρτης των ΗΠΑ τι είναι αυτός;
-.          Κοίταξε να δεις, δεν είναι απλά ένας ναυτιλιακός χάρτης, είναι η λογική που διέπει το πώς βλέπουν οι Αμερικανοί και συμφωνήσανε φυσικά και οι Τούρκοι και συμφωνήσανε και οι δικοί μας, και ας λέει ο Σημίτης ότι δεν έχει σημασία. Κατάργηση των συνόρων από το χάρτη, τι σημαίνει; Σύνορο τι πάει να πει; Εσύ το ξέρεις πολύ καλά, εσύ έχεις υπερασπιστεί τα σύνορα και η Μαρία το ίδιο και όλη σου η γενιά που ήσασταν στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ. Σύνορο σημαίνει ότι από αυτό και εδώ είναι Ελλάδα, είναι δικός μας χώρος και από το σύνορο και πέρα είναι Τουρκία, είναι άλλων χώρος. Όταν λοιπόν καταργεί τα σύνορα στο Αιγαίο, τι αποδέχεται; Αποδέχεται ότι από τα σύνορα τα πρώην και εδώ δεν είναι ελληνικός χώρος. Και αυτό εμάς μας φοβίζει πολύ. Δεν είναι μόνο οι γκρίζες ζώνες, ούτε είναι το ότι τα σύνορα εντάξει, τι λέγανε εκεί; «κάποιες γραμμές πάνω στο χάρτη». Σύνορα πάει να πει ότι «Κύριε από κει και εδώ για να μπεις πρέπει να δώσεις λογαριασμό και να πάρεις άδεια». Όταν λοιπόν το καταργείς αυτό, το Αιγαίο ανήκει σε ποιόν; Είναι μεγάλη κατάκτηση των Τούρκων αυτή. Και ο Σημίτης πολύ εύκολα το υποβάθμισε το θέμα, λέει ότι το διεθνές δίκαιο καθορίζει τα σύνορα. Ποιο διεθνές δίκαιο; Το διεθνές δίκαιο το σηκώνει κανείς σαν σημαία του όταν μπορεί να το υπερασπιστεί. Οι Αμερικανοί το έχουν καταπατήσει το διεθνές δίκαιο, οι Τούρκοι το ίδιο. Πού είναι λοιπόν τα σύνορα με βάση το διεθνές δίκαιο; Αυτό είναι προδοσία και θα φανεί, όχι τώρα δα, σε λίγο θα φανεί. Μαρία, εσύ τι γνώμη έχεις; Άνετα, αυτό εγώ θα το βάλω μετά για να θυμηθώ και να πω το εξής: ότι αυτός ο αξιωματικός, μετά τόσα χρόνια αγώνες, έχει σήμερα αυτή τη γνώμη. Και αυτή η γυναίκα που πολέμησε και πήρε όπλα, σήμερα, μετά τόσους αγώνες, έχει αυτή τη γνώμη. Ποια είναι η γνώμη σου λοιπόν σήμερα για το πώς πάνε να κάνουνε τις ένοπλες δυνάμεις;
Μαρία Βενετσανόπουλου (Μ).           Αυτό το ΄΄Ευρωστρατός΄΄ όταν το ακούω σηκώνεται η τρίχα μου. Είμαστε εμείς μια φούχτα, θα κάνουμε Ευρωστρατό; Τι δουλειά έχουμε εμείς στο Αφγανιστάν, τι δουλειά έχουμε εμείς στη Γιουγκοσλαβία; Εμείς θα κοιτάξουμε τα δικά μας τα σύνορα και τη δική μας την περιοχή. Εγώ νομίζω πως είναι μεγάλο λάθος, αλλά κοίτα να δεις Αντώνη τι γίνεται. Ο Σημίτης δεν είναι μόνος του, ο Σημίτης κάνει ότι του λένε. Αυτός είναι ο άνθρωπος που τα επικροτεί και τα υπογράφει. Έτσι θα γίνει, έτσι τους συμφέρει τους μεγάλους να γίνει. Δεν έχουμε εμείς φωνή που να ακουστεί η φωνή μας και να πούμε «αυτό θα γίνει έτσι και αυτό θα γίνει αλλιώς». Δεν υπάρχει.
-.          Ο λαός έχει φωνή όμως.
Μ.        Ο λαός έχει φωνή αλλά ποιος τον ακούει; Ξέρεις πως είμαι εναντίον. Στο Ριζοσπάστη π.χ…. παίρνω καμιά φορά από τις άλλες εφημερίδες να δω τι γράφουν μέσα. Πίστεψε με, δε βρίσκω τίποτα να διαβάσω που να με ικανοποιεί. Βρίσκω κουτσομπολιά, τούτος σκότωσε, ο άλλος διέσυρε, τέτοια πράγματα.
-.          Στις άλλες εφημερίδες….
Μ.        Στις άλλες. Ενώ ο Ριζοσπάστης που έχει τα εργατικά, που έχει του λαού τη θέληση, τη βούληση, και είναι τόσο περιεκτικός, δε διαβάζεται {από πολλούς}.
-.          Μαρία δε διαβάζεται, δεν έχει κυκλοφορία, το είπε και ο Βασίλης.
Μ.        Παλεύουμε και λέμε να βγούμε να βγάλουμε Ριζοσπάστη. Ο κόσμος είναι….Δε μπορώ να καταλάβω. Ο λαός είναι αυτός που ξεσηκώνεται και κάνει αυτά που έκανε παλιότερα και πάλι θα τα κάνει αν χρειαστεί.
-.          Μαρία για πες μου κάτι, πάμε λίγο πίσω. Ήσουν οργανωμένη στο ΕΑΜ, στον ΕΛΑΣ;
Μ.        Εγώ οργανώθηκα στο ΕΑΜ, γιατί δεν υπήρχε ΕΠΟΝ.
-.          Πόσων χρόνων ήσουν Μαρία;
Μ.        Ήμουν τότε, το 43, ήμουν δεκαεννιά.
-.          Δεν είχατε παντρευτεί με το Βασίλη το Βενετσανόπουλο;
Μ.        Όχι, πολύ αργότερα. Και μετά έγινε η ΕΠΟΝ, στις 24 Φλεβάρη του 43, και μπήκα στην ΕΠΟΝ. Ήμουν επικεφαλής σε μια…στην τομεακή που λένε.
-.          Που ζούσες τότε;
Μ.        Στην Ήπειρο, σε ένα χωριουδάκι της Ηπείρου.
-.          Ηπειρώτισσα είσαι; Βλάχα;
Μ.        Όχι βλάχα. Ηπειρώτισσα. Να σας πω την αλήθεια, γεννήθηκα όταν μπήκα στο Κόμμα. Γιατί το Κόμμα είναι εκείνο που μου άνοιξε τα μάτια και είδα πως πρέπει να είναι ο άνθρωπος. Είναι γεγονός πως ήμουν ένα κοριτσάκι 18 χρονών, που έβγαλε έξι τάξεις του δημοτικού σχολείου στο χωριό μου που ήταν μέσα 120 παιδιά, και είχαμε ένα δάσκαλο, τα 120 παιδιά!
-.          Στην ίδια αίθουσα έξι τάξεις, 120 παιδιά;
Μ.        Στην ίδια αίθουσα, τα δύο πρώτα θρανία ήταν η 1η τάξη, τα δύο δεύτερα 3η… 4η… 5η… 6η. Και ο καημένος ο Δημόπουλος, αυτός είναι ήρωας. Εγώ ήθελα να γράψω γι’ αυτόν. Έρχονταν και ήταν μια σειρά θρανία από δω, έξι-οκτώ παιδιά στο κάθε θρανίο, άλλη σειρά από κει. Πήγαινε μια φορά από δω μια από κει και κοίταγε, «εσείς τώρα θα διαβάσετε, εσείς θα γράψετε και η μεγάλη τάξη θα κάνει τούτο».
-.          Έξι τάξεις στην ίδια αίθουσα! Εμείς ήμασταν μόνο τρεις τάξεις στην ίδια αίθουσα. Έξι τάξεις! Δε μπορώ να το φανταστώ!
Μ.        Δε μπορείς βέβαια.
-.          Το Βασίλη πότε τον γνώρισες;
Μ.        Το Βασίλη τον γνώρισα το 1948. Ούτε τον ήξερα, ούτε το όνομά του, ούτε προσωπικά, τίποτα. Όταν ήμουν στη Σχολή Αξιωματικών στο …….
-.          Του Δημοκρατικού Στρατού εννοείς…..
Μ.        Ναι…
-.          Άρα ήσουν αντάρτισσα.
Μ.        Ήμουν δεύτερη φορά αντάρτισσα, γιατί η πρώτη ήταν στον ΕΛΑΣ, το 1943.
-.          Με τον Πετρίτη, με ποιόν;
Μ.        Όχι, με τον ….ήμουν στην υποδειγματική διμοιρία της ΕΠΟΝ.
-.          Στην Ήπειρο.
Μ.        Στην Ήπειρο, στην 8η Μεραρχία. Το Βασίλη τον γνώρισα το 48. Εγώ ήμουν στη Σχολή Αξιωματικών του Δημοκρατικού Στρατού, ήμασταν οχτακόσιοι μαθητές. οχτακόσιοι μαθητές που φοιτούσαν, Δε θυμάμαι Βασίλη έξι ή οκτώ μήνες;
-.          Πόσα κορίτσια μεταξύ σας;
Μ.        Διακόσια κορίτσια.
-.          Από τους οχτακόσιοι μαθητές, τα διακόσια ήταν κορίτσια;
Μ.        Τα διακόσια ήταν κορίτσια.
-.          Τα θυμάσαι Βασίλη. Ο Χαρίλαος προχθές στην παρουσίαση του βιβλίου του Θεοχαράτου, μίλησε για τις γυναίκες, για τις αντάρτισσες. Επαίνεσε τις γυναίκες, τις αντάρτισσες.
Β.         Μίλησε και η Τρικαλινού εκεί. «Ο Φλωράκης είχε εδώ το αυτόματο το οποίο λειτουργούσε, το έλεγχε πάντοτε και ήταν ……και τον θυμάμαι εγώ τον Φλωράκη όταν μας παρέλαβε για διάφορες δουλειές, γύριζε με αυτό και όταν πλησιάζαμε άνοιγε το όπλο, εκεί για να το έχει, κατεβήκαμε» λέει «κοντά στα σύνορα της Αλβανίας που θέλαμε να βγούμε έξω, όταν τελείωσε ο Δημοκρατικός Στρατός και υποχωρήσαμε, αυτοί βρισκόντανε στη Βόρεια Ελλάδα, και ο Φλωράκης τους μάζεψε σιγά σιγά να τους πάει και αυτούς έξω.[4] Εκεί που φτάσαμε κατεβήκαμε κάτω στο χαμηλότερο μέρος του υψώματος, να πάρουμε νερό και να βράσουμε κάτι για μαγείρεμα. Εκεί οι αντίπαλοι μάς υποδεχθήκαν με πυρά, και τον Φλωράκη» λέει «με το αυτόματο να πιάνει και αμέσως, και τότε τον θυμήθηκα εγώ πως είναι ο Φλωράκης, και να χτυπήσει ο Φλωράκης το λόχο και να μην τους αφήσει αυτούς να βάλουνε ωσότου υποχωρήσουμε εμείς και να φτάσουμε απάνω. Και όταν φτάσαμε απάνω» λέει «τελειώσαμε». Δίνει αυτή τη σκηνή με το Φλωράκη.
-.          Η Γιάννα η Τρικαλινού.
Β.         Ναι.
-.          Ωραία σκηνή. Ο κυρ Γιώργης ο Τρικαλινός νωρίς μας άφησε. Τέλος πάντων, μέχρι το ‘48 δηλαδή ήσουν στο Δημοκρατικό Στρατό, πολέμαγ;
Μ.        Ξαναβγήκα τον Αύγουστο του ‘47 …στο Δημοκρατικό Στρατό. Μετά από περάσματα γυρίσαμε στο σπίτι, φάγαμε ξύλο, τα τέσσερα δόντια εδώ μπροστά φύγανε, ούτε κατάλαβα με τι ήταν, με γροθιά ήταν, με κλοτσιά ήταν, φύγανε και τα τέσσερα.
-.          Ποιο ήταν το επώνυμό σου;
Μ.        Παπαδήμα.
-.          Εσύ ήσουν που ανεβαίνοντας είδες τη μάχη με τον Άρη;
Μ.        Ναι, ναι.
-.          Για πες μου δυο λόγια γι’ αυτό.
Μ.        Θα σου πω και για τον Άρη, βέβαια. Και μετά από αυτόν τον ξυλοδαρμό, όταν μάθαμε πως ο Άρης γύρισε προς τα κάτω, εγώ και μια ξαδέλφη μου και ο Μήτσος ο Ράκας, αν τον έχεις ακούσει, λέμε, «ελάτε να σηκωθούμε να πάμε στον Άρη» και σηκωθήκαμε το βράδυ να πάμε στη Μισούντα.
-.          Το 45;
Μ.        Όχι, το 46 Βασίλη; Πότε γύρισε ο Άρης; Αυτό ήταν μόλις δώσαμε τα όπλα.
Β.         Το 45 τον Ιούνιο.
Μ.        Τον Ιούνιο, το 45.
-.          Κατέβαινε ο Άρης προς τα κάτω, οπότε εσείς με τις διώξεις που είχατε..
Μ.        Με τις διώξεις που είχαμε λέμε «να φύγουμε» και ξεκινάμε τώρα νύχτα από το ένα χωριό στο άλλο, είναι πολλά κατσάβραχα και δεν πηγαίναμε από το δρόμο αλλά πηγαίναμε από μέσα από το δάσος γιατί στο δρόμο φοβόμασταν μήπως…
-.          Σε ποια χωριά λες τώρα;
Μ.        Αφήσαμε το ….περάσαμε το Τυλίχη, που λέγετε ένας μαχαλάς, το Τετράκομο και μετά πήγαμε στη Μεσούντα. Πήγαμε στη Μεσούντα και μπήκαμε νύχτα σ’ ένα σπίτι που ήταν και αυτός αριστερός, τον ξέραμε από παλιά, μόλις μας είδε που μπήκαμε μέσα, έπιασε το κεφάλι του, «πού πάτε βρε παιδιά» λέει «Δε βλέπετε τι γίνεται; τον άλλον τον γυμνώσανε, δεν πιστεύουμε να τον πάρει το πρωί». Τώρα η Μεσούντα είναι έτσι επικλινής, από εδώ κάτω περνάει ο Άραχθος και απέναντι είναι το…
Β.         Όχι ο Άραχθος, περνάει ο Αλιάκμονας.
Μ.        Και απέναντι είναι το Μερόπιο. Ο Άρης ήταν προς το Μερόπιο…
-.          Απόσταση δηλαδή πόση;
Μ.        Απόσταση αν τη μετρούσες σε ευθεία, ήταν δύο χιλιόμετρα ή δεν ήταν. Αλλά ήταν έτσι …
-.          Ήταν ρεματιά. Δύο χιλιόμετρα είναι πολλά Μαρία. Πιο λίγο, γιατί άμα μου λες ήσασταν από την εδώ μεριά σε μια πλαγιά και βλέπατε τι γινόταν απέναντι, δεν είναι δύο χιλιόμετρα, είναι πολύ λιγότερο.
Μ.        Ε, βέβαια. Πολύ λιγότερο είναι. Έγινε τι έγινε εκεί πέρα, έτσι να τα δούμε προσωπικά δε μπορέσαμε αλλά βλέπαμε το κακό που γινόταν.
-.          Τη μάχη εννοείς;
Μ.        Τη μάχη. Εάν σκοτώθηκε ο Άρης ή πώς σκοτώθηκαν δεν το ξέρω. Λοιπόν μας λένε αυτοί από το σπίτι «φύγετε από εδώ, θα βρούμε και εμείς το μπελά μας και εσάς θα σας πιάσουν». Φεύγουμε και εμείς από εκεί, όπως κατεβαίναμε στο Τετράκομο να πάμε σ’ ένα σπίτι για να πάρουμε ψωμί, βλέπουμε τον Γουνέζο, έναν Γουνέζο Βαγγέλη, ο οποίος ήταν με τον Άρη, ο Γουνέζος ήταν με τον Άρη και γλύτωσε από εκεί πέρα, κατέβηκε και αυτός στο σπίτι εκείνο να πάρει κανένα ρούχο…
-.          Γλύτωσε από τη μάχη;
Μ.        Από τη μάχη, κατέβηκε και αυτός στο σπίτι για να πάρει κανένα ρούχο. Δεν τον βρήκαμε εμείς εκεί αλλά μας είπαν «τώρα μόλις πέρασε ο Γουνέζος από εδώ».
-.          Εσύ Βασίλη την ίδια περίοδο;
Β.         Εκεί ήμουν και εγώ, περίπου.
-.          ’46 – ‘45.
Β.         Ναι.
-.          Είχες βγει στο βουνό τότε; Είχες φύγει από την Αθήνα μετά τα Δεκεμβριανά;
Β.         Ναι, είχα βγει. Θα το θυμηθώ αμέσως…….
-.          Άστο Βασίλη. Τα γράφεις πάντως αυτά στο βιβλίο σου ε;
Β.         Ναι.
-.          Μαρία σε απασχολώ τώρα, αλλά αυτά είναι σοβαρά. Πώς τα θυμάσαι Βασίλη τώρα αυτά τα πράγματα; Συγκινείσαι όταν τα θυμάσαι;
Β.         Κοίταξε, όταν τα θυμάμαι, νομίζω ότι βρίσκομαι εκεί.
-.          Γι’ αυτό και θυμάσαι και ονόματα, θυμάσαι λεπτομέρειες πολλές, και η Μαρία θυμάται.
Β.         Εγώ με το Στέφανο {Παπαγιάννη} ήμαστε μαζί μετά το Δεκέμβρη. Παραδώσαμε τα όπλα και με το Στέφανο βρεθήκαμε στο Πλατύστομο κοντά στη Λαμία. Αφού παραδώσαμε τα όπλα είχαμε εντολή να γυρίσουμε στην Αθήνα. Ξεκινάμε με τον Παπαγιάννη, φτάνουμε στο Καρπενήσι και από κει κατεβαίνουμε για το Αγρίνιο να πάμε για Αθήνα. ΄Οταν κατεβήκαμε στο Αγρίνιο, είπα στο Στέφανο “θα πάω από τη Λιβαδειά να δω τον αδελφό μου” που ήταν γραμματέας του ΕΑΜ των δημοσίων υπαλλήλων. Μου λέει ο Στέφανος “όχι, θα πας κατευθείαν στην Αθήνα“. Και χωρίσαμε. Ο Στέφανος πήγε από την Πάτρα και εγώ από τη Λιβαδειά. Εκεί κοντά αντάμωσα το Διαμαντή, τον Αλεξάνδρου, το Διαμαντή ο οποίος είχε παραδώσει και αυτός τα όπλα, και μου λέει ο Διαμαντής “θυμάσαι κάπου όταν ήμαστε στην Αράχοβα παραδίνανε σε εμάς οι Ιταλοί τα όπλα, τώρα τα παραδίνουμε εμείς…τα πήραμε τότε….”.
-.          Τώρα να ρωτήσω πως αισθανόσασταν τότε; Τα όπλα που πολεμήσατε…….μου την έχεις πει αυτή την ιστορία και για κάποιο πιστόλι που δεν το παρέδωσες εκεί στη Λιβαδειά…..
Β.         Ναι, ναι. Εκεί στη Λιβαδειά έτυχε το εξής: μου λέει ο Διαμαντής “μην πας στη Λιβαδειά εσύ, εκεί η κατάσταση είναι δύσκολη, έχουν εθνοφυλακή, αυτή είναι η σύνθεση, είναι αντιδραστικοί”, “εγώ θα πάω” του λέω και δεν τον άκουσα και πήγα. Στην είσοδο της Λιβαδειάς με πιάσανε οι εθνοφύλακες. Κρατούσα όπλο γιατί οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ είχαμε δικαίωμα μετά τη συμφωνία να κρατάμε τα όπλα μας. Μου πήραν το όπλο, μου ξήλωσαν τα γαλόνια κλπ και με βάλανε υπό κράτηση εκεί στο φυλάκιο. Τη στιγμή εκείνη πέρναγε μπροστά από το φυλάκιο ένας που ήταν διοικητής του τάγματος αυτού της Εθνοφυλακής. Εγώ δεν ήξερα ότι ήταν διοικητής του τάγματος αυτού, τον ήξερα γιατί τον είχα εκπαιδευτή στη Σχολή Ευελπίδων.
-.          Το 33;
Β.         Ναι. Όταν τον είδα λοιπόν τον αναγνώρισα αμέσως……..
-.          Τι τον είχες τον Παρασκευόπουλο στη Σχολή Ευελπίδων;
Β.         Τον είχα εκπαιδευτή στη Σχολή, στο πυροβολικό όταν ήμουν μαθητής ακόμα. Αυτός με θυμήθηκε αμέσως, μου λέει “Βενετσανόπουλε εσύ είσαι, τι θέλεις εδώ;“, του είπα ΄΄εγώ ήμουν στον ΕΛΑΣ΄΄ και είπε “το ξέρω ότι ήσουν στον ΕΛΑΣ”, “και ήρθα να δω τον αδερφό μου” και μου λέει “εγώ που διοικώ εδώ, οι περισσότεροι από αυτούς που διοικώ είναι ταγματασφαλίτες, πρώην συνεργάτες” και μου λέει “έχει δικούς μας ανθρώπους αλλά εγώ δεν τους διοικώ. Κινδυνεύει η ζωή σου αλλά εγώ θα σε αναλάβω, δεν θα σε αφήσω. Τράβα στον αδερφό σου να τον δεις και αύριο πρωί πρωί θα έρθεις εδώ, θα σε περιμένω”. Επήγα, τον βρήκα την άλλη μέρα το πρωί τον Παρασκευόπουλο, μου λέει “τώρα θα σε στείλω στην Αθήνα μ’ ένα εγγλέζικο αυτοκίνητο, και να προσέχεις. Να μην βγεις στην Ομόνοια γιατί στην Ομόνοια πιάνουν τους Εαμίτες, τους φυλακίζουν και τους προπηλακίζουν.”
-.          Ναι αλλά κάτι σου είπε για τους Εθνοφύλακες, τι σου είπε για τους Εθνοφύλακες;
Β.         Ότι “οι περισσότεροι από τους…η σύνθεση του τάγματός μου είναι ταγματασφαλίτες πρώην συνεργάτες, έχει και μερικούς δικούς μας ανθρώπους αλλά οι περισσότεροι είναι…”.
-.          Όταν έλεγε για “δικούς μας” τι εννοούσε;
Β.         Εννοούσε Ελασίτες.
-.          Ελασίτες, πρώην Ελασίτες.
Β.         Πρώην Εαμίτες.
-.          Ήταν συμπαθών αυτός;
Β.         Οπωσδήποτε ήταν συμπαθών αυτός.
-.          Και έτσι σώθηκες στη Λιβαδειά Βασίλη;
Β.         Έτσι με πήρε ο Παρασκευόπουλος, μου έλεγε “στην Αθήνα μη βγεις στο κέντρο γιατί θα σε πιάσουν εκεί” και εγώ άκουσα αυτό και χάρις στον Παρασκευόπουλο σώθηκα. Εκείνοι που με πιάσανε, ένας ήταν από τον Πύργο της Ηλείας, πατριώτης μου, “Βενετσανόπουλε” μου λέει “εσύ σκότωσες τον Κοκκώνη” εκεί ήταν ένα τάγμα εθνοφυλακής, που το πιάσανε οι δικοί μας και το λιανίσανε και σκοτώθηκε και ο διοικητής του τάγματος. Και μου λέει αυτός “ήσουν και εσύ εκεί πέρα;” και του λέω “δεν ξέρω τι μου λες” κλπ.
-.          Αυτά στη Λιβαδειά;
Β.         Στο φυλάκιο ήταν τέτοιοι που σου είπα…
-.          Μαρία τι άλλο;
Μ.        Λοιπόν με τον Άρη. Μας λέει αυτός, είδε, λέει, πώς διαλύθηκαν, τον Άρη δεν είδε αν τον σκότωσαν, δεν ξέρει. Μέσα στην αναμουμπούλα …
-.          Ο αντάρτης πώς λεγόταν που είχε περάσει πριν από εσάς;
Μ.        Αυτός λεγόταν Βαγγέλης Γουνέζος. Έχει βγάλει βιβλιαράκι που τα λέει, δεν πολυσυμφωνώ μαζί του, αλλά τα λέει ωραία όλα. Λοιπόν έτσι φύγαμε από εκεί και ξαναγυρίσαμε στο χωριό και άρχισε καθημερινά το ξύλο και οι βρισιές, μας έβαζαν μέσα, μας έβγαζαν έξω, εκεί μου έσπασαν και τα δόντια αυτά, μας είχαν κρατούμενους. Κοίτα να δεις μια χαρακτηριστική φωτογραφία Αντώνη. Πραγματικά όταν τη βγάλαμε θα έλεγε κανείς ότι τρία κορίτσια βγάζουν μια φωτογραφία. Αλλά έχει πολύ συμβολικό χαρακτήρα. Δεν πήγαμε να βγάλουμε τη φωτογραφία ούτε στα λουλούδια, ούτε στα δέντρα….πήγαμε και τη βγάλαμε σε μια κλειστή πόρτα με τις γρίλιες, είναι σάμπως να μας κόβονταν ο δρόμος αυτός που αρχίσαμε.
-.          Και φοράτε παντελόνια, άρβυλα, στολές είναι αυτές Μαρία;
Μ.        Μόλις αφήσαμε, παραδώσαμε τα όπλα. Μαζί με τις φίλες μου λέμε “πάμε να βγάλουμε μια φωτογραφία”.
-.          Πως τις λένε αυτές;
Μ.        Τις λένε Ζαχαρή και η άλλη είναι…..πως τη λένε μωρέ; Πώς τη λένε αυτήν που είχε το βιβλιοπωλείο στην Άρτα;
Β.         Δεν θυμάμαι.
-.          Την έχεις ξαναβγάλει αυτή τη φωτογραφία; Την έχεις αναπαράγει;
Μ.        Ναι, ναι, την έχω σε μεγάλη.
-.          Θα μου κάνεις μια χάρη και συ. Πήρα από την Τηκώ του Αντώνη του Καλαμπόγια τρεις φωτογραφίες, τις ανατύπωσα και τις γύρισα. Θέλω να μου δώσεις και εσύ αυτήν την φωτογραφία Μαρία.
Μ.        Αυτή δεν θα σου τη δώσω, ξέρεις γιατί; Έχω χάσει τις φωτογραφίες μου όλες κατ’ αυτόν τον τρόπο.
-.          Πες μου το όνομα που είχες τότε.
Μ.        Παπαδήμα.
-.          Και οι άλλες οι κοπέλες;
Μ.        Δέσποινα και Βιργινία. Αλίκη Ζαχαρή και Αλεξάνδρα…δεν το θυμάμαι. Η μια Βιργινία η άλλη Ζαχαρή.
-.          Η Αλίκη;
Μ.        Η Αλίκη δεν ήταν εδώ… Λοιπόν εδώ ήταν ο Αυγερόπουλος όταν παραδίναμε τα όπλα. Στο …της Δημαρχίας μίλαγε και έκλαιγε, δεν θα το ξεχάσω αυτό ποτέ, έκλαιγε ο Αυγερόπουλος! Και μετά από αυτό πια δεν είχαμε όπλα και είπαμε όπως ήμασταν οι τρεις, “πάμε βρε κορίτσια να βγάλουμε μια φωτογραφία” και κοίτα να δεις τι σύμπτωση.
-.          Άρα είναι το 45 στην αρχή, μετά τα Δεκεμβριανά.
Μ.        Ποιο 45;
Β.         Το 45 τον Ιούνη.
Μ.        Είναι το Φεβρουάριο Βασίλη αυτές, τότε παραδώσαμε τα όπλα.
-.          Το Φεβρουάριο του 45 σε ποιο μέρος;
Μ.        Στην Άρτα. Φεβρουάριο- Μάρτιο τότε ήταν. Αλλά τι σύμπτωση όμως, με τις γρίλιες, μου κάνει εντύπωση.
Β.         Τι σου κάνει εντύπωση, δεν κατάλαβα;
Μ.        Μου κάνει εντύπωση το ότι πήγαμε σε μια πόρτα κλειστή με τη γρίλια και σταθήκαμε και βγάλαμε φωτογραφία.
-.          Αντί να πάτε σε πρασινάδες, σε λουλούδια, κοπέλες νέες.
Μ.        Νέα κορίτσια, πήγαμε και καθίσαμε, σα να μας έλεγε αυτή η πόρτα, μας έκλεισε το δρόμο πια.
-.          Μαρία μέχρι που συνάντησες το Βασίλη έλαβες μέρος σε μάχες, στο Δημοκρατικό Στρατό;
Μ.        Πάρα πολλές.
-.          Τραυματίστηκες ποτέ σου;
Μ.        Μία φορά πολύ ελάχιστα. Απορώ πως δεν με έπαιρναν αυτές οι σφαίρες.
-.          Γιατί δεν τις φοβόσουνα, γι΄ αυτό;
Μ.        Σε μια μάχη που δώσαμε το ‘48 τον Απρίλη, στη Ζίτσα, ήταν μια μάχη με τον Αχιλλέα τον Πετρίτη, ήμουν στο λόχο των Βασιλάδων, ήμουν ομαδάρχισσα εκεί…….όχι η Καλλιόπη ήταν ομαδάρχισσα και εγώ ήμουν σκοπευτής οπλοπολυβόλου. Τώρα κοιτάω δεξιά αριστερά, έφυγαν όλοι, δεν υπήρχε κανένας, μας πήραν φαλάγγι δηλαδή. Πηγαίναμε να πάρουμε τον Αϊλιά της Ζίτσας και τα κατάφεραν η χωροφυλακή, ταμπουρωμένοι μέσα, και μας οπισθοχώρησαν. Μας πήρε το πρωί εκεί, από τα Γιάννενα έβαζε το πυροβολικό, στον κάμπο της Ζίτσας έρχονταν τα τανκς, τα αεροπλάνα, είχε μαυρίσει από πάνω και οι όλμοι έπεφταν μέσα βροχή. Κοιτάω εγώ, έβαλα όσες ταινίες είχα, και πάω δεξιά-αριστερά, θυμήθηκα το μάθημα που κάναμε στο στρατό που μας έλεγαν τι πρέπει να ξέρει ο μαχητής, όταν είναι στη μάχη. Έξι πράγματα ήταν : μαζί με τ’ άλλα ήταν να έχεις επαφή με τους διπλανούς σου. Κοίταξα αριστερά-δεξιά, κανένας. “Βρε” λέω “τι γίνεται εδώ;”. Λέω στη γεμίστρια, αυτή που γέμιζε τις ταινίες, “πήγαινε να δεις”, αυτή πήγε στην άκρη, ήμασταν σ’ ένα αμπέλι μέσα, είδε τους άλλους που φεύγανε. Λέει πως με φώναξε, αλλά στο κακό που γινόταν μπορεί να με φώναξε αλλά εγώ δεν άκουσα.
-.          Και έφυγε κι’ αυτή;
Μ.        Έφυγε και αυτή και μένω μόνη μου. Σηκώνομαι κι εγώ με το οπλοπολυβόλο όπως ήμουν κάτω πρηνηδόν πεσμένη, πάω στην άκρη, κοιτάω, τι να δω, φεύγουν όλοι. Μια δεύτερη στιγμή σκέφτηκα να πηδήξω και να φύγω αλλά μετά λέω “το οπλοπολυβόλο; πως θα πάω το βράδυ;”. Γι’ αυτό θέλω να σου πω, είχαμε μεγάλη συνείδηση. “Πως θα πάω το βράδυ, αν γλιτώσω, να πω πως άφησα το οπλοπολυβόλο κι έφυγα;”. Και γυρίζω πάλι όρθια τρέχοντας, αρπάζω το οπλοπολυβόλο, έτρεξα και εγώ τον κατήφορο σαν αετός. Είχα κάτι πόδια, πω πω πω, ηπειρώτικα, από τα βουνά. Φτάνω πολύ μακριά. Κι έρχεται ο Βασιλάρας και μου λέει “το σταυρό σου, την Παναγία σου, στο γάμο πας;“. Εγώ τι έκανα; Το οπλοπολυβόλο το έβαλα στην πλάτη και όρθια έτρεχα, ό,τι με βρει. Έβλεπα φωτιές, με τύλιξαν, αυτοί ήταν όλμοι. Έπεφταν πολύ κοντά. Και μετά τους ρώτησα “ρε παιδιά, αυτές οι φωτιές τι ήταν;” “Όλμοι”! Πως δεν με πήρε τίποτα εκεί πέρα; Γι’ αυτό μου λέει ο Βασιλάρας, ΄΄το οπλοπολυβόλο΄΄, τα χέρια μου ήταν πολύ αδύναμα, δεν μπορούσαν να κρατήσουν, και το είχα 12 οκάδες, το είχα στην πλάτη εδώ. Κι έρχεται μετά ο επίτροπος ο Σταυράκης, έστειλαν τα παιδιά να μου το πάρουν. Είχα στενοχωρηθεί, είχα πολύ πολύ νευριάσει. Ξέρεις, ήμουν και μέλος του Κόμματος και είχα και κάποια οντότητα και στους αντάρτες και στους αξιωματικούς, δεν τους λογάριαζα. “Όχι Σταυράκη” λέω “δεν σου το δίνω”. Αυτός ήταν καπετάνιος του λόχου. Έρχεται και μου το αρπάζει τελοσπάντων, μου το πήρε το οπλοπολυβόλο.
-.          Γιατί σου το πήρε το οπλοπολυβόλο;
Μ.        Για να με ξεφορτώσει.Για να με ελαφρύνει, αλλά εγώ είχα στενοχωρηθεί. Με αφήσαν Αντώνη, με αφήσαν. Σου λέει “κάποιος θα θυσιαστεί για να φύγουν οι άλλοι”.
-.          Αυτό έκαναν ή το σκάσανε τρέχοντας;
Μ.        Τρέχοντας, δεν πρόλαβαν. Αυτό έγινε. Δεν με αφήσαν συνειδητά αλλά στην ουσία με αφήσαν, με αφήσαν εκεί απάνω. Λοιπόν όταν κατεβήκαμε το βράδυ ήρθε ο Αχιλλέας ο Πετρίτης, από τότε ο Αχιλλέας, από {αυτή}τη μάχη ακόμα, πήρε την κάτω βόλτα σαν αξιωματικός. Για μένα είχε τα προσόντα να είναι αυτός στην 8η μεραρχία μέραρχος, αλλά αυτή η μάχη τον έφερε πολύ πίσω.
-.          Του κόστισε πολύ του Πετρίτη;
Μ.        Του κόστισε πολύ. Μας λέει τώρα ο Βασιλάρας, πάει κι αυτός ο καημένος, σκοτώθηκε ύστερα από λίγο καιρό, μας λέει “ελάτε βρε παιδιά, χτενιστείτε λιγάκι”, “όχι” λέω “δεν χτενιζόμαστε. Έτσι όπως είμαστε: άπλυτοι, αχτένιστοι, έτσι θα πάμε το βράδυ όλοι μαζί”. Ε, μαζευτήκαμε το βράδυ, καταλαβαίνεις τώρα πόσοι γλιτώσαμε!
-.          Πόσοι είχανε σκοτωθεί εκεί;
Μ.        Εκεί δεν ξέρω, πάρα πολλοί.
-.          Γι’ αυτό το ύψωμα έτσι;
Μ.        Γι’ αυτό το ύψωμα, που δεν ξέρω τι σκοπό είχε να το πάρουμε αυτό το ύψωμα, του Προφήτη Ηλία.
-.          Συναντάς μετά το Βασίλη το ‘48;
Μ.        Το ‘48 είμαστε στη Σχολή Αξιωματικών και κοιτάω… ήμασταν σε μια πλαγιά, δεν είχαμε ούτε αίθουσα ούτε τίποτα. Σε μια πλαγιά ωραία καθόμασταν οχτακόσια άτομα και κάτω κάτω ήταν ο δάσκαλος που ήταν από τα ίδια τα παιδιά και μας δίδασκε. Κοιτάω, παρουσιάζεται ο Βασίλης… ο Βασίλης τόσο πολύ μου άρεσε! Βρε παιδί μου, άκου να δεις τώρα. “Πω πω” λέω “τι ωραίος άντρας!“, εγώ που δεν είχα σκεφτεί ποτέ στον καιρό του πολέμου να κοιτάξω αρσενικό. “Τι ωραίος άντρας” λέω “αυτός αν με έπαιρνε, θα τον έπαιρνα”. Άκου Αντώνη.
-.          Εσύ Βασίλη τη θυμάσαι τη Μαρία εκείνη τη μέρα;
Β.         Τη θυμάμαι βέβαια. Δεν θυμάμαι όταν …
Μ.        Ένα κοριτσάκι στα οχτακόσια άτομα……εγώ ήμουν ένα κοριτσάκι μέσα στα οχτακόσια παιδιά. Εγώ όμως από εκεί τον είδα. Αυτό ήταν, δεν ήξερα πως λέγεται, από πού είναι, αν είναι παντρεμένος, αν είναι ανύπαντρος, τίποτα. Πάει, έφυγα μετά το ‘49, όπου το ‘49 τον Απρίλη είχαμε ανεβεί στον πύργο της Θράκαινας με τον Πετρίτη πάλι. Κοιτάω εγώ όπως ήμασταν μες στα ορύγματα, ο Βασίλης ήρθε για να επιθεωρήσει τις θέσεις, που είχαμε οι αντάρτες. Ήταν μαζί με δυο-τρεις άλλους, δεν ξέρω ποιοι ήταν οι άλλοι. Και πάλευε το μυαλό μου όταν τον είδα, λέω “αυτός είναι που είδα όταν ήμουν στη Σχολή“. Αυτό ήταν. Και μετά στην Τασκένδη παντρευτήκαμε.
-.          Στην Τασκένδη βρεθήκατε μετά ένα χρόνο;
Μ.        Μετά από ένα χρόνο, το 50. Μετά παντρευτήκαμε.
Β.         Δηλαδή, πως παντρευτήκαμε. Εγώ είπα “μεγάλος είμαι, θα πάρω καμιά μεγαλούτσικη κοπέλα από αυτές που είδαμε. “ Και λέω “αυτή η Παπαδήμα είναι περίπου μεγαλύτερη από τις άλλες”.
-.          Τι μεγάλη; 19 χρονών ήταν.
Μ.        Τότε ήταν 28.
-.          Α, βέβαια, 19 ήσουν στον ΕΛΑΣ στις αρχές, το 41-43.
Β.         Πάω και τη ρωτάω “θέλεις να παντρευτούμε;“, μου είπε “θέλω” και παντρευτήκαμε.
Μ.        Τι τηλεπάθεια ήταν αυτή!
-.          Έτσι και από τότε Μαρία, μαζί, ο ένας δίπλα στον άλλο.
Μ.        Και αυτή η φωτογραφία εδώ, έτσι ήταν ο Βασίλης. Τότε που τον γνώρισα εγώ ήταν ακριβώς έτσι. Φορούσε μια μακριά χλαίνη μέχρι κάτω..
-.          Εγώ νόμιζα ότι είναι ξανθός ο Βασίλης….
Μ.        Όχι, μελαχρινός ήταν.
-.          Ωραίος;
Μ.        Πολύ ωραίος.
-.          Τον πρώτο πήρες Μαρία.
Μ.        Μα χαζή ήμουν;
-.          Αλλά και εσύ,ε;
Μ.        Όχι και εγώ. Ξέρεις τι τον είπαν εχθές; Πήγαμε να κόψουμε την πίτα στο χωριό μου και του λέει ένας χωριανός μου, χωρίς να τον ξέρω εγώ, χωρίς να με ξέρει εκείνος, “αχ” λέει “Πελοπονήσιοι, μας πήρες το καλύτερο κορίτσι του χωριού μας”.
-.          Τι γνώμη είχες τότε Μαρία για τους αξιωματικούς τους μόνιμους της Σχολής Ευελπίδων;
Μ.        Θα σου πω. Θα στο πω ευθέως και το θεωρώ παράπονο. Είχαμε δεκα δεκαπέντε αξιωματικούς και δεν αξιοποίησαν κανένα στο ποσοστό που του άξιζε. Δεν ξέρω το Βασίλη πού τον είχαν, αλλά είχαν στη Σχολή Αξιωματικών που μας δίδασκαν παιδάκια που μάθαιναν τότε, ενώ αξιωματικούς δεν μας φέρνανε εκεί πέρα. Είχα τη γνώμη πως τους υποτιμούσε ο Δημοκρατικός Στρατός, η ηγεσία.
-.          Τους υποτιμούσε ή φοβόταν;
Μ.        Φοβόταν γιατί ο Γούσιας δεν είχε ιδέα από τίποτα. Τον Παπαγιάννη τον φοβόνταν, τον Βασίλη, τον άλλον, τον άλλον.
-.          Άρα εκείνη η ηγεσία, όχι ο στρατός. Γιατί ο στρατός ήσουν εσύ.
Μ.        Ο στρατός ήμουν εγώ και έλεγα μέσα μου “τι διάολο, δεν έχουμε κανένα μόνιμο αξιωματικό εδώ μέσα και μας φέρνουν τη Μαρίκα τη Σκαφίδα να μας κάνει μάθημα; Εγώ τέλειωσα το σχολείο την 5η σειρά, αυτή την τέλειωσε στην 3η σειρά.”
-.          Παρότι είχαν γραφτεί στο Κόμμα Μαρία και ήταν κομμουνιστές οι ίδιοι;
Μ.        Βέβαια. Βέβαια ήταν κομμουνιστές.
-.          Άρα δεν υπήρξε αξιοποίηση πλήρης των αξιωματικών στο Δημοκρατικό στρατό;
Β.         Μερική.
Μ.        Τίποτα, τίποτα. Ελάχιστα ένα τοις εκατό
-.          Είδες η Μαρία συμφωνεί με αυτό που είπε η Σαράφαινα.
Β.         Τον χρησιμοποιήσανε ο Δημοκρατικός Στρατός, ένα συμμαθητή μου…….τον είχαν διοικητή μεραρχίας, εμένα με είχαν επιτελάρχη αρχηγείου, το Στέφανο τον είχανε με δική τους πρωτοβουλία διοικητή πυροβολικού του Γράμμου, δηλ. τον χρησιμοποίησαν αλλά άλλους δεν τους χρησιμοποίησαν, είχαν δευτερεύουσες θέσεις.
-.          Και εκτιμάς ότι δεν τους αξιοποίησαν γιατί δεν είχαν πλήρη εμπιστοσύνη, επειδή ήταν προελεύσεως Σχολής Ευελπίδων;
Β.         Δεν μπορώ να ξέρω και γω γιατί τους υποτιμούσαν, από συνήθεια ή γιατί είχαν αναδείξει άλλους αξιωματικούς, είχαν αναδείξει αυτούς και τους άλλους εξακολουθούσαν να τους έχουν αναξιοποίητους.
-.          Από τη Νάξο όμως, πήγε εντολή το 47 να φύγουν αυτή η ομάδα του Παπαγιάννη και των υπολοίπων, πήγε εντολή. Με σκοπό και αποστολή ποια, να φύγουν αυτοί οι αξιωματικοί που ήταν εξόριστοι εκεί για να έρθουν και να στελεχώσουν το Δημοκρατικό Στρατό;
Β.         Έτσι αλλά έμειναν όμως εκεί, ανεκμετάλλευτοι, οι υπόλοιποι που μείνανε στη Νάξο, έμειναν εκεί.
-.          Δεν τους πήραν;
Β.         Δεν τους πήραν. Εμείς μπορούσαμε να πάρουμε και άλλους αλλά η εντολή ήταν για δώδεκα.
Μ.        Έτσι που λες. Για τους αξιωματικούς εγώ προσωπικά, όχι επειδή είναι ο άντρας μου αξιωματικός, αλλά γιατί εκτιμούσα τις γνώσεις αυτών των ανθρώπων και έπρεπε να είναι σ’ εκείνες τις θέσεις.
-.          Και τις ικανότητές τους;
Μ.        Και τις ικανότητές τους.
-.          Πως βλέπεις Μαρία τώρα το στρατό εδώ; Πως βλέπεις το ρόλο των αξιωματικών; Με το ΝΑΤΟ, είπες για τον Ευρωστρατό. Πως βλέπεις τους αξιωματικούς που έχεις γνωρίσει τώρα τα τελευταία χρόνια;
Μ.        Να ήμουν τώρα αξιωματικός, δεν θα δεχόμουν ποτέ να πάω σε άλλο κράτος εκτός από το δικό μου το κράτος, να γίνω στρατός, να πάρω τα παιδιά και να πάω να πολεμήσω στο εξωτερικό. Όσο για την Ελλάδα και τη ζωή μου θα την έδινα και το απέδειξα αυτό.
-.          Αυτό όσον αφορά το ρόλο του αξιωματικού εκτός Ελλάδας. Το ρόλο του αξιωματικού μες στην Ελλάδα πώς τον βλέπεις;
Μ.        Τι να κάνει μες στην Ελλάδα; Σου είπα και προηγουμένως πως μες στην Ελλάδα “ότι τους χτυπάν τα νταούλια, έτσι χορεύουν”. Δεν έχει κανένας γνώμη δικιά του. Και πολλοί έτσι δεν έχουν και μεγάλες γνώσεις. Πως γίνεται στο στρατό; Να σου πω την αλήθεια τους χαίρομαι, πήγα μια φορά στο 401 το Νοσοκομείο, μια δουλειά είχα εκεί πέρα, κι όταν είδα απέξω τους στρατιώτες και τις κοπέλες ντυμένες, πόσο ενθουσιάστηκα, παρ’ ολίγο να πάω να σταθώ και εγώ εκεί.
-.          Κοίταξε, αυτή η γενιά τώρα, πιο όμορφη γενιά, και κάθε γενιά, πιο όμορφα παιδιά, πιο καλοντυμένα, πιο ψηλά.
Μ.        Ωραία παιδιά.
-.          Καλοταϊσμένα, δεν είναι σαν κι εμάς.
Μ.        Θέλω να σου πω τα χάρηκα τα παιδιά. Τι φταίει ο στρατός; Η διεύθυνση είναι, πώς τον κατευθύνεις το στρατό. Αυτό είναι το μεγαλύτερό μου παράπονο, που σου λένε “θα στείλουμε τώρα για… ειρηνική στο Αφγανιστάν“. Τι δουλειά έχουμε εμείς να πάμε εκεί;
-.          Θα μου δώσεις μια φωτογραφία;
Μ.        Αυτή η φωτογραφία, έτυχε και βρέθηκε εδώ πάνω, είναι η πέμπτη φορά που παντρευτήκαμε.
-.          Πέντε φορές έχετε παντρευτεί!
Μ.        Πέντε. Μία φορά παντρευτήκαμε στην Τασκένδη. Λέει ο Βασίλης “πάμε να υπογράψουμε κανένα χαρτί” του λέω “δεν πάω εγώ, υπόγραψε εσύ και για μένα”. Οπότε πάει και υπογράφει ο Βασίλης. Μετά όταν ήρθαμε στη Ρουμανία μας λένε “πρέπει να κάνετε εδώ πέρα πολιτικό γάμο“. Πήγαμε και εμείς κάναμε ένα πολιτικό γάμο. Όταν πήγαμε στην Τσεχοσλοβακία και έπρεπε να έρθουμε στην Ελλάδα, ο πολιτικός γάμος δεν μέτραγε και έτσι κάναμε θρησκευτικό. Και κάναμε και ένα θρησκευτικό εκεί, μας έβαλαν να φάμε εκεί… σαν τι ήταν εκείνα;
-.          Στην Τσεχοσλοβακία;
Μ.        Στην Τσεχοσλοβακία. Και με έπιασαν κάτι γέλια. Ο Βασίλης είχε κάτι νεύρα γιατί ήταν ο παπάς εκεί και εγώ δεν τον λογάριαζα.
-.          Γέλαγες με αυτά τα στεφάνια;
Μ.        Ναι, δεν ήταν στεφάνια ήταν…….
Β.         Σαν περικεφαλαίες…..
Μ.        Σαν κορώνες.
Β.         Υπήρχε ορθόδοξη εκκλησία στην Τσεχοσλοβακία σε ένα μέρος….”εκεί είναι” λέει “ένας παπάς ορθόδοξος, να πάτε”. Του λέμε “θέλουμε να παντρευτούμε, θα το αναλάβεις;”, “ναι, θα το αναλάβω”, ήταν αριστερός ο παπάς, καλός.
Μ.        Και μας έβαλε και παλιά ημερομηνία.
Β.         Του λέω του παπά “κοίταξε, εμείς έχουμε παντρευτεί και στην Τασκένδη΄΄…..
Μ.        ΄΄Και στη Ρουμανία……΄΄
Β.         «Αν μας βάλεις καμιά ημερομηνία τέτοια»…, μου λέει “έχω περιθώριο“.
-.          Στάσου Βασίλη, Δε μου λες, την τρίτη φορά που παντρευτήκατε, στην Τσεχοσλοβακία έγινε αυτό; Που γράψατε παλιά ημερομηνία;
Μ.        Ναι, ναι.
-.          Την τέταρτη φορά πού ήτανε;
Μ.        Είχαμε ψευδώνυμο στην Ουγγαρία, στη Ρουμανία.
-.          Και στο γάμο ψευδώνυμο;
Μ.        Παντού. Και μετά για ν’ αλλάξουμε τα ψευδώνυμα κάναμε δικαστήρια, κάναμε ολόκληρες ιστορίες. Τέσσερις φορές παντρευτήκαμε.
-.          Οπότε ξαναπαντρευτήκατε;
Β.         Λοιπόν που λες ο παπάς, εκεί είχανε σκοτώσει τον Γκαουλάϊτερ, τον Γερμανό. Οι…..πατριώτες………επήγαν και κρυφτήκαν στην εκκλησία του Κυρίλλου και Μεθοδίου. Ένας όμως απ’ αυτούς τους πρόδωσε και πήγε στους Γερμανούς και είπε “εγώ ήμουν σ’ αυτούς που εκτελέσανε, κι οι υπόλοιποι είναι κάτω στην εκκλησία” και πήγαν οι Γερμανοί να τους πιάσουν και αυτοί αντιστάθηκαν και έγινε μάχη ολόκληρη, σαν την εκκλησία με τους Γερμανούς τότε, με τους Τσέχους…
-.          Γερμανική κατοχή;
Β.         Ναι, οι Γερμανοί για να τους σκοτώσουν αυτούς, έριξαν νερό και έπνιξαν τους ανθρώπους μέσα στα υπόγεια.
-.          Σ’ αυτήν την εκκλησία που παντρευτήκατε μετά; Τέσσερις γάμοι λοιπόν. Στην Ελλάδα δεν παντρευτήκατε καμιά φορά;
Μ.        Όχι, όχι.
Β.         Επήγαμε τα ντοκουμέντα αυτά και τα αναγνωρίσαμε στη Μονή Πετράκη. Στην Αρχιεπισκοπή της Αθήνας μας δώσανε ληξιαρχική πράξη του γάμου……
-.          Σήμερα τι βαθμό έχεις Βασίλη;
Β.         Ταξίαρχος.
-.          Αναγνωρισμένο από το κράτος;
Β.         Ναι, αναγνωρισμένο κανονικά.
-.          Τη σύνταξή σου την παίρνεις;
Β.         Ναι, ταξιάρχου.
-.          Σαν το Στέφανο, μετά τη δικτατορία;
Β.         Ναι, ναι.
-.          Εσύ Μαρία τι βαθμό είχες στο Στρατό το Δημοκρατικό;
Μ.        Εγώ ανθυπολοχαγός είχα ονομαστεί πρώτα, πριν πάω στη Σχολή, αλλά μετά πήρα και από τη Σχολή το βαθμό… Λίγο η ιστορία πως μπήκα στη Σχολή. Τότε είχαμε τον Κολλιγιάννη και εγώ ήμουν υπεύθυνη στις γυναίκες.
-.          Στις γυναίκες όλου του Δημοκρατικού Στρατού;
Μ.        Όχι, της 8ης Μεραρχίας. Όταν ήταν να πάω στη Σχολή, μου λέει ο υπεύθυνος εκεί “ξέρεις Μαρία, έχεις κάνει στον ΕΛΑΣ τόσες μάχες κλπ, τι θα πάρεις περισσότερο από τη Σχολή; σκεφτήκαμε να μην πας”. Εγώ ήθελα να πάω από τη Σχολή και ξέρεις γιατί ήθελα να πάω; Γιατί μου είπαν τα προηγούμενα παιδιά που ήρθαν από τη Σχολή “εκεί πέρα έρχεται ο Ζαχαριάδης και μας κάνει μάθημα, ο Βλαντάς, ο Γούσιας και μια σειρά άλλων” και εγώ ήθελα να πάω να δω τους αρχηγούς περισσότερο από τη Σχολή. Κατάλαβες;
-.          Κατάλαβα, το καταλαβαίνω.
Μ.        Λοιπόν και μου λένε “δε θα πας“. Σκέφτηκα και γω μόνη μου, δεν είχες και κανένα να ρωτήσεις. Πάω και γω στη σκηνή που ήταν ο Κολιγιάννης. Τώρα ούτε να χτυπήσεις ήταν, του λέω “συναγωνιστή Παύλο, θέλω να σου μιλήσω”, “έλα Μαρία”, αλλά η σκηνή ήταν τόσο μικρούλα, βγήκε αυτός έξω. “Κοίτα συναγωνιστή Παύλο, ήταν να με στείλουν στη Σχολή και δε με στέλνουν. Εγώ θέλω να πάω”, “μείνε ήσυχη Μαρία” λέει “θα πας οπωσδήποτε”. Και έτσι πήγα στη Σχολή. Αλλά πήγα πιο πολύ για να δω τους αρχηγούς και έτσι να γνωρίσω και το Βασίλη.
-.          Είδες για καλό ήταν. Τώρα δε σας ρωτάω τη γνώμη για την ηγεσία εκείνης της εποχής, δεν είναι του παρόντος.
Μ.        Δεν χρειάζεται Αντώνη. ….
**



[1] Βλ. ΒΑΣΙΛΗ ΒΕΝΕΤΣΑΝΟΠΟΥΛΟΥ, «ΠΑΡΩΝ» Μια Ζωή Στην Πρώτη Γραμμή, Συγχρονη Εποχή, Αθήνα 2004,. Νωρίτερα είχε εκδοθεί ένα επιτυχημένο βιβλίο του Παπαγιάννη Στέφανου, Από Εύελπις Αντάρτης, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1991 απ’ το οποίο και ο τίτλος της συνέντευξης εδώ.
[2] Βλ.ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΓΕΡΟΖΗΣΗ, Το Σώμα των Αξιωματικών, Δωδώνη, Αθήνα – Γιάννινα 1996 (τρίτομο) τόμος τρίτος, σ.σ. 759 και 803 όπου παρουσιάζοντας τη σύνθεση του ΕΛΑΣ και ΕΑΜ αναφέρει μεταξύ των άλλων πως συμμετείχαν «…16 στρατηγοί, 34 συνταγματάρχες, περίπου 1500 άλλοι μόνιμοι αξιωματικοί διαφόρων κατηγοριών, 1500 περίπου έφεδροι αξιωματικοί ονομασμένοι πριν τον Απρίλη του 1941…».
[3] Ο Βενετσανόπουλος με το ΄΄δικοί μας΄΄ εννοεί τους Έλληνες που είχαν εκστρατεύσει εναντίον των Μπολσεβίκων στην Κριμαία
[4] Την επιχείρηση αυτή υπό τον Φλωράκη, Μπελογιάννη και Παπαγεωργίου περιγράφει ο Τριαντάφυλλος Γεροζήσης στο πρόσφατα εκδομένο βιβλίο του, Επίλεκτο Απόσπασμα 1ης Μεραρχίας ΔΣΕ Φλωράκη- Μπελογιάννη- Παπαγεωργίου, Γράμμος- Άγραφα- Μουργκάνα Αύγουστος- Σεπτέμβρης 1949,Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2004.Το βιβλίο προλογίζει αλλά και την επιχείρηση κρίνει από στρατιωτικής σκοπιάς ο αντιστράτηγος ε.α. επίτιμος διοικητής στρατιάς και αρχηγός ΓΕΕΦ, Δημήτριος Δήμου. Έχουν αρχίσει σιγά- σιγά αξιωματικοί παραγωγικών σχολών μεταπολεμικοί να ασχολούνται ανοιχτά, να παρουσιάζουν, προλογίζουν κ.λ.π. βιβλία και εργασίες που εμφανίζουν και την πλευρά του ΚΚΕ για τον ΔΣΕ,  ΕΑΜ, ΕΛΑΣ.

Δροσογιάννης (μία συνέντευξη … εκ βαθέων)

Μαρτίου 15, 2013
Συνέντευξη στις 12 Σεπ 2002 με τον Αντιστράτηγο ε.α. Αντώνη Δροσογιάννη (Δ)
DROSOGIANNIS SYNENT

Συνέντευξη Αντιστράτηγου Γ. Καρούσου (Κυπριακό, ΕΟΚΑ Β, Γρίβας Διγενής)

Φεβρουαρίου 22, 2013
SYNENT KAROYS
SYNENT KAROYS B
SYNENT KAROYS C
SYNENT KAROYSOY D
SYNENT KAROYS E
SYNENT KAROYS F TELEYT

Η φοβερή Αντωνίτσα (ακατάλληλο για φανατικούς χριστιανούς kai cia)

Ιανουαρίου 30, 2013
(Αναρτήθηκε στο Λογοτεχνικό καφενείο,  Εκδόσεις Ars Poetica  http://logocafe.blogspot.gr/2013/01/blog-post_30.html)

  

 Η ΦΟΒΕΡΗ ΑΝΤΩΝΙΤΣΑ

Fernado Botero – (1932 – ) – Όρθια Γυναίκα Πίνει – 1999

Η ΦΟΒΕΡΗ ΑΝΤΩΝΙΤΣΑ

(Εδώ δεν παίζουμε οι γυναίκες!!)

Τον κοίταξε πλάγια, ενώ συνέχισε να μιλάει και κείνος σταμάτησε να κάνει πως δεν καταλαβαίνει, αναστέναξε βλέποντας πως το μπουκάλι πλησίαζε στο τέλος του και ξανάβαλε ρακή στο ποτήρι της, όχι μέχρι πάνω όπως την πρώτη φορά που τον προσγείωσε, Μα καλά στο χωριό σου πίνετε τη ρακή ανέρωτη χριστιανέ μου και γιατί κοκκινίζεις σαν κοριτσόπουλο, μου φαίνεται πως παραείσαι ντροπαλός, εμ βέβαια, πώς το ‘πες εκείνο τ’ άλλο…αα σώγαμπρος, μ’ αρέσει τουτονά, τέτοιος είναι κι ο δικός μου, η κολώνα του σπιτιού μου, ακριβώς σώγαμπρος και γι’ αυτό τα σώβρακά του τα πλένει ο ίδιος αφού είναι χεσμένα μόνιμα, λοιπόν, στο εξής το ποτήρι μέχρις εδώ, γκαίκε; Εν τάξει Αντωνίτσα, βάζεις νερό δηλαδή, Ναι βάζω νερό, ο κύριος δηλαδή δε βάζει νερό στη ρακή του, την πίνει ανέρωτη ο άντρας, μη χέσω…
Κατέβασε με μία το μισό της ποτήρι και τον κατσάδιασε πάλι ανάβοντας μια τσιγαρούκλα απ’ τη γόπα της προηγούμενης, Κοίτα να σου πω άνθρωπέ μου, αν θες να μην έρχομαι σπίτι της γυναίκας σου, επαναλαμβάνω, στο σπίτι της γυναίκας σου, να μου το πεις καθαρά να κάνω κουμάντο με την κυρά σου, αλλιώτικα το δικό μου το σταχτοδοχείο να μην τ’ αδειάζεις κάθε τόσο, σύμφωνοι, Μα Αντωνίτσα μυρίζει…Τ’ αρχίδια της κολώνας του σπιτιού μου βρωμάνε και δε μ’ αρέσει, ο κώλος σου μπορεί να βρωμάει, το πράμα μου επίσης και δε μ’ αρέσει, μα η μυρωδιά απ’ τα δικά μου τσιγάρα εμένα μ’ αρέσει, αν εσένα σου πέφτει βαριά να μη με καλούσες για πιοτό, ρακή χωρίς τσιγάρο είναι γαμήσι με προφυλακτικό, λοιπόν που λες Μενεμένη μου, στράφηκε στην ιδιοκτήτρια του σπιτιού ξεχνώντας στην κυριολεξία τον κατ’ όνομα αρχηγό της οικογένειας, εκεί που σκούπιζα το δημόσιο δρόμο, ξέρεις, κάτω από μένα στου ταξιτζή του Μαρίνου, για ν’ ασπρίσω μετά τις γαμημένες τις πέτρες όπως έκανα κάθε χρόνο που να μην έσωνα η μαλακισμένη, και πού να ρίχνω τα γαμημένα τα σκουπίδια και δεν εννοώ αυτά που κάθε μαλάκας πετάει περνώντας με το κωλοτροχοφόρο του, που να μη σώσει, εννοώ τα υπόλοιπα, ξέρεις, φύλλα, κλαράκια, χώμα τέτοια πράματα οικολογικά δηλαδή, πού να τα πηγαίνω λοιπόν η μαλάκω, τα ‘ριχνα από κάτω στης αποτέτοιας πώς τη λένε την αγάμητη, στης Λιάδαινας, βγαίνει η κυρία και τι κάνει που λες εσύ, συγκρατήσου, μου κάνει παρατήρηση, αν θες το πιστεύεις, παρατήρηση μου κάνει η σκρόφα, να με σχωρέσουν οι γουρούνες για την προσβολή, παρατήρηση το βρωμόμουνο, μάλιστα, Μωρή, της κάνω, το χωματάκι και τα φύλλα είναι λίπασμα, και στο μουνί σου μπορείς να τα ρίχνεις μπας και ξεμπαϊριάσει και σε γαμήσει κάνας στραβός τέτοια μούτρα που ΄χεις, λίπασμα είναι μωρή και δεν τα ρίχνω στο οικόπεδό σου, τύφλα, έ τύφλα, τα ρίχνω στην άκρη που ‘ναι της κοινότητας όρνιο, εσένα μωρή δε σου φτάνει φυσιολογικός πούτσος για να στρώσεις, εσύ χρειάζεσαι κατ’ αρχήν κομπρεσέρ για ν’ ανοίξει τ’ αραχλιασμένο σου και μετά έναν αράπικο να σου μπει από κάτω και να βγει απ’ τ’ αυτιά σου, κωλόμουνο του κερατά, άκου να μου πει εμένα της Αντωνίτσας, να μη σκουπίζω το δημόσιο δρόμο, αμ και την Ομόνοια θα πάω να σκουπίσω άμα μου καυλώσει, άι στο διάολο με σύγχυσε το ξυλάγγουρο… εσύ τι περιμένεις, δε βλέπεις που δεν έχει τίποτα το ποτήρι, είσαι και τσιγκούνης από πάνω μου φαίνεται, είναι Μενεμένη μου έτσι ή κάνω λάθος;
Λοιπόν δε σου ‘πα τ’ άλλο με την παιδική χαρά, τι φταίω Παναγιά μου Καριώτισσα να μου τυχαίνουν εμένα όλα τα στραβά, τι φταίω π’ αγαπάω το χωριό μου και τα θέλω όλα τέλεια, τέλος πάντων, είχαμε κανονίσει με το σύλλογο το οικοπεδάκι εκεί στη διασταύρωση, ξέρεις που ‘ναι δίπλα η χάρη του ο Ονούφριος, το ‘χαμε συμφωνήσει με τον Αμερικάνο τον αδερφό του κουμπάρου του παππού σου…Εννοείς τον Χρήστο τον Τσίχλα, τόλμησε να πει μια λέξη ο σώγαμπρος, Μπα, ξύπνησε το παιδί και μάλιστα χωρίς κοκκίνισμα, ναι αυτόν εννοώ, πού τον ξέρεις εσύ, τέλος πάντων, ο άνθρωπος παρέμεινε καλός χωριανός μόλο που ‘λειπε τριάντα χρόνια, γύρισε και τίποτα δεν είχε αλλάξει πάνω του, μας το ‘δωσε το οικοπεδάκι να το καθαρίσουμε, να βάλουμε κάνα παιγνίδι να ‘ρχονται τα μούλικα να παίζουν, μ’ έπιασες, δεν είχαμε, όπως ξέρεις, όχι παιδική χαρά αλλά ούτε αίθουσα για τα πανηγύρια, ακόμα και η σκεπή στην εκκλησία μας είχε βουλιάξει, όλα τα φτιάξαμε και γω η ηλίθια σημαιοφόρος να πούμε, ένα μήνα μπροστά και δέκα μέρες μετά τα πανηγύρια εκεί να δουλεύω νύχτα μέρα ο μαλάκας, και να βγαίνει ο άλλος ο τρόμπας, ξέρεις ο ψιλλικατζής μωρέ πώς τον λένε τον σαχλαμπούχλα, τέλος πάντων θα θυμηθώ, βγαίνει ο δικός σου να μου πει πως η άκρη από το οικόπεδο ήταν δικιά του, πως την καταπατήσαμε του παπάρα, το ‘πιασες, αμ’ δεν του χαρίστηκα του κλαπαρχίδα, τον έπιασα απ’ το λαιμό και του ‘δωσα να καταλάβει, Ρε παπάρι, του λέω, δικιά σου είναι η γωνία είπες, να την πάρεις ρε όρνιο του κερατά, να την πάρεις να τη βάλεις στον κώλο σου κωλόπουστα, κι άμα ψοφήσεις θα σε χώσουμε εκεί και θ’ αφήσουμε την ψωλή σου απόξω, να ‘ρχονται οι χήρες και οι πεινασμένες να κάθονται πάνω μαλάκα που μου περνιέσαι για γκόμενος κόπανε, άι στο διάολο με σύγχυσε ο τρίχας, το ‘παιζε και ντιντής ο τύπος, κατάλαβες, το ‘παιζε τζόβενο ο κωλόγερος…
Παιδί μου εγώ με τις γριές την είχα καταβρεί μα… καλά δεν έχετε ρακή σ’ αυτό το σπίτι, έλα Παναγία μου, την άλλη φορά θα φέρω τη δικιά μου, ααα δεν τρώγεσαι κύριε, δεν τρώγεσαι, για κέρνα και στέγνωσα, ορίστε μας…. μ’ άρεσε μωρέ Μενεμένη μου να τις φροντίζω τις καημενούλες, τους έκοβα τα νύχια, τους έπλενα τα πόδια, τους πήγαινα κάνα πιάτο φαΐ, τέτοια πράματα, ξεσκόνιζα καμιά φορά στις γιορτές τα σπίτια τους, είχα δυο τρεις τέτοιες, πιάνω λοιπόν μια μέρα τη θεια μου τη Γαρέφω, έλα μανίτσα μου, της κάνω, έλα να σου πλύνω τα πόδια να κόψω τα νύχια σου που ‘χουν γίνει πέτρα και τρύπησαν κακομοίρα μου τις παντόφλες σου, ζεσταίνω νερό και της τα ‘πλενα μέχρις εδώ κάτω απ’ τα γόνατα, μωρή θειά, της λέω μια και φτάσαμε εδώ δεν πάμε και παραπάνω να το φχαριστηθείς, δεν ήθελε παρακάλια, την έγδυνα κι έκανε σαν κοριτσόπουλο, Έχεις δει Αντωνίτσα μου γριομούνι, μου κάνει και γω έμεινα, ποτές της δεν έβγαζε άχνα για τέτοια, ποτές της, δεν έχεις δει έ, τότε λοιπόν μην τρομάξεις, μου ‘κανε καλαμπούρι η γριούλα, αμ τι νομίζεις εσύ, η γυναίκα κύριε, μένει πάντα γυναίκα, ενώ εσείς οι άντρες πια, ας μη σας είχαν τα σκέλια μας ανάγκη και στο πατιρντί για ντουφέκια και σου ‘λεγα γω, άντε μην πω τίποτα και κοκκινίσεις πάλι…
Τι μου ‘βαλες εδωνά, σε κούπα ρακή, μπράβο και σ’ αποπήρα, Τσάι είναι Αντωνίτσα, τσάι γιατί άμα πας βρωμώντας ρακή θα σε πετάξει έξω ο καλός σου, Θα με πετάξει έξω, είπες, η κολώνα του σπιτιού μου, καλά εσύ από πού μας ήρθες, εδώ κύριε είναι Νικαριά δεν το ‘χεις καταλάβει ακόμα, εδώ είναι Ν ι κ α ρ ι ά, και δεν παίζουμε οι γυναίκες…
ΑΝΑΡΤΉΘΗΚΕ ΑΠΌ THOMAS ΣΤΙΣ 6:00 Π.Μ.

Φτού σας καρεκλοκένταυροι!!

Ιανουαρίου 1, 2013
Και όμως συνέβη
(Φτου σας κακό που μας βρήκε!)
Κατέφτασε πριν προλάβει να ντυθεί δυο η ώρα τη νύχτα, πήρε απ’ το χέρι τη γυναίκα και σα να ‘τανε μάνα του την οδήγησε όλο στοργή στο νοσοκομειακό, ξεκίνησε οδηγώντας σαν Παναγία να πούμε και κάθε τρεις και λίγο γύρναγε να δει, ανησυχούσε, νάσου και το τηλεφώνημα, Πού είστε τώρα, πώς είναι η κυρία, όλα καλά, ρωτούσε λεπτομέρειες ο εφημερεύων, άλλο πάλι και τούτο…
Όχι κύριε, όχι, πληρώνομαι, είναι δουλειά μου, σας παρακαλώ, αρνήθηκε να πάρει το κατιτίς ο οδηγός με την τόση φροντίδα, με την καρδιά του πρόσφερε ο ασπρομάλλης ηρεμότερος στον πανικό του, έτσι έχει μάθει ν’ ανοίγει δρόμους, εδώ όμως γιατί; Δαγκώθηκε σαν πήρε το μάθημα…
Τους παρέλαβε στην πόρτα ο νέος που ‘κανε το αγροτικό του, με τη σειρά του τα ‘δωσε όλα αρχίζοντας να εξετάζει, να ρωτάει χίλια δυο, ν’ αφουγκράζεται τη φωνή του σώματος, να περιποιείται, να ζητάει συγγνώμην για την απειρία που ούτε κατάλαβε κανείς απ’ το ζευγάρι, να καθησυχάζει, να εξηγεί τι ακριβώς πρόκειται να κάνει, να τους έχει καλμάρει και τους δυο στον πανικό τους και στο τέλος η γνωμάτευση που αποδείχτηκε σωστή, αμέε, στο ενδιάμεσο να ‘ρχονται τα κορίτσια της βάρδιας για βοήθεια, τη μία η υπεύθυνη του ορόφου, άλλη να ρωτήσει αν όλα πάνε καλά, νάσου και στο τηλέφωνο κάποιος από τους μεγάλους να ενημερωθεί, να δώσει παραπάνω οδηγίες…και το πρωί;
Ε ρε και τι έγινε το πρωί, απ’ τα χαράματα κατέφτασαν οι μέλισσες, γιατί σε μελίσσι αποδείχτηκε πως είχαν καταφύγει, όλη μέρα το ίδιο γινότανε παρακαλώ κι όχι μονάχα τις εργάσιμες ώρες, τι να περιγράψεις…
Πόσο χρόνων είστε είπατε, Αντράλα έχει γιατρέ μου, μπήκε στη μέση ο κύριος όλο μέριμνα, πάγια τακτική αλλά  τι ήθελε κι ανακατεύθηκε; Μη μιλάτε σεις, άκου αντράλα, τι ‘ναι πάλι τούτο, πόσο είπατε πως είστε κυρία μου, Δεν είπα, είμαι… εξήντα έξη, Μην την ακούς γιατρέ εξήντα επτά είναι τι εξήντα έξη, αφού… Μπα μπελάς, ποιος σας ρώτησε μου λέτε, ορίστε βάλαμε και εισαγγελέα, για έλα δω κούκλα μου εσύ, για ξάπλωσε κι άσε ήσυχη τη νυχτικιά, έτσι μπράβο, μεταξύ μας έχουμε κάνα δυο κιλάκια παραπάνω έ;
Έ όχι και δυο, όχι και δυο, πάλι ο ασπρομάλλης που χόρευε σε κάρβουνα όλη τη νύχτα, γιατί δε λέτε δέκα δυο για να μην πω είκοσι δυο, όχι κι έτσι γιατρέ μου, όχι τέτοιο κανάκεμα, Σιωπή είπα θα σας βγάλω έξω, το κορίτσι μας κάνει και δίαιτα, δεν τα λέω σωστά, Σωστά γιατρέ μου πολύ σωστά τα λέτε, κάθε εξάμηνο αρχίζω και μια καινούργια η κακομοίρα, Χμμμ έτσι έ, για να δούμε λοιπόν, για να δούμε…
Συνέχισαν τις εξετάσεις και αίματος και υπέρηχους και ακτινογραφίες εδώ και κει και ναα οι φροντίδες, όχι πως κάνανε τίποτα παραπάνω, σ’ όλους το ίδιο φέρονταν τα θηρία, να νομίζεις πως είσαι σε… δεν πάει ο νους μου πουθενά με τόσα χαϊδολογήματα, και να μη βλέπεις ασπροντυμένο να κάθεται, οι νοσοκόμες λίγες αλλά να σκίζουν, οι βοηθητικοί στο τρέξιμο, οι καθαρίστριες με το γέλιο, ροδάνι η γλώσσα και στιγμή να μη σταματάνε να παστρεύουν κι αυτές το παμπάλαιο κτήριο, φανερές οι ελλείψεις σε προσωπικό, όσο για υλικά… ό,τι ήταν απαραίτητο όμως εμφανιζόταν εκεί που ‘πρεπε τη στιγμή που το θέλανε, όχι σε αφθονία, όχι τέτοια πράματα, αλλά νοικοκυρεμένα, πουθενά το μπάχαλο που λένε για τα κρατικά, άντε από κει ρε, άντε από κει πέρα, ας είναι καλά το φιλότιμο…
Έτσι προχώρησε όλη η υπόλοιπη νύχτα με κάνα λυγμό που και που κι απ’ το ξημέρωμα μέχρι το μεσημέρι που τους αποδέσμευσαν με καθαρές οδηγίες, Έχετε αυτό και δεν έχετε τ’ άλλο, θα πάρετε αυτά, να προσέχετε τούτο και κείνο, θα ξανάρθετε αύριο πρωί κι άμα λέμε πρωί όχι μετά τις οκτώ, εμείς εδώ θα ‘μαστε και θα σας δούμε πριν το χειρουργείο, αλλιώτικα θα περιμένετε, εν τάξει, Εν τάξει γιατρέ, καλά να ‘στε, τον κοίταζε με μια εμπιστοσύνη η παθούσα, έσκιζε ο δικός μας, να πάτε και στον Ορυλά, έσκισε κι ο Ορυλά, άψογο το ακτινογραφικό, το μικροβιολογικό, κουβέντα δε θέλω ν’ ακούσω για την υποδοχή, τη γραμματεία, τα εξωτερικά, τα εσωτερικά τα πάνω και τα κάτω… κι όλοι τους νέοι κι όμορφοι, κι οι πιο ώριμοι όμορφοι κι ωραίοι είναι κι αυτοί, άσε πια τις γυναίκες, σε φιλεύουνε νιάτα και δροσεράδα με το να σε κοιτάξουν, τα ‘χει ρε παιδάκι μου το νησί αυτά τι να κάνουμε δηλαδή, όχι παίζουμε!
Νύχτα καταφτάσανε το επόμενο πρωί οι δυο ασπρομάλληδες, Μα τι κουβαληθήκατε χαράματα, Μας είπε πριν το χειρουργείο, είναι και αυστηρός, Καλά αυτοί βρίσκονται  δω από ώρα, αλλά… υποσχέθηκε πως θα σας δει, έτσι κάνει κι αυτός κι οι άλλοι, τέλος πάντων, περιμένετε δυο λεπτά να ειδοποιήσω πως είστε δω…
Ο γιατρός με τη λίγη φαλακρίτσα, το ‘δειχνε πως του ‘λειπε ύπνος… Εσείς θα κάτσετε κειδά και… μιλιά έτσι, ήθελε να ζεστάνει την ατμόσφαιρα ο ασπρομάλλης, Μα έλεγα… Δε λέγατε τίποτα, καθίστε είπα και χάρη σας κάνω που σας αφήνω μέσα, ορίστε κούκλα μου εσύ, πώς κοιμηθήκαμε, είχαμε τίποτα, ωραία, και με το αυτό και το αποτέτοιο πώς πήγαμε, Χμμμ καλά, Ωραία, τώρα ακούστε με…
Εκεί πάνω εμφανίστηκε η άλλη κυρία, αδύνατη, φινετσάτη, όρεξη για συζήτηση, μα τι συζήτηση, Μάρκο τι έγινε με κείνο, ααα καλημέρα, δεν σας πρόσεξα με συγχωρείτε, δυο λεπτά να πω κάτι στο γιατρό, μα… τι ‘ναι τούτο το κουτί ρε συ Μάρκο, σαν… μου φαίνεται, Όχι καλέ, είναι για τις λαπαροσκοπήσεις, να δεις τι έκανε ο δικός σου, σκίζει Μαρία, σκίζει ο τύπος, δούλευε όλη μέρα να το μοντάρει, πρόσεξε πώς τ’ ανοίγεις, ξέρεις πόσο κάνει καινούργιο, με δυόμιση χιλιάδες δεν το παίρνεις κι έκατσε κι έκανε τα δικά του τα πατεντάδικα και στο τέλος το βόλεψε στο κουτί που βλέπεις, μα δεν σου ‘πα μην το πειράζεις, Να το δω βρε Μάρκο, αποκτήσαμε τέτοιο πράμα, να το χαρώ και γω, μπράβο… δεν έκρυβε τη χαρά της η γιατρίνα που αποκτήσανε και τέτοιο! Τ’ αξίζει το καμάρι μας το μπράβο και τι κόστισε να δεις, ούτε μεροκάματο, το ‘φερε αργά στις έντεκα κι αν θες το πιστεύεις, το χρησιμοποιήσαμε μέχρι τη μία το βράδυ, να ‘βλεπες δουλειά που βγάλαμε…
Έβγαλε δουλειά ο Μάρκος με τη λίγη φαλάκρα, ο άνθρωπος που στιγμή δε σταμάταγε κι όσο μίλαγε με τη Μαρία κοπάναγε τον υπολογιστή, απάντησε και σε δυο τηλεφωνήματα, οχτώ η ώρα το πρωί παρακαλώ σ’ ένα δωματιάκι ζεστό όχι από τ’ ανύπαρκτο καλοριφέρ μα απ’ τις ματιές και τον καλό λόγο των ανθρώπων στο παμπάλαιο κτήριο στον Άγιο, να βλέπεις, ν’ ακούς και να μην πιστεύεις πως είσαι σε κρατικό, μάλιστα κύριε, σ’ ένα μικρό, κρατικό, επαρχιακό νοσοκομείο που σκίζει γαμώ το μου, σκίζει και θένε να το λιανίσουν που να μη σώσουν, ξέρω γω όμως γιατί το κάνουν, γιατί εδώ είναι όλοι τους άνθρωποι για να μην πω κιόλας πως είναι κόκκινοι οι περισσότεροι, άλλο τι ψηφίζουν μερικοί, μάλιστα γι’ αυτό το κάνουν, πάντα τούτο το νησί το ‘χαν στο μάτι οι άρχοντες, επειδή… άντε μη με πουν κολλημένο πάλι…
Γιατρέ να σας εκμαυλίσω με … Να μη μου κάνεις τίποτα γιατί εδώ μ’ έχεις φτάσει, Σας έφερα ένα βιβλίο να το δώκετε στη σύντροφό σας, Ααα βιβλίο, γλύκανε, ποια σύντροφό μου κύριε, στην Πάτρα είναι η γυναίκα μου, το ‘χουμε κάνει δίπορτο και να σας εξηγήσω τι έγινε, Έτσι κι αλλιώς, λέει η αφέντρα μου, δε σε βλέπω μέρα μα συχνά ούτε και νύχτα, ας βγάλω το πανεπιστήμιο, πτυχίο λοιπόν η δικιά μου, από κοντά το μεταπτυχιακό,  έχει ξεκινήσει διδακτορικό και βλέπουμε, πιο συχνά ξέρετε βλεπόμαστε τώρα παρά σαν ήταν εδώ, να σκεφθείτε ξεκινάω να τη φλερτάρω απ’ την αρχή κάθε φορά, θα της δώκω το βιβλίο όμως όπως το ‘πατε, να ‘στε καλά, αλλά να μην πειράζετε τη φίλη μου, να μην λέτε την ηλικία ούτε τα κιλά της, την πληγώνετε να πάρει η ευχή να πάρει…
Ικάριος είστε γιατρέ, Γιατί ρωτάτε, εσείς δεν είστε από δω, Δυστυχώς είμαι σώγαμπρος απ’ τα Χάνια ο κακομοίρης, Ααα τον καημένο, έ και τι πειράζει, Πάντα έτσι δουλεύετε εδώ οι σκλάβοι, Να τύχει καλοκαίρι να δείτε τι γίνεται, χαμός και λένε να το κάνουν ιατρικό κέντρο, να μας σβήσουν δηλαδή, με αίμα το στήσανε οι φευγάτοι της Αδελφότητας απ’ την Αμερική και τώρα πού νομίζετε σεις πως λένε οι άρχοντες απ’ την Αθήνα και την τρόικα στους ντόπιους να πηγαίνουν, αλλοπαρθήκανε οι ανθρώποι με το κακό που μας βρήκε, να τρέχουν στην ανάγκη παρακεί στο μεγάλο νησί τους λένε, κι άμα έχει δηλαδή καιρό όπως τον περισσότερο χρόνο, τι να κάνουν, κολυμπώντας να πάνε… έλα Παναγία μου, δεν καταλαβαίνω τι καρεκλοκένταυροι τα σχεδιάζουν αυτά, σίγουρα ξέρουν τι έχει να γίνει εδώ αλλά στα τέτοια τους, άσε τους λουόμενους που πλημμυρίζουν τον τόπο με την ελπίδα να γιατρευτούν από χίλια δυο, εκεί να δεις προβλήματα…ούτε να το σκέφτομαι θέλω πόσοι θα…  φτού γαμώ το μπελά τους… ευτυχώς ξεσηκωνόμαστε με το καλό… εν τάξει, όπου να ‘ναι…
Πήρε την καλή του απ’ το χέρι να φύγουνε, Και είπαμε, όχι απότομα τις στροφές έτσι;

Τα θέλετε… τ’ ακούτε… και μην πείτε στ’ αρχ…ια μας!

Δεκεμβρίου 25, 2012
«Άντε και γαμηθείτε» τους είπε ένας στρατιωτικός
Όταν αναγκάζουν αξιοπρεπείς αξιωματικούς να βγουν από τα ρούχα τους και να λένε για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου μας «άντε και γαμηθείτε»,
Όταν μας εντάσσουν στα «ειδικά μισθολόγια» υπονοώντας πως είμαστε από τους καλά αμειβόμενους όπως π.χ. οι δικαστικοί, και μας ρημάζουν στη συνέχεια ακριβώς επειδή μας διατυμπανίζουν ως «ειδικών μισθολογίων»,
Όταν οι κυβερνώντες αρχηγοί των τριών Κομμάτων και ο αρμόδιος  υπουργός εθνικής άμυνας, αυτοδια-ψεύδονται πως δε θα μειωθούν άλλο οι συντριμμένες ήδη συντάξεις των στρατιωτικών,
Όταν μας θεωρούν δεδομένους και ακίνδυνους (και όχι μαλάκες, όπως κραυγάζει συνάδελφος), στις αντιδράσεις και την ψήφο μαζί με την υποστήριξή μας,
Όταν εκτιμούν πως παρακολουθούμε χωρίς σθεναρή αντίδραση τις αφαιμάξεις, την κλοπή των ταμείων μας, την άλλη κλοπή των ομολόγων αυτού του κράτους ληστή και απατεώνα,
Όταν αυτό το κράτος ληστής/απατεώνας υπό την διαχείρισή τους προστατεύει τη φοροκλοπή, τη νομότυπη φοροδιαφυγή των πλουσίων και την παράνομη των υπολοίπων και εκτιμούν επίσης πως ως λειτουργοί του εποικοδομήματος απλά κοιτάζουμε αλλού,
Όταν γράφουν στα παλιά τους παπούτσια τις επιπτώσεις στο ηθικό άρα και στην άμυνα της χώρας από την εξαθλίωση στρατιωτικών,
Τότε είναι αυτοί υπεύθυνοι που καθυβρίζονται ανοιχτά, ωμά και με οργή από τους απελπισμένους για την απαξίωση… αυτοί είναι υπεύθυνοι γιατί σπρώχνουν  τους περισσότερους στρατιωτικούς και τις οικογένειές τους μακριά από τα Κόμματά τους και (δυστυχώς λέω εγώ) προς τα δεξιά τους και ακόμα πιο πέρα και όχι αντίθετα…

Καινοφανής τρόπος αντιμετώπισης της κρίσης- ο αργαλιός!!

Δεκεμβρίου 23, 2012
07/02/81
Η ΜΑΝΑ ΓΙΑ ΤΑ ΥΦΑΝΤΑ
(ΜΑΛΛΙ-ΝΗΜΑ-ΑΡΓΑΛΙΟΣ)


-     : Μάνα;
Π   : Έλα. Πες το ν’ ακούσω. Σαν τι να θες.
-   : Θα μας πεις πότε κουρεύανε τα πρόβατα;
Π   : Μμμ τα κουρεύανεεε.. ξέρω ‘γω, το Μάη; Το Μάη τα κουρεύανε. Μαζί και τα γίδια; …Το μαλλί το τράγιο είν’ ακριβότερο. Είν’ ακριβότερο απ’ το πρόβειο, γιατί δεν έχ’ … το μαλλί το τράγιο δεν έχ’ βρωμιά, γιατ’ εκείνη η τρίχα η άγρια πλένεται, καθαρίζεται με την πρώτ’ φουρνιά, ενώ το πρόβειο είναι μαλακό το μαλλί και βαστάει …
Κ   : Ναι, το μαλλί αιγός  που έχω μία μπλούζα και της Βάλιας δύο και το έχω πληρώσει πεντακόσιες δραχμές πριν από … πόσα να σου πω; Δέκα χρόνια. πεντακόσιες δραχμές το κιλό!
-   : Επειδή είναι πιο καθαρό ή επειδή είναι πιο γερό;
Π   : Επειδής είναι καθαρό. Πολύ καθαρό. Το μαλλί το τράγιο εμείς δεν το μεταχειριζόμασταν
-   : Στις καπότες δε βάζανε …
Π   : Τράγιο…Βάζουμε το πρόβειο στο στημόν και τράγιο στο …
-   : Στάσου, στάσου Μάννα. Εγώ δεν τα καταλαβαίνω αυτά τώρα. Για πες μου καταρχάς με το μαλλί. Τα κουρεύουν τα πρόβατα, μετά τι γίνεται;
Π   : Το μαλλί τι θα γίν’; Θα το πάρνει και θα το πλύνννει εκείν’ π’ θέλνει να το δουλέψνει. Θα βράσνει το νερό …κι αυτό το βουτάς μέσα, αφού το τινάξεις πρώτα να πέσ’ καμπόσο χώμα, γιατί το πρόβειο είναι βρώμκο πολύ, το τινάζνει και το βουτάνε μέσα στο νερό. Μέσα στο καυτό νερό, πολύ καυτό νερό… και το βγάζνει, με τον κόπανο τα βγάζαμε μείς το μαλλί
-   : Ο κόπανος είναι εκείνο το ξύλινο που χτυπάγαμε τα ρούχα;
Π   : Και το βάζνει απάν’ σε μια μεγάλ’ ίσα πέτρα ή σε σκαφίδα. Ατόφια σκαφίδα όμως, όχ’ εκείνα κεί …
-   : Πέτρινη ή ξύλινη;
Π   : Άμα έχς, πέτριν’, άμα δεν έχς, ξύλιν. Κορίτα τ’ λέγαμε μείς.
-   : Οι κορίτες ήτανε μόνιμα στη βρύση όμως δεν μετακινιόντουσαν.
Π   : Όχ’, εμείς κορίτες λέγαμε αυτές τις ξύλνες, την ατόφια από κορμό πλάτανου … Σκαμμένο ναι, τς κουφάλες αυτές, μονοκόμματες. Τ’ άλλο είναι σκαφίδ με σανίδια φτιασμένο... Λοιπόν το βάζω μέσα στην κορίτα αυτό και το κοπανάμε, το κοπανάμε κι αυτό αφρίζ’ σαν να βγάζ’ σαπουνάδα. Το κοπανάμε, το κοπανάμε και το νερό αυτό το ξαναρίχνουμε μέσα στο καζάν’ και βουτάμε άλλα μαλλιά και τα ξανακοπανάμε. Δυό φορές το βουτάμε μέσα στο νερό για να καθαρίσ’. Στο ίδιο νερό.
-   : Αυτός ο αφρός είναι βρώμα;
Π   : Αυτό είναι βρώμα αλλά καθαρίζνει τα πάντα μ’ αυτό το νερό. Πλένουμε και ρούχα. Ας πούμε όταν πλέναμε εμείς τα μαλλιά, πλέναμε κι αυτά τα βρώμκα που πατάγαμε κάτ’. Τη βγάζ’ τη βρωμιά, εκείν’ εκεί η βρώμα βγάζ’ τν άλλη βρώμα.
-   : Πως εξηγείται αυτό; Η βρώμα από το μαλλί δηλαδή;
Π   : Ναι. Το πίνο, αυτό. Πίνο το λέγαμε μείς, σαριγιά το λένε στα χωριά, στα χωριά τς Καρδίτσας το λένε σέρα, σέρα. Πίνο το λέγαμε στη Γραβιά … Σαριγιά ή σέρα στην Καρδίτσα.
-   : Ωραία λοιπόν το ξαναβάζεις …
Π   : Αυτό λοιπόν … με τ’ βρωμιά αυτή βάφνει τα νήματα και δεν πέφτ’ η μπογιά ποτέ. Μ’ αυτό το νερό το βρώμκο… Ίσα – ίσα άμα έχ’ σαπουνάδα παίρν’ το ρούχο πολύ εύκολα τ’ βαφή. Αλλά να βάλς πάνιν’ μπογιά όχι μάλλιν’. Να βάψεις τα νήματα, να βάλς πάνιν’ μπογιά.
-   : Στάσου τώρα να ξαναγυρίσουμε στο μαλλί.
Π   : Θα το βουτήξνει δύο φορές μέσα στο νερό το βραστό που ‘ναι στο καζάν’, θα το κοπανάνε. Θα το κάνουμε έτσ’ – έτσ’ για ν’ ανοίξνει ν’ αυτόσνει και τα πετάμε κεί στην άκρη μέχρι να πλύνουμ’ όλα τα μαλλιά. Τα ρίχνουμε σε μια μεγάλ’ λεκάν’ ή κάτ’ στο τσιμέντο άμα είναι καθαρό και μετά αυτά τα ξεβγάζουμε στο κρύο νερό πολύ καθαρά. Άμα είναι σε ποτάμ’ πολύ καλύτερα. Ναι στο ποτάμ’ ή σε μεγάλ’ βρύσ’ αν έχς. Κι εκεί στο ποτάμ’ τώρα για να μη μας φεύγνει τα μαλλιά κάναμε με πέτρες έτσ’ … Γύρω γύρω ας πούμε. Και μαζευόταν το νερό κι έφευγε το νερό. Και τα πλέναμε, τα πλέναμε καλά, τ’ ανοίγαμε έτσ’ – έτσ’ μέσα στο νερό, τότε θέλνει άνοιγμα – άνοιγμα για να ξαίνονται καλύτερα όταν τα δουλεύουμε στο λανάρ’, στα χέρια. Τα βγάζουμε, τα καθαρίζουμε, τ’ απλώνουμε, τα στεγνώνουμε απάν’ σε σήτες, σε φράχτες, σε σχοινιά άμα είναι … Αυτά άμα είναι μακριά τα μαλλιά, μονοκόμματα, όπως είναι το κομμάτ τ’ απλώνς απάν’ στο σύρμα, στο σχοινί.
-   : Πιο κομμάτι εννοείς; Που έχει βγει από το πρόβατο;
Π   : Από ‘να πρόβατο, ναι. Πόσα κομμάτια πήρες; Πήρα δέκα κομμάτια, πήρα είκοσ’ κομμάτια …
-   : Δεν ξεχωρίζουν αυτά δηλαδή; Δε διαλύεται το μαλλί;
Π   : Διαλύεται όταν είναι κοντό το μαλλί, όταν δεν είναι μακριά που ‘ναι στο πρόβατο.
-   : Ποιοι είναι καλύτερο, το κοντό ή το μακρύ;
Π   : Το κοντό … το μακρύ είναι λίγο αγριωπό όμως, άγριο το μακρύ. Και βγάζ’ το στημόν’. Το στημόν’ για τς φλοκάτες ή και το φλόκο ακόμα. Στο φλόκο θέλ’ να ‘ναι ανακατωμένο. Τουτονά, αυτό. Αυτό είναι το φλόκο που εξέχ απ’ τη φλοκάτη. Αυτή η τρίχα. Το στημόν’ όμως που βάζουμε στ’ αντί γίνεται απ’ το μακρύ μαλλί. Τότε π’ τα καθαρίζαμε …
-   : Και αφού στεγνώσει τώρα τι γίνεται μετά;
Π   : Μετά τα καθαρίζουμε, τα ξαίνουμε, τ’ ανοίγουμε…Αυτά έχνει κολτσίδα απάν’, έχνει αγκάθια, έχνει … πολλά πρόβατα είναι γεμάτα κολτσίδα απ’ τα χωράφια, απ’ τα … κολτσίδα, μα καλά δε θμάσαι τι λέμε κολτσίδα;  Αυτά τ’ αγκαθάκια …Κάτ’ στρογγυλά αγκαθάκια π’ κολλάνε απάν’. Κολλάνε και τ’ ανοίγουμε, τα ξαίνουμε…Με το χέρ’ τ’ ανοίγουμε. Εγώ τότε για να φτιάξω τ’ φλοκάτ’ αυτή και τν άλλη τη μεγάλη τς Χρυσάνθης και μία γινομέν’ κάθσα δέκα μέρες, δέκα μέρες απ’ το πρωί μέχρι το βράδ’, δε σκωνόμουνα καθόλου … Τ’ άνοιγα τα μαλλιά, τα ‘φτιασα τρίχα – τρίχα…
-   : Και δεν μου λες, από πόσα πρόβατα ήταν τα μαλλιά για να κάνεις αυτήν την φλοκάτη εδώ;
Π   : Αυτά ήτανε από πενήντα πέντε πρόβατα, δυό φλοκάτες και μία γινομένη ακόμα. Τότε τ’ αγόρασα τριάντα πέντε δραχμές το κιλό. Κιλά ήτανε τότε για οκάδες ήτανε; Ήτανε πενήντα πέντε οκάδες. Δεν ήτανε κιλά… αλλά ύστερα καθαρά… μετά π’ καθαρίσανε, που πλυθήκανε, π’ μαζευτήκανε, ήτανε μόνο εικοσπέντε. Μετά τον καθαρισμό τα νήματα ήτανε εικοστρία κιλά νήματα.
-   : Από τα πενήντα πέντε;
Π   : Ναι, ρίχνουμε πάλι τα ίδια τα μαλλιά αλλά πάνιν’ μπογιά. Πάνιν’ μπογιά. Είτε κόκκιν’, είτε μπλε, είτε ροζ, ότ’ λογιά θέλς μόνο να ‘ναι πάνιν’. Και βάφονται πάλι τα μαλλιά στο ίδιο αυτό το βρώμκο το νερό και μετά πας και τα ξεβγάζεις κι όσες φορές και να τα πλύνς δε βγάζ’ μπογιά, δε ξεβάφ’ καθόλου. Όπως είναι η καραμελωτή που σας έχω δώσει μέσα εκείν’, είναι σε τέτοιο νερό βαμμέν’, σε βρώμκο νερό. Όπως είναι βρασμένο που πλένουμε τα μαλλιά … Εκείνο είναι με λουλάκ, με λουλάκ που λουλακιάζουμε τα ρούχα, αυτή π’ λέω η μπλε. Αλλά τότε όμως που τα κάναμε μείς, τότε που ήμνα κοπέλα ακόμα που ‘βαφε η μάνα μ’ αυτά …πριν από σαράντα χρόνια που ήμνα κορίτσι εγώ ακόμα …
-   : Δηλαδή το χίλια εννιακόσια τριάντα;
Π   : Ναι και τώρα ακόμα κάνουνε τ’ μπογιά… αυτή τ’ βαφή την κάναμε οχτώ μέρες δλειά. Γιατί δε ξέραν καλά ο κόσμος. Τώρα όμως ξύπνησ’ ο κόσμος και τ’ βάφ’ την ίδια ώρα, την ίδια ώρα. Τότε έπαιρνε η μάνα μ’ το νερό αυτό το βρώμκο, το ‘παιρνε και είτε ήθελε να βάψ’ νήματα είτε αυτό το σκτι π’ λέμε π’ το υφαίναμε και κάναμε τα παντελόνια, τς κάλτσες, τα διάφορα, τα χοντρά ρούχα για τ’ τσοπάνδες, το ‘βαζε με …
-   : Τι μάζευε; Από γίδα ή από πρόβατο;
Π   : Από πρόβατο, από πρόβατο όχ’ από γίδα. Από γίδα δε ξέρω αν βάφονται και πως βάφονται. Βάφονται κι από γίδα αλλά τούτα δώ όμως, τα πρόβεια π’ ξέρω γώ, τα ‘παιρνε η μάνα μ’ μ’ αυτό το βρώμκο το νερό … Ρώταγε, αν δεν είχ’ αυτή μαλλιά, ρώταγε ποιος θα πλύν’ μαλλιά … έλεγες εσύ, θα πλύν’ η Βάλια ή θα πλύν’ η κυρά Τασούλα και θα μ’ δώκ’ τη σέρα αυτή να βάψω, και θα στ’ δώκ’. Αλλά μεγάλ’ διαδικασία. Έπαιρνε λάπατα, λάπατο. Δηλαδή τς ρίζες απ’ τα λάπατα, κάτ’ χοντρές κόκκινες ρίζες που ‘ναι σαν τα καρότα. Και τα κοπάναε αυτά και τα ‘βραζε και βούταγε τα νήματα για να γίν’ αυτό το νήμα να μην πέφτ’ η μπογιά τ’ ποτέ.
-   : Βγαίνει κόκκινο το χρώμα; Τι χρώμα έβαζε στο νήμα τότε;
Π   : Μπλε. Το μπλε ξέραμε και βάφαμε. Αυτό το μπλε τότε. Τώρα όμως π’ τα μάθαμε πάει ο αργαλιός!!… Το λάπατο το βάζαμε ως είδος σπίρτο, ως είδος σπίρτο. Δεν ήτανε για να βάψ’, ήτανε για. στερεωτικό. Και τα βουτάγαμε σ’ αυτό το λάπατο, τα βάζαμε ύστερα στο καζάν με το βρώμκο νερό και μόλις να ‘ναι χλιαρό. Το σκεπάζαν το καζάν και την άλλ’ μέρα τα βγάζαν τα νήματα είτε τα … Μάλιστα το εξετάζαν τότε να μην μπει καμία και τα ειδεί  … άκου τώρα τι λεπτομέρειες … και δε θα βάψ’, δε θα πάρ’ η μπογιά. Κι ύστερα να μην έχ’ πάει σε λείψανο αυτή π’ τα βάφ’, αυτή π’ θα τα βάψ’ να μην έχ’ πάει σε λείψανο ότι δε θα πάρνε τα νήματα … δε θα πάρνε μπογιά.
-   : Τώρα μάνα λες για τα νήματα που προορίζονται για;
Π   : Για διάφορα υφασίδια.. Είτε το υφασίδ, αυτό που ‘χε υφάν η μάνα μ’ …
-   : Λες για να νήματα, τα νήματα που βάφουν; Όχι τα μαλλιά;
Π   : Τα νήματα αλλ’ απ’ το βρώμκο νερό που πλένουμε τα μαλλιά.
-   : Από τη σέρα. Αλλά προηγουμένως είπες ότι στεγνώνουν τα μαλλιά πάνω στα …στα σχοινιά. Από εκεί και μετά τι γίνεται;
Π   : Από εκεί και μετά θα τα πάρνει τα μαλλιά, θα τα καθαρίσνει, θα καθίσουμε να τα ξάνουμε, να τ’ ανοίξουμε, να βγάλουμε εάν έχνει αγκαθάκια μέσα ή σκουπιδάκια … και μετά τα λαναρίζαμε, πριν βγουν οι λανάρες τα λαναρίζαμε στο λανάρ.
-   : Τι είναι το λανάρι;
Π   : Άειντι π’ δε θυμάσαι το λανάρ, είναι ένα τετράγωνο τόσο, τόσο πρέπει να ‘ναι, σαν χτένια αλλά να ‘ναι γεμάτο, γεμάτο συρματάκια… και καθόμασταν περνάγαμε τα πόδια μας έτσ’ και … λαναρίζαμε, λαναρίζαμε. Άμα θέλαμε να βγάλουμε το μακρύ μαλλί έτσι’ όπως λαναρίζαμε κρέμαγ’ αυτό σα στάχ’ και το τραβάγαμε και …
-   : Είπες ότι το μαλλί ήταν πρώτα στο σχοινί …Πως δηλαδή, αφού αυτά είναι κομματάκια – κομματάκια;
Π   : Δεν είν’ κομματάκια, άκου να ειδείς. Άμα είν’ από πρόβατα που ‘χνει μακριά μαλλιά έβγαινε μονοκόμματο αυτό, ας ήταν έτσ’ μαλλί ανοιγμένο, και τ’ άπλωνες απάν’ στο σχοινί, πέφταν τα μικρά κομματάκια κάτ’ στο τσιμέντο ή σε φράχτες και στεγνώνανε κι αυτά. Αυτά ολόκληρα τα κομμάτια τ’ απλώναμε.
-   : Πόσο μάκρος έχει το μαλλί του αρνιού;
Π   : Όπως το κουρεύανε έβγαινε ένα πράμα ολόκληρο. Να τόσο. Πως είναι το πρόβατο, έτσι {έβγαινε}…
-   : Άρα το μάκρος του μαλλιού ξεκινάει από δέκα  πόντους, πέντε μέχρι δέκα πόντους και φτάνει δεκαπέντε έως είκοσι  πόντους, τόσο; Πόσο μακριά είναι τα μαλλιά δεκαπέντε πόντους;
Π   : Να τόσο, αλλά τα ρούντα πρόβατα, τα ρούντα με το μαλακό μαλλί – πολύ μαλακό το οποίο όταν γίν’ κλωστή μπαίν’ πολύ στο πλύσμο, αυτό μπάζ’ πολύ – είναι τόσο κοντούτσκο. Ρούντα είναι αυτά π’ βγάζνει το πολύ μαλακό μαλλί, τ’ άσπρο – άσπρο …
-   : Τι άλλες ονομασίες προβάτων υπάρχουν; Ρούντα λες για το μαλλί.
Π   : Ρούντα λένε το μαλλί. Ρούντα πρόβατα, αυτά τα φέρννει απ’ έξω, απ’ έξω τα φέρνανε τα πρόβατα τότε. Λάγια λέμε εκείνα που ‘χνει μαύρο μαλλί.
-   : Λάγια. Αυτά που έχουνε άσπρο μαλλί πως θα τα πεις;
Π   : Ε τίποτα, άσπρες προβατίνες ωραίες, καριώκες, ξέρω ‘γω τι. Καριώκες δηλαδή από καλή ράτσα.
-   : Και άμα έχει μακρύ μαλλί πως θα το πεις;
Π   : Ε τίποτα, δεν έχ’ σημασία.
-   : Δεν μου λες μάνα, τα λανάρια;
Π   : Υπήρχανε πολλά λανάρια. Τρία ήτανε. Άκου να ειδείς. Ένα ήτανε με ουρές, δύο ξύλινα … ουρές τα λέγαμε. Ήτανε ένα σαν μπαστούν’ και μπροστά είχε κάτ’ μεγάλα δόντια, έτσ’ τόσο μεγάλα δόντια, τόσο πολύ πράγμα …
-   : Είκοσι πόντους δηλαδή τα δόντια;
Π   : Μ’ αυτό τραβάγαμε τα μαλλιά και τα ‘κανε έτσ’ έτσ’, έτσ’ κράταγε τόνα τώρα και με τ’ άλλο έτσ’, έτσ’ …
-   : Κυκλικές κινήσεις δηλαδή για να το ξάνει.
Π   : Για να βγάλει το μακρύ μαλλί αυτό γινότανε. Και το τραβούσε, το τραβούσε κι έβγαινε αυτό συνέχεια – συνέχεια, σκαμάν το λέγαμε. Σκαμάν’ λέγαμε αυτό το μακρύ μαλλί, έβγαινε συνέχεια – συνέχεια σαν κορδέλα.
-   : Δηλαδή το πρώτο λανάρισμα γινότανε για να βγει το μακρύ μαλλί;
Π   : Γινόταν το μακρύ μαλλί. Στις ουρές αυτές. Και τ’ άλλο έβγαινε έτσι μία τούφα, το κοντό αυτό, έβγαινε το κοντό μαλλί. Το ‘παιρνε, το ‘βγαζε και το πετούσε εκεί πέρα. Αυτό γινότανε….
-   : Μάνα δε θυμάμαι τώρα αυτό που λες. Πως καρφώνατε τις πρόκες κάτω;
Π   : Εκεί πέρα μία, εδώ μια άλλη, ξανά πέρα, ξανά άλλη και πάαινε έτσι, έτσι, έτσι για να πετύχουμε να τεντώσουμε το νήμα. Ε ναι πόσα πήχια θέλουμε να ρίξουμε;
-   : Και όλο το νήμα ήτανε ένα από την αρχή μέχρι το τέλος;
Π   : Άκου χρυσό μου παιδί. Γι’ αυτό τα ‘χαμε στα καλάμια, βγάζαμε πενήντα καλάμια, σαράντα καλάμια, τριάντα καλάμια, ανάλογα τα πήχια που θα ρίχναμε. Κι’ αρχίζαμε τώρα και ιδιάζαμε, τελείωνε το ‘να καλάμ μία γυναίκα πάει να δέσ’ το επόμενο μέχρι να τελειώσουμε πόσο πυκνό το θέλουμε. Πόσα κεφάλια, σε τι χτένι θα το βάλουμε;
-   : Αυτά μπαίνανε σε … Ααα ο αριθμός των καλαμιών ήτανε ανάλογος με το …
Π   : Ο αριθμός των καλαμιών δεν έχ’ σημασία. Μπορεί τα καλάμια να τα βάζαμε ένα – ένα τσελέ απάνω στο καλάμ.
-   : Τσελέ τι εννοείς;
Π   : Το τσουκλί αυτό που λέγαμε που βάζουμε στο …
-   : Μια μπούκλα, το λες τσουκλί ή τσελέ.
Π   : Ε ναι, τώρα μπούκλα λέμε αυτά που παίρνουμε και πλέκουμε, μπούκλες το λέμε μείς. Κούκλες, κομμάτια, όπως θέλει το λέει η κάθε μία.
-   : Ή τσελέ.
Π   : Τσλές. Κανονικά τσλές λέγεται. Κι αφού το ετοιμάζαμε μετά από εκεί, από τις τάβλες που γινότανε πααίναμε και μετράγαμε πόσες κλωστές έχει αυτό μέχρι που τελείωνε, εξακόσιες κλωστές είπαμε, εξακόσια κουφιά, πεντακόσια, ανάλογα με το χτένι που θα βάλουμε και το δέναμε από δώ κι από κεί να μην ενωθούνε, αυτό που ερχότανε έτσι να μην ενωθούν και περνάγαμε τ’ αντί μέσα και πηγαίναμε τώρα στην τυλίχτρα. Αυτό το μαζεύαμε και το κάναμε έτσ κοτσίδα – κοτσίδα και το βάζαμε σ’ ένα τσουβάλ, το υφασίδ αυτό το βάζαμε στο τσουβάλ. Και πααίναμε τώρα στην τυλίχτρα. Σ’ αυτό το σπίτι που ‘πες ότ’ ήτανε κάτω στο Βοϊδόρεμα. Κοντά στο Βοϊδόρεμα στου Σπυρόπουλου το σπίτι. Απ’ το μαγγάν’ το μαζεύαμε στα καλάμια, το βάζαμε στην ιδιάστρα και μετά το ιδιάζαμε κάτω στο πάτωμα είτε άν είχες παλιό σπίτ έξω στην αυλή βάζανε καρφιά πάνω στο ίδιο το σπίτι μερικοί που είχανε πλίθινα σπίτια, όχι καρφιά, παλούκια ξύλινα και το ιδιάζανε.
-   : Για να πετύχουνε το ίδιο μήκος σε όλα τα …
Π   : Ναι πόσο μακρύ το θες, πόσα πήχια; Και μετά πάμε στην τυλίχτρα. Κι έχουμε ένα ξύλινο που το λέγαμε σβάρνα. Εμείς το λέγαμε σβάρνα, σ’ άλλα μέρη το λένε ξυλογαϊδάρα.
-   : Το φορτώνανε αυτό με πέτρες;
Π   : Σ’ αυτό βάζαμε, κρεμάγαμε το υφασίδ γιατ’ έχει ένα μεγάλο … πώς να το πω … δόντι, πώς είναι η δυροστιά, και μια δυροστιά μεγάλη έκανε την ίδια δουλειά. Βάζαμε ένα σανίδι στη δυροστιά τη μεγάλ, τη βαριά και μια μεγάλ πέτρα κι αρχίζαμε τώρα να τυλίγουμε…  Που βάζουμε στο τζάκ την κατσαρόλα. Άμα είχαμε δυροστιά, δυροστιά τη λέμε μείς του καζανιού που είναι γερή με σίδερο χοντρό, κάναμε την ίδια δουλειά. Τη βάζουμε ανάποδα, βάζουμε ένα σανίδ και πέτρες μέχρι τριάντα οκαδών βάρος πάνω για να γίν’ τεντωμένο καλά στ’ αντί, κατάλαβες; Αντί λέμε κείνο που περνάμε το υφασίδ. Που τυλίγουμε το υφασίδι. Το πίσω αντί, το μπροστινό αντί είναι εκείνο που υφαίνουμε και τυλίγουμε το υφασίδ. Το υφαμένο. Στο πίσω αντί βάζαμε, τυλίγαμε το νήμα αυτό, το υφασίδ, το ιδιασμένο νήμα. Και μετά το φέρνουμε στο σπίτ, άλλη διαδικασία.
-   : Στάσου ένα λεπτό πως το περνάγατε εκεί στ’ αντί;
Π   : Στ’ αντί το περνάγαμε από την σταύρωση που είχαμε κάνει στα δύο κοντινά καρφιά.
-   : Πιο κοντινά στην ιδιάστρα;
Π   : Όταν τα ιδιάζουμε, ναι. Γινότανε η σταύρωση … για να σου δώσω να καταλάβεις να πάρω μια κουβαρίστρα και να το κάνω στο χέρι. Αυτή ήταν η σταύρωση. Δες εδώ Αντών, είπαμε αυτό τώρα πάαινε έτσι.
-   : Σταυρό έκανε πάνω στις δύο πρόκες;
Π   : Ναι απάνω στις δύο πρόκες, τώρα εδώ περνάγαμε τ’ αντί. Και εδώ περνάγαμε ένα καλαμίδ. Τραβάγαμε ένα καλαμίδι εκεί και ένα εδώ και μετά αρχίζαμε και το τυλίγαμε στ’ αντί. Το αντί είχε ένα λακκάκι, σ’ αυτό το λακκάκι βάζαμε μια ξύλινη βέργα …Ξύλινη είτε σιδερένια, άμα έχεις σιδερένια ναι, βάζεις σιδερένια.
-   : Το αντί όμως είναι μακρύ, είναι ένα μέτρο και.
Π   : Ένα μέτρο και, γιατί ο αργαλειός είναι φαρδύς. Ναι περνάγαμε τώρα αυτό εδώ τ’ αντί και το βάζαμε απάνω στις δύο φούρκες και περνάγαμε ένα καλαμίδι εκεί και ένα εδώ για να μην μπλεχτούν τα νήματα αυτά. Προχωρώντας τα καλαμίδια, τυλίγοντας τ’ αντί και προχωρώντας τα καλαμίδια και τυλίγοντας τ’ αντί … μέχρι να τελειώσ’ το υφασίδ αυτό που το ‘χουμε βάλει είπαμε στη σβάρνα κρεμασμένο. Και ήτανε αυτή η απόσταση -στην αυλή που ήτανε η τυλίχτρα- ήτανε κάπου δέκα οργιές …Ναι, στα είκοσι μέτρα βέβαια. Και ερχότανε κοντά μας η σβάρνα. Ξετυλίγοντας το υφασίδι που το ‘χαμε στο τσουβάλ το πααίναμε πάλι στην πέρα άκρη, πάλι βάζαμε τις πέτρες απάν’ … μέχρι που τελείωνε το τύλιγμα.
-   : Γιατί έπρεπε να είναι τεντωμένο πάνω στ’ αντί;
Π   : Γιατί άμα δεν είναι καλοτεντωμένο δεν υφαίνεται καλά, δε γίνεται ωραίο το υφασίδ. Πρέπει να ‘ναι καλοτεντωμένο, γινόταν σαν κουβαρίστρα, πολύ ωραίο.
-   : Και ο αριθμός των νημάτων είπαμε που έχει απάνω το αντί;
Π   : Ανάλογα το υφασίδι που θα κάνεις, από το τι θέλεις να υφάνεις, άμα θα το κάνεις πανί θα πάρεις το νούμερο δεκατέσσερα ή το δεκάξ, το δεκαοκτώ παίρναν στην Αράχοβα  και με το δεκαοκτώ…
-   : Και έτσι λοιπόν το έχεις έτοιμο πάνω στ’ αντί και πηγαίνεις για τον αργαλειό.
Π   : Το φέρνουμε στο σπίτι να το περάσουμε στα μντάλια ύστερα, άλλη φασαρία. Θα το περάσουμε στα μντάλια, τα μντάλια είναι εκείνο που έχει τα νήματα, του αργαλειού τα μντάλια και το χτένι.
-   : Καλά πριν πεις αυτό, πες πως γινότανε το μάλλινο το …
Π   : Το ίδιο ακριβώς, ακριβώς το ίδιο γινότανε και το μάλλινο.
-   : Μου είπες ότι το πάνινο είχε μεγαλύτερη διαδικασία από το μάλλινο.
Π   : Επειδή έπρεπε να το κουρκουτιάσεις το νήμα σε βραστό νερό και μ’ αλεύρι μέσα για να έχουμε το …Το πάνινο που παίρνουμε απ’ το εμπόριο. Και το βουτάγαμε μέσα στο νερό αυτό το βραστό που έχει και λίγο αλεύρι και το βγάζαμε και τα τεντώναμε αυτά τα τσελέδια, τα τραβάγαμε ο ένας από εδώ ο άλλος από εκεί, είτε σ’ ένα σίδερο που ‘χαμε κρεμάσει …και τ’ απλώναμε και στέγνωνε και μετά το καλαμίζαμε …
-   : Γιατί το κάνατε αυτό;
Π   : Για να μην κάνει ζάρες το νήμα, όταν είναι … Κοίτα τούτο πως είναι, άμα δεν το ματζαλιάσεις στ’ αλευρωμένο βραστό νερό …Να το βουτήξεις μέσα, ναι. Είτε εμείς το λέγαμε να το κουρκουτιάσεις με λίγο βραστό νερό. Τι λίγο, ένα καζάνι άμα είχαμε πολύ … Μια φορά εγώ έκανα υφασίδ μ’ έξι οκάδες νήμα απάν’ σ’ ένα αντί. Το δώδεκα νούμερο. Ύφανα δώδεκα τρίφυλλες κουβέρτες. Αυτό σημαίν’ πολύ νήμα. Επιτυχία, επιτυχία. Αλλά κουράστκα πολύ. Πηγαίναμε μαζί με τν Αργυρή και το τύλγα στην τυλίχτρα …
-   : Θες να πεις ότι με τόσο πολύ νήμα, το τέντωσες πολύ καλά και …
Π   : Το τέντωσα καλά, το καλοϊδιάσαμε, το καλοτύλιξα, το περάσαμε στα μντάλια και το κάναμε με σχέδιο κουβέρτες. Σαν την κουβέρτα που είχες … ενώ άν δε γινότανε έτσι καλά θα είχες ρούκγλες, ρούγκλες, κι έρχεται στο χτέν και μπερδεύεται και κόβεται η κλωστή άμα δεν είναι καλά τεντωμένο. Ε βέβαια, κόβεται. Πρώτα – πρώτα άμα δεν είναι σε βραστό νερό και λίγο αλεύρι μέσα, αναμαλλιάζει το μπαμπακόνημα αυτό και κόβεται. Ενώ άμα είναι βουτηγμένο στο βραστό νερό με τ’ αλεύρι στερεώνεται. Στερεώνεται.
-   : Τα έχεις περάσει λοιπόν στο αντί και πας για τον αργαλειό. Πως το στήνεις στον αργαλειό.
Π   : Ο αργαλειός είναι έτοιμος.
-   : Ο αργαλειός είναι έτοιμος αλλά πως περνάς εσύ το νήμα στον αργαλειό για ν’ αρχίσεις να υφαίνεις;
Π   : Θα το βάλεις με τ’ αντί στο πίσω μέρος που ‘χει ο αργαλειός, θα το τραβήξουμε μπροστά, θα κρεμάσουμε τα μντάλια και το χτένι ανάμεσα, μπροστά το χτένι εκεί που θα κάθομαι εγώ …
-   : Το χτένι είναι ανάλογο με τον αριθμό των νημάτων και ανάλογο με το τι θα φτιάξεις.
Π   : Ναι ανάλογα, είναι πολλών ειδών. Είναι το πανόχτενο, είναι το τσουκνόχτενο, είναι το μαντανόχτενο που κάνω τις μαντανίες τις σπαστές …
-   : Ένα – ένα. Μαντανία λες την κουβέρτα.
Π   : Μαντανία λέμε αυτές που κάνουνε στρώσεις κάτω κουκιαστές, πώς κάνουνε οι Αραχοβίτισσες; Που μπαίνει πολύ νήμα στο ύφαμα.
-   : Η μαντανία είναι αυτή που στρώνουμε κάτω στο πάτωμα;
Π   : Αυτά τα λένε καπίκια. Χαλιά, καπίκια ναι. Μαντανίες λέμε αυτές που στρώνουμε στα κρεβάτια.
-   : Από πάνω. Δεν την σκεπαζόμαστε. Την σκεπαζόμαστε;
Π   : Άμα θες την σκεπάζεσαι.
-   : Αυτό λοιπόν το κάνεις με το μαντανόχτενο;
Π   : Με το μαντανόχτενο. Το πανόχτενο είναι αυτό που κάνουμε το πανί, τις κουβέρτες αυτές που λέω εγώ τις κρητικές, τις κουκουπωτές …Είναι σαν κουκούλες, γίνεται με σχέδιο στα μντάλια, στα μντάλια το κάνουμε με σχέδιο.…. Είναι τα κουρελόχτενα μετά, αραιό χτένι που περνάμε χοντρό νήμα, κουρελόνημα που είναι τρίδιπλο, τρίδιπλο το νήμα αυτό. Κομμένο χοντρό για να είναι γερό. Μ’ αυτό το κουρελόχτενο φτιάνουμε τις κουρελούδσες και ορισμένες βελέτζες …Ε δεν έχει άλλα χτένια. Είναι μαντανόχτενα, κουκιαστόχτενα και πανόχτενα.
-   : Κουκιαστόχτενα;
Π   : Τσουκνόχτενα που κάνουμε τα μάλλινα, τα τσούκνα που τα λέγαμε ένα καιρό, τσούκνα. Τι έχω; Τσούκνινο υφασίδι που κάνουμε βελέτζες, στρωσάρες. Είτε αυτά που λένε που κάνανε οι άντρες πατατούκες, σακάκια, παντελόνια, οι τσοπάνηδες.
-   : Στρωσάρες τι λες; Αυτές που στρώνουμε …
Π   : Που στρώνουμε κάτω, αλλά ελαφρές βελέτζες. Πατατούκες λέγαμε ένα καιρό τα μακριά σακάκια των αντρών, των τσοπάνηδων. Όχι τα καπότια, εκείνα πάλι δεν έχω υφάνει εγώ. Είχανε καπόχτενα πολύ αραιά, που βάζανε …
-   : Καπόχτενα τα λέγανε ή καποτόχτενα; Πως τα λέγανε για τις καπότες;
Π   : Για πιο ευκολία καπόχτενα, καποτόχτενα, όπως θες τα λες… Που κάνανε τις κάπες, ναι, τα καπότια, τα κάνανε υφαντά οι γυναίκες οι καημένες τότε. Παίρνανε τα τράγια τα νήματα, τα μαλλιά, τα λαναρίζανε, τα γνέθανε … Αλλά για να τα γνέσεις εκείνα πρέπει να τα βουτάς στο κρύο νερό και όπως είναι βρεγμένα στην ρόκα να γνέσεις, φεύγει το νερό … στραγγά … πολύ σκληρό ήτανε, είναι άγριο το μαλλί αυτό, άγριο και πέφτει η τρίχα. Ενώ τη βούταγες στο νερό …
-   : Λοιπόν τι άλλα χτένια υπάρχουν; Δεν υπάρχουν άλλα;
Π   : Ανάλογα, ορισμένοι … στο Δαδί είχανε κάθε φτιασίδι και το χτένι.
-   : Οι Δαδιώτες έχουν άλλα χτένια;
Π   : Τα ίδια όπως εμείς αλλά αυτοί κάνανε πολλά υφασίδια, πάρα πολλά και είχανε για κάθε υφασίδι τα μντάλια και το χτένι του.
-   : Καλύτεροι τεχνίτες δηλαδή οι Δαδιώτες;
Π   : Ε πιο καλοί. Τα ίδια υφασίδια κάναμε και μείς …
-   : Αργαλειοί υπάρχουν διαφορετικών ειδών;
Π   : Αργαλειοί υπάρχουν διαφορετικών ειδών ανάλογα το φάρδος. Ένα καιρό είχανε στενούς αργαλειούς. Τώρα ύστερα κάνανε φαρδιούς και κάνουνε φαρδιά χτένια, κάνουν φαρδιές κουρελούδσες …
-   : Ποιοι θεωρούνται καλύτεροι;
Π   : Οι φαρδιοί. Γιατί κάνει φαρδύ υφασίδι. Τώρα …
-   : Σε περιοχές λέω. Οι Δαδιώτσες είπες είναι καλύτερες;
Π   : Σε περιοχές τώρα όπως φαίνεται, οι καλύτεροι αργαλειοί είναι … είναι απάνω … πως τα λένε αυτά τα μέρη απάνω προς τη Μακεδονία; Έβλεπα στην τηλεόραση αργαλειούς που δεν την πετάνε τη σαΐτα με τα χέρια, πάει κι έρχεται αυτή μονάχη της, αυτοί τραβάνε ένα …
-   : Αυτά είναι αυτόματα, άστα αυτά. Εδώ λέμε για τους παλιούς τους αργαλειούς.
Π   : Ε, οι παλιοί Αργαλειοί ήτανε όλοι το ίδιο, το ίδιο σ’ όλα τα …Ποιες ήτανε οι καλύτερες υφάντρες; Οι Αραχοβίτσσες. Οι Αραχοβίτσσες γιατί κάνανε κεντητά στον αργαλειό, καπίκια πολύ ωραία. Οι καλύτερες υφάντρες ήτανε οι Αραχοβίτσσες. Και στο Δαδί καλές και στα δικά μας τα χωριά καλές μόνο που εμείς κάναμε λιγότερα. Εκεί οι Δαδιώτες κάνανε και πούλαγαν, τα φέρνανε στα παζάρια και πούλαγαν πανιά τότε, ζούσαν με τα υφαντά. Τα υφαίναν τόσο γρήγορα!! Αλλά τα κάνανε όχι πολύ πυκνά, σφιχτοϋφαμένα.
-   : Λοιπόν, πως το στήνεις τώρα το αντί στον αργαλειό;
Π   : Βάζουμε το πίσω τ’ αντί, βάζουμε και το μπροστινό. Και στ’ αντί τώρα για να μη φεύγει το νήμα συνέχεια, βάζουμε ένα ξύλο που το λέγαμε τανήτρα.
-   : Τανήτρα είναι αυτή που το τεντώνει, που τ’ ανοίγει;
Π   : Όχι. Στ’ αντί, πες ότι είναι αυτός ο αργαλειός και αυτό είναι τ’ αντί και εδώ είναι το μπροστάρι, είδες έχει τέσσερις τρύπες τ’ αντί, από τη μια μεριά έχει τέσσερις τρύπες. Ε βάζουμε το ξύλο αυτό και δεν αφήνει να γυρίσει τ’ αντί. Το κρατάει σε μια θέση ύστερα που το κομποθιάζουμε στο μπροστινό τ’ αντί, τις κλωστές αυτές τις κομποθιάζουμε …
-   : Είναι φρένο δηλαδή η τανήτρα.
Π   : Ναι φρένο. Τις κομποθιάζουμε δέκα-δέκα, είκοσι -είκοσι μαζί στο μπροστινό αντί και αρχίζουμε τώρα υφαίνουμε. Σιγά – σιγά – σιγά υφαίνουμε.
-   : Προχωράς το ύφασμα όσο φτάνουν τα χέρια σου, οπότε βγάζεις την τανήτρα;
Π   : Ναι βγάζω την τανήτρα και τραβάμε έτσι όπως τραβάμε το χτένι, γυρίζει τ’ αντί, ξαναβάζουμε την τανήτρα … πόσες τρύπες; Δυό τρύπες, τρεις, όσες θέλουμε.
-   : Πως λέγονται τα εξαρτήματα του αργαλειού;
Π   : Το αντί, το μπροστινό {και το πίσω} … δύο αντιά, η τανήτρα αυτή που λέμε που είναι … πως το είπες,.. το φρένο, οι σαΐτες … που πετάμε που βάζουμε τα μασουράκια, βάζουμε τα μασουράκια μέσα με το κάθε χρώμα νήμα, τι υφασίδια έχουμε … υπάρχουνε βελέτζες που βάζαμε τότε δέκα δεκαπέντε χρώματα να κάνουμε μία κουκιαστή ωραία βελέτζα… δεκαπέντε σαΐτες … άμα δεν είχαμε πολλές σαΐτες βγάζαμε το ένα μασούρι βάζαμε τ’ άλλο, άντε ξανά βάζαμε … Δεκαπέντε χρώματα, δέκα χρώματα, οκτώ χρώματα, δύο χρώματα, ανάλογα τη βελέντζα που θα κάνουμε. Άμα ήτανε σεντόνια δύο τρία χρώματα, μία άσπρη, μία ροζ, μία μπλε, μία λάγια … το λάγιο το μαλλί που ‘ναι απ’ τα πρόβατα τα μαύρα δεν το βάφαμε καθόλου, λάγιο αρνί μαύρο αρνί… είπαμε τα δύο αντιά, η τανήτρα που στερεώνει το αντί, τα μντάλια, είτε δύο μντάλια ανάλογα το υφασίδι, ή τέσσερα μντάλια …
-   : Είναι αυτά τα δύο ξύλα τα παράλληλα που έχουνε ανάμεσα τους τις …
Π   : Τις κλωστές και περνάμε τα νήματα ναι. Είτε έξι μντάλια που γινόταν το εξαφιλάκι, κάναν το καραμελωτό εξαφιλάκι. Φιγούρας υφασίδια αυτά. Τα εξαφιλάκια ήτανε έξι μντάλια!
-   : Φιγούρας λες; Έβγαινε ύφασμα φιγούρας; Που έμπαινε δηλαδή; Έμπαινε στα κρεβάτια απάνω;
Π   : Στα κρεβάτια ναι. Στα κρεβάτια και κουρτίνες. Έξι μντάλια, μετά έξι πατήτρες … Πατήτρες που πατάγαμε τα πόδια και ανεβοκατεβαίνουν τα μντάλια και πετάμε τη σαΐτα. Το χτένι, στο μπροστινό αντί πάλι για να στέκεται το υφασίδι περνάμε πάλι ένα ξύλο – το οποίο εκείνο δεν ξέρω πως το λένε – πάλι ένα μικρό ξύλο, φρένο …που το στερεώναμε στο μπροστινό αντί πάλι, αυτό το ξύλινο φρένο και αρχίζαμε και υφαίναμε, τις σαΐτες … που πετάμε, το ξύλινο αυτό το φρένο που λέμε στο μπροστινό, η τανήτρα στο πίσω αντί και τελείωσε.
-   : Η τανήτρα είναι το μακρινάρι που την φτάνεις εσύ.
Π   : Στάσου για να κρεμάσουμε το χτένι έβγαινε ανάμεσα, ανάμεσα … όχι ανάμεσα, στα μπροστά μντάλια προς τα μένα που τα υφαίνω, έμπαινε το χτένι μέσα στο ξυλόχτενο. Το ξυλόχτενο εξαρτάται … να είναι βαρύ το ξυλόχτενο, καλό …
-   : Που χτυπάς για να …
Π   : Ναι έμπαινε το χτένι μέσα στο ξυλόχτενο, μντάλια ήτανε από πίσω, πατάγαμε αυτά και τραβάγαμε το ξυλόχτενο και χτυπάγαμε το υφασίδι. Πατάγαμε, άνοιγαν τα νήματα αυτά, ανοίγουν – ανοίγουν και πετάγεται η σαΐτα. Είπαμε δύο αντιά … η τανήτρα τρία, τα μντάλια, το χτένι μέσα στο ξυλόχτενο, οι σαΐτες, τα καλαμάκια και το φρένο που ‘ναι το ξύλινο αυτό που λέμε … το ξύλινο που δεν θυμάμαι …ά, το φρένο για το μπροστινό αντί.
-   : Αυτός είναι ο αργαλειός, τα κομμάτια του αργαλειού.
Π   : Ναι. Κρεμασμένα τα μντάλια όμως … από πάνω από τον αργαλειό έχει ξύλα έτσι δύο που είναι κρεμασμένα τα μντάλια. Με σκοινιά. Και αγκούτσες κάτι ξύλινα πραγματάκια που πιάνουν τα μντάλια και ανεβοκατεβαίνουν τα μντάλια, μερικοί βάζουνε αυτά τα ξύλινα, κάτι πραγματάκια έτσι … που κρεμάγαμε τα μντάλια. Ορισμένοι δε βάζουν αυτά που λέμε, έχουνε δύο καλάμια και τραβάει το μντάλι έτσι πάνω κάτω δεμένο το καλάμι από πάνω από τον αργαλειό και κρεμασμένα τα μντάλια, την ίδια δουλειά κάνει… άμα δεν έχεις αγκούτσες … εκείνα πάλι δεν θυμάμαι πως τα λένε, που βάζαμε μέσα καρλόψχες. Καρλόψιχες λέγαμε κάτι πράματα που είναι σαν τα σφοντίλια και ανάμεσα σ’ αυτήν την καρλόψιχα … ή και κουβαρίστρα να βάλεις το ίδιο είναι. Κουβαρίστρα, να βάλεις τα μντάλια έτσι και θα κυλάει αυτό. Πηγαίν’ έρχεται, πηγαίν’ έρχεται το μντάλ.
-   : Κατάλαβα, τα θυμάμαι ξέρεις, ένα – ένα τα θυμάμαι.
Π   : Αλλά γίνονται και πιο πρακτικά. Χωρίς τς καρλόψχες, χωρίς τς αγκούτσες. Σ’ ένα καλάμ κρεμασμένο για να στερεώνονται τα μντάλια και να κυλάνε, να κυλάνε, να γυρίζνει εύκολα πατώντας τς πατήτρες ν’ ανεβοκατεβαίνουν τα μντάλια….
-    : Ουφ μωρέ μάνα…
Π   : Εμ πηδάκι μ’, εσύ με ρώτσες!!

Αθήνα 7 Φλεβάρη 1981.

Η αποφώνηση έγινε το 2009 από την εγγονή της Παρασκευούλας Κακαρά την Πανωραία Καραντζά και η επιμέλεια από τον ερωτώντα γιο της.


13 Δεκέμβρη 1967 Τα πλοία του Ναυτικού στο κίνημα

Δεκεμβρίου 13, 2012
ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΔΙΟΙΚΗΤΩΝ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΡΙΣΜΑ ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Στις 17.00 της 13ης Δεκέμβρη 1967 τα αξιόπλοα πολεμικά αποπλέουν της Κρήτης προς βορρά, υπακούοντας στον υποναύαρχο Ροζάκη Αρχηγό του Κρητικού και Ιονίου Πελάγους (ΑΚΙΠ). Ο ίδιος επιβαίνει στο ΣΦΕΝΔΟΝΗ και ταξιδεύσουν όλη τη νύχτα σε πείσμα των σημάτων περί αποτυχίας, ενώ ήδη ο βασιλιάς βρίσκεται στη Ρώμη, ο Δέδες έχει αντικατασταθεί από τον Περβαινά ως Α/ΓΕΝ και ο Αρχηγός Αιγαίου Πελάγους (ΑΑΠ) Πανάς δεν κουνήθηκε από το γραφείο του στη Σαλαμίνα. Οι ηγέτες του ναυτικού, πλην του Ροζάκη, αντιμετώπισαν το ΄΄κίνημα΄΄ ως ΄΄συνήθη εν όρμω υπηρεσία΄΄.
Μόνον με μήνυμα του Δέδε προσωπικό για τον Ροζάκη, σταματάει ο τελευταίος την προσπάθεια. Αποδεικνύοντας έτσι, πόση σημασία έχει η προσωπική ανάμειξη των φυσικών ηγετών. «Περί ώραν 09.00 της 14-12-67, κατόπιν σήματος ΓΕΝ 140713, διά του οποίου μεταδόθη μήνυμα του τέως Α/ΓΕΝ προς τον ΑΚΙΠ, τα Β. Πλοία ανέτρεψαν τη διαταγή του ΑΚΙΠ, και κατέπλευσαν εις Βασιλικόν Ναύσταθμον Σαλαμίνας. περί ώραν 17.30 της 14-12-67….».
Θα περάσουν έξη χρόνια για να πλεύσει πολεμικό πλοίο (το ΒΕΛΟΣ) ελεύθερο από τη δικτατορία. Το ΄΄κίνημα του βασιλιά΄΄ είχε λήξει, με τον ίδιο να το έχει εγκαταλείψει προ πολλού και χωρίς καμία ουσιαστική από πλευράς του δυναμική κίνηση, πλην της έναρξης. Ο Κωνσταντίνος είχε χάσει γιατί δεν είχε πιστέψει σ’ αυτό που έκανε και γιατί δεν είχε ικανούς συμβούλους, έτσι χάνει έκτοτε και το θρόνο του.
Ο ουσιαστικότερος πόλος συγκεντρωμένης δύναμης για το ναυτικό είναι το Αρχηγείο Στόλου (ΑΣ) . Είναι η υπηρεσία που με υποναύαρχο (τότε) επικεφαλής, ελέγχει το μεγαλύτερο τμήμα. Στις 13 Δεκέμβρη 1967 ο Πάνας χάνει σταδιακά τον έλεγχο των πλοίων και σε λίγο και τη θέση του, αφού ο νεότερος των υποναυάρχων (Περβαινάς) χρίζεται αρχηγός του ναυτικού, στέλνοντας τους αρχαιότερους στην αποστρατεία.
Ο Μπακόπουλος περιγράφει στο πόρισμά ΕΔΕ τις εξελίξεις βάζοντας το αρχηγείο αυτό τρίτο στη σειρά παρουσίασης μετά το ΓΕΝ και τον ΑΚΙΠ.
Ο Πάνας με την έναρξη του κινήματος, ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά από το βασιλιά, και διατάσσει γενική επιφυλακή, όπως είχε γίνει σε όλο το ναυτικό. Διαπιστώνει συγχρόνως, πως ο πλοίαρχος Σ.Μουρίκης Διοικητής Πλοίων Αποβάσεως (ΔΠΑ/2) με τέσσερα πλοία ήδη βρίσκεται εν πλω από τον όρμο Αμφιάλης προς το Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Ο Μουρίκης έχει ήδη εκπέμψει σήμα προς ΓΕΝ με κοινοποίηση το φυσικό του προϊστάμενο, (δηλαδή τον Πανά) αντί να αναφέρει ως όφειλε πρώτα στον ίδιο, πως τάσσεται στο πλευρό του Βασιλιά και αποπλέει της Αμφιάλης.
Ο Πάνας διατάσσει τους διοικητές πλοίων και ναυστάθμου να προσέλθουν στο αρχηγείο, όπως και έγινε, με πρώτους τους πλοιάρχους Μόραλη (υποβρυχίων-ΔΥ και ναρκαλιευτικών- ΔΝΑΡ) και Μουρίκη (ΔΠΑ/2). Οι υπόλοιποι διοικητές είναι ο αρχιπλοίαρχος Θ.Μπακόπουλος του Ναυστάθμου Σαλαμίνας, και πλοίαρχοι Κ.Σωτηρίου Πλοίων Αποβάσεως 1,  και Ε.Δανιήλ Ελαφρών Σκαφών 2 που συμφωνούν για απόπλου στις 17.00. Όμως τα πράγματα αρχίζουν και ανατρέπονται, με αποτέλεσμα να ακυρώσουν την αρχική διαταγή στις 17.22.
Στη σύσκεψη ο Μουρίκης πιέζει «…φορτικώς τον ΑΑΠ όπως δράση ταχέως υπέρ του πραξικοπήματος…» και αναχωρεί αμέσως. Σε λίγο ταξιδεύει για Θεσσαλονίκη με τα τέσσερα πλοία που διέθετε. Μαζί με το Ροζάκη θα είναι ο πιο σταθερός στις κινήσεις του από τους διοικητές πλοίων στο πλευρό του βασιλιά και ο Μόραλης αντίθετα στο πλευρό της ΄΄εθνικής κυβέρνησης΄΄. Αρκετές ώρες μετά την αναχώρηση του Κωνσταντίνου για τη Ρώμη, θα συνεχίσει και αυτός να ταξιδεύει προς Βορρά. Θα αναστρέψει την άλλη ημέρα το πρωί και  θα αναλάβει πλήρως τις ευθύνες του, χωρίς παλινωδίες και πισωγυρίσματα. Πρέπει να ήταν από πριν ενήμερος, γιατί δεν εξηγείται πώς γνώριζε απέξω το κείμενο του διαγγέλματος, όταν συναντήθηκαν οι διοικητές με τον Πανά στο γραφείο του λίγη μόλις ώρα μετά την εκδήλωση του κινήματος. Κυβερνήτες στα πλοία υπό τον Μουρίκη είναι οι: Πλωτάρχης Ι. Σπηλιωτόπουλος στο Α/Γ ΣΥΡΟΣ, πλωτάρχης Β. Ζήκας στο Α/Γ ΣΑΜΟΣ, υποπλοίαρχος Ε. Λαγάρας στο Ο/Γ ΡΟΥΣΣΕΝ (που αργότερα έγινε Α/ΓΕΝ στη μεταπολίτευση) και ο υποπλοίαρχος Ε. Σακελλαρίου στο Ο/Γ ΜΕΡΛΙΝ.
Ο Μπακόπουλος δεν προσάπτει στην ΕΔΕ καμία ευθύνη στους αξιωματικούς αυτούς. Θεωρεί πως υπάκουαν στον διοικητή τους, επομένως ό,τι έπραξαν δεν διώκεται. Τη λογική αυτή ακολουθεί το πόρισμα, για κάθε ενέργεια που έγινε σε επίπεδο κυβερνητών στο ΄΄κίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967΄΄. Διαφορετικά θα έπρεπε, να αποστρατευθεί πολύ μεγάλος αριθμός στελεχών. Παράλληλα όμως η επικρότηση της αρχής πως είναι ανεύθυνοι οι στρατιωτικοί ό,τι και να κάνουν εφ’ όσον εκτελούν διαταγές, δεν τους τιμά και ιδιαίτερα. Ανεξάρτητα από το ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση βολεύει και τα στελέχη που υπάκουαν και τους επικρατήσαντες του απριλιανού καθεστώτος, γιατί αλλιώς θα διέλυαν τις ΕΔ.
Ο Μόραλης  από την πρώτη στιγμή δραστηριοποιείται εναντίον της κίνησης του βασιλιά. Επιβαίνει τορπιλακάτου  (της οποίας κυβερνήτης ήταν ο Ε.Καναβαριώτης) και σπεύδει πίσω από τα αποπλέοντα πλοία. Όρθιος στη γέφυρα, φωτίζει με φακό τα γαλόνια του γιατί έχει βραδιάσει (και μαζί μ’ αυτά φωτιζόταν και το γράμμα ΄΄Π΄΄ που δήλωνε τέως υπασπιστής του Παύλου) και προσπαθεί φωνάζοντας με τηλεβόα να πείσει τους κυβερνήτες να αναστρέψουν. Ο γράφων υπηρετούσε την ημέρα εκείνη ως πρωτοετής σημαιοφόρος στο Α/Τ ΠΑΝΘΗΡ. Άκουγε και την SSB για ώρες στον ασύρματο, από ‘που εκπέμπονταν οι διαταγές και τα μηνύματα από όλους τους παράγοντες, που εμπλέκονταν στο κίνημα. Έτσι είδε και τη σκηνή με το Μόραλη στην επίκληση να γυρίσει το ΠΑΝΘΗΡ στο ΝΣ, όπως και τη σκηνή με τον Καταγά να σκαρφαλώνει από πετρελαιάκατο στην πρύμη του αντιτορπιλικού εν πλω για να συμμετάσχει και αυτός υπέρ του «κινήματος». Αργότερα όταν η σύγχυση θα έχει περάσει, θα επιστρέψουν τα ΠΑΝΘΗΡ, ΝΙΚΗ και ΒΛΑΧΑΒΑΣ. Ο Μόραλης χρίζεται ΑΚΙΠ και ταξιδεύει το ίδιο βράδυ για την Κρήτη.
Ο Μπακόπουλος τοποθετείται ΑΑΠ στις 17.15 την ίδια ημέρα, μόλις δηλαδή έρχεται στο ΓΕΝ ο νέος αρχηγός Περβαινάς αλλά σε δύο μήνες αποστρατεύεται.
Ο Σωτηρίου θα γίνει υπαρχηγός του ΓΕΝ στις αρχές του 1968, θέση που θα κρατήσει για δύο χρόνια.
Ο Δανιήλ έχει ήδη επιβεί του Αντιτορπιλικού ΠΑΝΘΗΡ και ουσιαστικά αδρανεί και έτσι αποστρατεύεται ΄΄παρασυρόμενος΄΄ λόγω προαγωγής νεοτέρου του. Ο Παππάς έλεγε στον Κουσουρή από το ραδιοτηλέφωνο, να τον συλλάβει και να πάει προς συνάντησή του. Άκουσε ο γράφων τη στιχομυθία, όπως και ο ίδιος ο Δανιήλ, που ήταν παρών. Ούτε τον αναφέρει το Δανιήλ ο Μπακόπουλος. Δεν ήταν στιβαρή και αποφασιστική η διοίκηση του.
Ο Πάνας που διστάζει και παίρνει αποφάσεις υπό την πίεση τρίτων, ΄΄αποστρατεύεται αυτεπαγγέλτως΄΄ με δυσμενή κρίση βάσει του ΙΗ Ψηφίσματος, χωρίς καν τη ΄΄δόξα΄΄ του στασιαστή αντιχουντικού όπως ο Ροζάκης.
Επιβραβεύονται έτσι εκείνοι οι ανώτατοι που δίστασαν και περίμεναν την εξέλιξη των πραγμάτων, όπως έγινε με όσους έμειναν πίσω. Οι ίδιοι δεν είχαν πει σθεναρά ΄΄όχι΄΄ στους ΄΄στασιαστές΄΄ για όσες ώρες εκείνοι φαίνονταν κυρίαρχοι στο ναυτικό. Οι περιπτώσεις αυτές  δεν περιποιούν τιμή για το ΠΝ.
Οι κυβερνήτες των υπολοίπων πλοίων περιοχής Σαλαμίνας οι οποίοι ήταν στη Σχολή Εξασκήσεως Ναυτικής Τακτικής (ΣΕΝΤ), επιστρέφουν σ’ αυτά και αποπλέουν (ΝΙΚΗ, ΠΑΝΘΗΡ, ΛΕΩΝ, ΑΡΣΑΝΟΓΛΟΥ, ΛΑΣΚΟΣ). Ο Μπακόπουλος γράφει στο πόρισμά του, πως διατάχθηκε αναστολή του απόπλου τους από τον ΑΑΠ, αλλά οι κυβερνήτες τους «…ευρέθησαν άνευ οδηγιών και απέπλευσαν μεμονωμένως χωρίς ουσιαστικώς να γνωρίζουν τον σκοπόν δι’ ον απέπλευσαν….». Οι αξιωματικοί αυτοί γνώριζαν πολύ καλά γιατί αποπλέουν, αφού όλοι έχουν μάθει τα περί κινήματος. Απλά ο ΑΑΠ πλέον Μπακόπουλος προσπαθεί στο πόρισμά του, να μειώσει τον αριθμό των πλοίων που συμμετείχαν στο ΄΄κίνημα του βασιλιά΄΄.
Ο (μετά έξη χρόνια για δεύτερη φορά) ΄΄στασιαστής΄΄ Νίκος Παππάς, θα γυρίσει την άλλη ημέρα το πρωί, όταν θα έχουν χαθεί όλες οι ελπίδες. Για τον Παππά ο Μπακόπουλος είναι πιο αυστηρός απ’ ότι για τους άλλους, που είχαν αποπλεύσει μαζί. «… αδικαιολόγητος παρουσιάζεται ο Κυβερνήτης του Β.Π. ΛΕΩΝ, Πλωτάρχης Ν. ΠΑΠΠΑΣ Β.Ν., όστις φέρεται λαμβάνων αδικαιολογήτους πρωτοβουλίας και τηρών επιφυλάξεις, ως προς την περαιτέρω στάσιν του. Τουτ’ αυτό ισχύει και διά τον Πλωτάρχη ΚΟΥΣΟΥΡΗΝ Β.Ν. Κυβερνήτου του Β.Π. ΠΑΝΘΗΡ. Όσον αφορά τον Κυβερνήτην του Β.Π. ΝΙΚΗ, Αντιπλ/ρχον Ι. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΝ Β.Ν. κρίνεται ότι η στάσις του οφείλεται εις επιπολαιότητα. Τέλος η στάσις του Κυβερνήτου Β.Π. ΒΛΑΧΑΒΑΣ Υποπλ/ρχου Γ. ΡΟΖΑΚΗ Β.Ν., κρίνεται δεδικαιολογημένη λόγω της συγγένειας του μετά του ΑΚΙΠ Υποναυάρχου Α. ΡΟΖΑΚΗ Β.Ν…»
Ο Ροζάκης Ν. είναι γιος του ΑΚΙΠ υποναυάρχου Α. Ροζάκη. Πέρασαν ώρες για να πεισθεί, να διακόψει το συναγερμό του πλοίου του και μετά την επιστροφή του στο Ναύσταθμο την άλλη ημέρα. Ο Πατσίλιας που ήταν πρώτος μηχανικός στο ΒΛΑΧΑΒΑΣ, εκφράζει στη συνέντευξή του τις τότε σκέψεις ενός στελέχους νέου στο βαθμό και την ηλικία. «…. Όταν ο Ροζάκης λοιπόν είπε ΄΄κουφάλες θα τους χτυπήσουμε΄΄ …(μας μάζεψε τον ύπαρχο και μένα), … μας έπιασε και το πολεμικό μένος, ζωστήκαμε και τα περίστροφα, εξοπλίσαμε και το καράβι και μπήκαμε στο κίνημα μέσα… θυμάμαι το Ναξάκη (γνωστός αργότερα από την υπόθεση Οτσαλάν) που έλεγε ΄΄Ζήτω ο βασιλιάς΄΄ και κάτι τέτοια…  ήμαστε και μικρό καραβάκι εμείς, είχε και καιρό έξω, φύγαμε πάντως για Θεσσαλονίκη…. όταν γυρίσαμε απλώθηκε μια φήμη ότι το κίνημα κατεστάλη… κάναμε κύκλους με το ΄΄ΒΛΑΧΑΒΑ΄΄ μέσα στο λιμάνι, στο Ναύσταθμο…. είχαμε γυρίσει τα πυροβόλα με στόχο το σηματωρείο… θα ρίξουμε – δε θα ρίξουμε…. εγώ και ο Μπανταβάνης ήμασταν πιο ενθουσιώδεις…  νέοι σημαιοφόροι και λέγαμε ΄΄εδώ άμα έχει κίνημα, θα ρίξουμε΄΄…. στείλανε ένα άγημα για να τον πάρουν….».
Οι αξιωματικοί αυτοί και όλο το πλήρωμα ήταν στο πλευρό του Κυβερνήτη τους, υπάκουαν σ’ αυτόν, όπως  έγινε σε όλα ανεξαιρέτως τα πλοία. Δε σκέφθηκε κανείς να συλλάβει και απομονώσει κυβερνήτη, όπως αντίστοιχα έγινε σε μονάδες του στρατού ξηράς με διοικητές τους. Ο Ροζάκης στριφογύριζε με το πλοίο του μέσα στο ναύσταθμο, μη θέλοντας να δεχτεί, πως όλα είχαν τελειώσει. Ο υποπλοίαρχος, που το βράδυ της 13ης Δεκεμβρίου 1967 απευθυνόμενος στον νέο αρχηγό του Στόλου τον Μπακόπουλο, τον προκάλεσε λέγοντας «πρώτη φορά βλέπω αρχηγό Στόλου χωρίς στόλο», προτίμησε να παραιτηθεί από το Ναυτικό και να αποστρατευτεί στις 26 Ιουνίου 1969.
Για τα πλοία που βρέθηκαν σε διάφορες αποστολές την ημέρα του ΄΄κινήματος΄΄, ο Μπακόπουλος αναφέρει απλά πως «…παρέμειναν εις τας θέσεις των εκτελούντα την αποστολή των…». Αυτής της κατηγορίας ήταν τα ΑΕΤΟΣ – ΠΕΖΟΠΟΥΛΟΣ – ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ που βρίσκονταν σε περιπολία ΄΄Τ΄΄ επιτήρησης στο Ανατολικό Αιγαίο. Τα υπόλοιπα που ήταν σε αποστολές συμμορφώθηκαν «…προς τας εντολάς της κυβερνήσεως…». Αυτά ήταν τα δύο υποβρύχια ΤΡΙΑΙΝΑ (κυβερνήτης πλωτάρχης Γ.Σταύρου) και ΠΟΣΕΙΔΩΝ (κυβερνήτης πλωτάρχης Χ.Τσουτσάνης) που βρίσκονταν στο Ναύσταθμο Σούδας, αλλάζοντας βάρδια σε λιμάνι διασποράς λόγω του Κυπριακού.
Το τελευταίο πλοίο που κινείται μόνο του επιστρέφοντας από ΄΄Τ΄΄ Επιτήρηση, (την οποία είχε αναλάβει το ΑΕΤΟΣ), είναι το ΙΕΡΑΞ με τον πλωτάρχη Α.Γκιόκεζα κυβερνήτη. Ο Γκιόκεζας (αργότερα συμμετέχει και αυτός στην οργάνωση για το ΄΄κίνημα του ναυτικού΄΄ το Μάιο του 1973) σημειώνει στην αναφορά του πως στις 0430 της 14ης Δεκεμβρίου «..εις επαφήν μετά του Β.Π.ΛΕΩΝ…του εζήτησα να με πλησιάσει προς Νότον καθ’ όσον κατάλαβα ότι έπλεεν προς Κύμην…». Εννοεί τον Παππά, που η Κύμη είναι η γενέτειρα του και όλο εκεί γυροφέρνει μέχρι και σήμερα.
Τα Αντιτορπιλικά με τα οποία ο Ροζάκης έπλεε από την Κρήτη προς Θεσσαλονίκη για στήριξη του βασιλιά, ήταν τα ΒΕΛΟΣ (κυβερνήτης αντιπλοίαρχος Ν.Δαμβέργης), ΔΟΞΑ (κυβερνήτης αντιπλοίαρχος Μ.Αγαπητός) και ΣΦΕΝΔΟΝΗ (κυβερνήτης αντιπλοίαρχος Γ.Στεφανάδης). Καταγράφουν στις αναφορές και οι τρεις τα γεγονότα πριν αποπλεύσουν και συνεχίζουν μέχρι τον κατάπλου στο ΝΣ αφού αν΄’εστρεψα από την περιοχή Σκύρου το πρωί της 14ης Δεκεμβρίου. Η περιγραφή είναι ουδέτερη…. είχαν ερωτηθεί από τον Ροζάκη και συμφωνήσει να συμμετάσχουν στο κίνημα.
Το ίδιο συνάγεται και από επιστολή του αντιναυάρχου ε.α. Βάλλα, που ήταν τότε ύπαρχος του Α/ΤΔΟΞΑ..«…….όταν ρωτήθηκα …δέχτηκα χωρίς σκέψη …προς υποστήριξη της κίνησης εναντίον της χούντας και όχι γιατί της κίνησης αυτής ηγείτο ο βασιλιάς!!… γιατί η πολιτεία, … δεν έλαβε υπόψη της στο θέμα της απονομής τίτλου “επιτίμου”  την αυθόρμητη αντιστασιακή συμμετοχή τους, όπως συνέβηκε για άλλους συναδέλφους οι οποίοι συμμετείχαν στο “κίνημα του Ναυτικού”;.. .. Ούτε καν τόλμησα να σκεφτώ ότι θα μπορούσα να διεκδικήσω κάτι τέτοιο ως “δώρο τιμής” έστω για την απλή συμμετοχή εναντίον της χούντας την 13.12.1967. Ο τίτλος του “επιτίμου” απονεμήθηκε και πάλι επιλεκτικά και αφειδώς.”»
Ο μόνος διοικητής πλοίων που τις ώρες έναρξης του ΄΄κινήματος΄΄ ήταν εν πλω, είναι ο πλοίαρχος Μαργαρίτης. Συνόδευε με τα Αντιτορπιλικά ΛΟΓΧΗ (κυβερνήτης Τσιαδής) και ΜΑΥΑΡΙΝΟ (Αλεξάνδρου) τμήμα της ΕΛΔΥΚ από την Κύπρο με το Υ/Κ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ενώ το Αρματαγωγό ΛΗΜΝΟΣ πλέει ανεξάρτητα λόγω μικρής ταχύτητας εξ ου και ουδόλως εμφανίζεται σε πορίσματα και αναφορές. Ο Μαργαρίτης ακολούθησε πορείες τις οποίες μπορούσε να αιτιολογήσει σε κάθε περίπτωση, όπως και έγινε. Όποιος και να κυριαρχούσε, η χούντα ή το κίνημα, θα άκουγε βάσιμες αιτιολογίες από τον ίδιο. Ο Μπακόπουλος καταχωρεί ουδέτερα τις κινήσεις του. Θα μπορούσε, αλλά δεν το έκανε, να καταλογίσει και σ’ αυτόν ευθύνες, επειδή στην αρχή είχε συνεχίσει την πορεία προς Θεσσαλονίκη, όπου έτσι κι αλλιώς κατευθυνόταν, συνοδεύοντας το ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ, αλλά με την κήρυξη συναγερμού υπό τον Δέδε ενήργησε παθητικά, περιμένοντας να δει την εξέλιξη των πραγμάτων. Ήταν και τυχερός λόγω θέσης που βρέθηκε με τα πλοία του. Έτσι έγινε Α/ΓΕΝ και κυβέρνησε το ναυτικό για τέσσερα και μισό χρόνια επί δικτατορικού καθεστώτος. Εξ ου και η ατάκα που κυκλοφόρησε ΄΄Η Μαργαρίτα έσωσε το Μαργαρίτη΄΄, όπως σημειώνει ο Μανταδάκης σε επιστολή του.
Τον Μπακόπουλο που διεξήγαγε την ΕΔΕ παραμερίζουν σε δύο μήνες από την έκδοση του πορίσματός του, για να τον διαδεχτεί στη θέση του αρχηγού του Στόλου στις 8/3/68 ο ευέλικτος Μαργαρίτης, τον οποίο είχε διασώσει με το πόρισμά του. Την παραμονή του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 ήταν δέκατος έβδομος στη σειρά ιεραρχίας. Όταν παρέδωσε στον Αραπάκη την αρχηγία του ναυτικού το 1973 είχαν αποστρατευθεί μεταξύ των δύο εξήντα πέντε μάχιμοι αξιωματικοί. Εάν ληφθεί υπόψη πως ο μέσος φυσιολογικός ετήσιος αριθμός αποστρατειών για μάχιμους ήταν από δέκα πέντε μέχρι είκοσι το πολύ, γίνεται αντιληπτό πως η ανέλιξη επί δικτατορίας για μερικά στελέχη, όπως ο Μαργαρίτης και ο Αραπάκης, επέβαλλε εκδίωξη μεγάλου αριθμού συναδέλφων τους.

13 Δεκέμβρη 1967 Τα Επιτελεία του Ναυτικού στο κίνημα

Δεκεμβρίου 13, 2012
ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ 13 ΔΕΚ 1967
  Στις 13 του Δεκέμβρη 1967  εκδηλώνεται το αποκαλούμενο «κίνημα του Βασιλιά» και ως μόνη αιτία βλέπουμε τις προτροπές συμβούλων του ώστε να μη ταυτιστεί άλλο με τη χούντα. Από τα κύρια πρόσωπα της ηγεσίας του ναυτικού (Βασιλικό ονομαζόταν ακόμα τότε)  ήταν κατ’ αρχήν ο Α/ΓΕΝ (Δέδες) που τάσσεται με το Βασιλιά,  Πανάς Αρχηγός Αιγαίου Πελάγους που βλέπει από το παράθυρο του γραφείου του τα πλοία να φεύγουν και ένας πλοίαρχος (Κονοφάος) να ακυρώνει τις διαταγές του και ο Ροζάκης Αρχηγός Κρητικού και Ιονίου Πελάγους που επικεφαλής ομάδας πλοίων διασχίζει το Αιγαίο προς τη Θεσσαλονίκη! Τις μέρες εκείνες από τα πλοία, δώδεκα βρίσκονται στο ναύσταθμο Κρήτης, τριάντα πέντε είναι στο ναύσταθμο Σαλαμίνας και τα υπόλοιπα επτά εν πλω. Οι αριθμοί αφορούν δεκάξι Αντιτορπιλικά και Κορβέτες, δύο Υποβρύχια , δεκάξι Αρματαγωγά, Οχηματαγωγά και βοηθητικά, επτά Τορπιλακάτους  και δεκατέσσερα Ναρκαλιευτικά. Με τη λήξη του κινήματος, από τη μεριά του ναυτικού αναλαμβάνει τη διενέργεια ένορκης εξέτασης ο υποναύαρχος Μπακόπουλος. Το πόρισμά του εκτιμάται ως αξιόπιστο και βασίζεται σε καταθέσεις και αναφορές αξιωματικών που συμμετείχαν. Μεταπολιτευτικά ο γράφων πήρε συνεντεύξεις από αξιωματικούς και στοιχεία τους περιλαμβάνονται στο παρόν. Στις 11 Δεκεμβρίου ο Δέδες πληροφορείται τηλεφωνικά από το βασιλιά, πως την επομένη θα επισκεφθεί το ναύσταθμο Κρήτης για επιθεώρηση. Στις 22.00 την ίδια μέρα ενημέρωσε τηλεφωνικά τον Ροζάκη, που το ανακοίνωσε στους επιτελείς του. Το μεσημέρι της επομένης ματαιώνεται η επίσκεψη Στο ΓΕΝ το πρωί 13 Δεκέμβρη τον Α/ΓΕΝ επισκέπτεται στο διπλανό του γραφείο ο Υφυπουργός Άμυνας Ζωιτάκης ο οποίος περί τις 11.30 φεύγει για το πεντάγωνο, χωρίς να πληροφορηθεί τίποτε για το τηλεφώνημα του βασιλιά. Το επόμενο τέταρτο μαθαίνουν από τη Ναυτική Διοίκηση Βορείου Αιγαίου που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη , πως έχει κηρυχθεί γενική επιφυλακή και ο βασιλιάς και πρωθυπουργός βρίσκονται εκεί υπό την προστασία του Γ΄ Σώματος Στρατού. Την ίδια στιγμή ο Αρχηγός του ΓΕΝ καλεί τον διευθυντή του Α΄Κλάδου αρχιπλοίαρχο Ι.Κοντογιάννη, ο οποίος στη συνέχεια μεταφέρει στο διευθυντή επιχειρήσεων πλοίαρχο Σ. Κονοφάο τη διαταγή για γενική επιφυλακή και στο ναυτικό, χωρίς να καθορίσει τη θέση του ΠΝ απέναντι στο βασιλιά. Περί τις 12.30 ο Δέδες διέταξε αύξηση ετοιμότητας των πλοίων και σε λίγο κατόπιν συσκέψεως με επιτελείς του προσδιόρισε τη θέση του ναυτικού στο πλευρό του βασιλιά. Διέταξε την έκδοση σήματος με ανάλογο περιεχόμενο και όλα τα πλοία να πλεύσουν ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και να τεθούν υπό τις διαταγές του. Ο Α/ΓΕΝ αναχωρεί για ΓΕΕΘΑ όπου ειδοποιήθηκε να πάει γύρω στις 1430. Δεν εξηγείται, γιατί ο Δέδες έφυγε από το Γενικό Επιτελείο και πήγε στο πεντάγωνο, όπου τον κάλεσαν οι αντίπαλοί του πλέον, στερώντας έτσι το ναυτικό από τον φυσικό του αρχηγό, που από εκείνη τη στιγμή  σε επίπεδο ηγεσίας του ΓΕΝ κινείται με εντολές του Κονοφάου. Το επισημαίνει ο Μπακόπουλος, «…Εις τινα δε περίπτωσιν ανήρεσεν διαταγήν του ΑΑΠ Υποναυάρχου  ΠΑΝΑ  διά της οποίας διετάσσοντο Πλοία όπως αγκυροβολήσουν εις όρμον ΦΑΛΗΡΟΥ…». Η εικόνα που δίνει ο Κονοφάος δραστηριοποιούμενος, δεν έχει καμία σχέση με την αντίστοιχη, όταν αναλαμβάνει την αρχηγία της οργάνωσης για κίνημα στο ναυτικό μετά έξη χρόνια το 1973.  Το Δεκέμβρη του1967 όλοι στο ΓΕΝ υπακούουν στις εντολές των ανωτέρων τους, μέχρις ότου καταφτάνει ο Περβαινάς και τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή. Αποδεικνύεται πως τα στελέχη των ΕΔ είναι εκπαιδευμένα στην υπακοή του ανωτέρου που έχει τη σφραγίδα της εξουσίας ή σε εκείνου που σταθερά και απαρέγκλιτα θα τους πείσει γι’ αυτό. Η απουσία του Δέδε έπαιξε σημαντικό ρόλο στη στροφή των πολλών υπέρ του Περβαινά ο οποίος τους μίλησε για αγάπη και πίστη στην πατρίδα, τους ζήτησε να βοηθήσουν στο έργο της ΄΄εθνικής κυβερνήσεως΄΄ «…και περαίνων, ηρώτησεν εάν τις εκ των παρισταμένων Αξιωματικών δεν επιθυμεί να συνεργασθεί μετ’ αυτού …»  Ο πλωτάρχης Φ. Καλλονάς δήλωσε, ότι δεν επιθυμεί να συνεργασθεί και προς στιγμήν φάνηκε πως θα ακολουθήσουν και άλλοι. Την κατάσταση σώζει ο αντιπλοίαρχος Μπάδρας, που, κατά τον Μπακόπουλο,κατάλαβε πως όλοι ήταν σε σύγχυση, δεν ήξεραν τι συμβαίνει, και «…ότι υφίστατο κρίσις συνειδήσεως λόγω του όρκου πίστεως προς τον Βασιλέα…». Στο τέλος όλοι γυρίζουν στα γραφεία τους «…και συνέχισαν τας εργασίας των, ακολουθούντες τας διαταγάς του νέου Α/ΓΕΝ….». Δεν είναι ιδιαίτερα τιμητική η εικόνα αυτή, εάν συνέβη έτσι. Διαφορετικά τα λέει ο Σκουριώτης στη συνέντευξή του μεταπολιτευτικά. «…Και ήρθε στο ΓΕΝ και έκανε τη μαλακία, επειδή είδε ότι υπήρχε αναμπουμπούλα, και λέει όποιος δεν συμφωνεί με αυτά που λέμε, δηλαδή εναντίον του βασιλέως, να σηκωθεί να φύγει, αλλά βέβαια την πάτησε εκεί πέρα, διότι βρήκανε ευκαιρία, όπως εγώ, και σηκώθηκα και έφυγα, όχι γιατί ήμουνα υπέρ του βασιλιά, αλλά εναντίον της χούντας. Και φύγανε σχεδόν άλλοι…  έβαλε τους βατραχανθρώπους με τον … τον θυμάμαι σαν και τώρα, στην πόρτα και μας γύριζε πίσω… μας είχε καλέσει στον θάλαμο επιχειρήσεων … της Κλαυθμώνος….» Από την ΕΔΕ Μπακόπουλου εικόνα για το τι συνέβη στο ΓΕΝ  παρέχει η κατάθεση του υποναυάρχου Γ.Παππάδιευθυντού Γ΄Κλάδου, που παρέμεινε άπραγος στο γραφείο του «..εν αναμονή διαταγών..». Στις 16.00 κατέφτασε ο Περβαινάς με διαταγή που τον όριζε Αρχηγό και συγκάλεσε σύσκεψη κλαδαρχών όπου ο Παππάς πήγε πρώτος. Στο ερώτημα «…εάν είναι διατεθειμένος να βοηθήσει το έργον της Εθνικής Κυβερνήσεως…» απάντησε «…ολοψύχως ΝΑΙ..». Ο Περβαινάς του ζήτησε να μείνει κοντά του, όπως έκανε «…καθ’ όλην την διάρκειαν της 13ης και της 14ης Δεκεμβρίου 1967… βοηθών τούτον εις το έργον του…». Επομένως, όπως δηλώνει και ο ίδιος, είναι σε θέση να γνωρίζει πως όλοι οι υπόλοιποι αξιωματικοί του ΓΕΝ «…εξετέλεσαν μετά προθυμίας τας διαταγάς . .. της Εθνικής Κυβερνήσεως…». Στην αρχική σύσκεψη ο Περβαινάς υπέβαλλε την ίδια ερώτηση και οι απαντήσεις έχουν ως εξής:
  • Ο Σούτσος ότι «…θέλει να βοηθήσει την Εθνικήν Κυβέρνησιν και το έργον της, πλην όμως δεσμεύεται από προσωπικούς δεσμούς τους οποίους έχει και προς τον βασιλέα και προς την βασιλικήν οικογένεια».
  • Ο αρχιπλοίαρχος Σταυρίδης «…ηρνήθη όπως συνεργασθή δηλώσας ότι τούτο είναι αντίθετον προς τας πεποιθήσεις του»
  • Ο αρχιπλοίαρχος Κοντογιάννης και ο πλοίαρχος Κονοφάος «..ηρνήθησαν την συνεργασίαν θέτοντες θέμα όρκου και πίστεως προς τον βασιλέα»
  • Ο αρχιπλοίαρχος Οικονομικός Γεωργουλόπουλος και Μηχανικός Λ.Βολωνάκης «..απήντησαν ότι προθύμως θα συνεργασθούν με την Κυβέρνησιν…».
Ο νέος Α/ΓΕΝ ζήτησε από τους τέσσερις αρνηθέντες τη συνεργασία, να πάνε σπίτι τους και να περιμένουν διαταγές. Σημειώνεται εδώ, πως από τους τρεις συνεργασθέντες οι δύο είναι οι αρχαιότεροι των μηχανικών και οικονομικών αξιωματικών, ενώ ο τρίτος (ο Γ.Παππάς) κατέχει τον τελευταίο σε σπουδαιότητα κλάδο του ΓΕΝ, που καλύπτεται από μάχιμους. Η περιγραφείσα κατάσταση δε σημαίνει πως οι αξιωματικοί με την ειδικότητα του μαχίμου είναι πλέον δημοκρατικοί από τους υπολοίπους, αυτοί όμως υποχρεώθηκαν να αντιμετωπίσουν την πρόκληση και συντέλεσαν στις εξελίξεις ως κατέχοντες θέσεις ισχύος (κυβερνήτες, διοικητές, κλαδάρχες επιχειρήσεων και προσωπικού). Εκ των πραγμάτων έπρεπε να πάρουν θέση και όχι να περιμένουν ΄΄διπλωματικά΄΄ στο γραφείο, για νέα καθήκοντα. Αυτά συμβαίνουν στο ΓΕΝ. Παράλληλα τρέχουν τα γεγονότα στην Κρήτη, όπου στον Ροζάκη  ανήκουν δώδεκα πλοία (ενώ στον ΑΑΠ Πανά σαράντα τρία). Οι αριθμοί δεν παίζουν ανάλογο ρόλο, διότι η δύναμη πυρός δεν είναι συνάρτησή τους αλλά σχετίζεται με το είδος των πλοίων. Στην περίπτωση όμως του κινήματος δεν υπήρξαν συγκρούσεις και οι αριθμοί έχουν τη βαρύτητά τους. Στις 12 Δεκ στις 2100 ο πλωτάρχης Σ. Ταπίνης, κυβερνήτης του Β.Π. ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ παραλαμβάνει απ’ τον Κωνσταντίνο σφραγισμένο φάκελο με την εντολή να τον δώσει στο Ροζάκη το ταχύτερο δυνατόν. «.. Ο πλωτάρχης …κατόρθωσεν, παρά τας παρουσιασθείσας δυσχερείας εις τας συγκοινωνίας λόγω καιρού, να …παραδώση την επομένην περί ώραν 12.00 τον εσφραγισμένον φάκελον…». Ο Ροζάκης που βρίσκεται στις Μουρνιές στο αρχηγείο ΑΚΙΠ, παραλαμβάνει από τον Ταπίνη το γραπτό μήνυμα του βασιλιά περί τις 1200 της επομένης, συνεννοείται με τον Α/ΓΕΝ τηλεφωνικά και συγκεντρώνει τους αξιωματικούς στο ναύσταθμο, διαβάζει το βασιλικό διάγγελμα, μιλάει για τον όρκο τους στο βασιλιά και διατάσσει να διαβαστεί και σε όλο το υπόλοιπο προσωπικό, όπως και έγινε από τον αντιπλοίαρχο Ι.Βασιλειάδη. Ορίζει τον αρχιπλοίαρχο Σολιώτη τον διοικητή του ναυστάθμου αντικαταστάτη του και στις 16.15 επιβαίνει του ΣΦΕΝΔΟΝΗ. Ενημερώνει τους κυβερνήτες ΒΕΛΟΣ – ΣΦΕΝΔΟΝΗ – και ΔΟΞΑ, ότι σκοπεύει να πλεύσει προς Θεσσαλονίκη για να συμμετάσχει στην προσπάθεια του βασιλιά, συμφωνούν και το κίνημα κατά της χούντας έχει τα πρώτα του πολεμικά εν πλω. Ο Κωνσταντίνος θεωρούσε ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις του ανήκουν και οι αξιωματικοί οφείλουν να θεωρούν τις θέσεις τους ως τέτοιες επικαρπίας του Κωνσταντίνου. Το αποτέλεσμα της ενεργοποίησης του κινήματος με επιστολές ήταν να συλλάβουν τους περισσότερους παραλήπτες οι της ΄΄επαναστάσεως΄΄ και να τους εξουδετερώσουν. Ο Μόραλης (διοικητής Ναρκαλιευτικών και Υποβρυχίων στη Σαλαμίνα) περιγράφει με αναφορά τα γεγονότα από το μεσημέρι της 13ης που καταφτάνει ο Ταπίνης μέχρι την 0600 της επομένης που τον έβγαλαν από την απομόνωση και παρέλαβε τη διοίκηση από το Σολιώτη… Η αναφορά του είναι πιο ΄΄υπηρεσιακή΄΄ χωρίς θριαμβολογίες, κομπορρημοσύνες και αυτοπροβολές. Τήρησε συνετή στάση ως διοικητής χωρίς ακρότητες που θα οδηγούσαν σε αντιδράσεις και διώξεις. Είναι βασιλόφρων, όπως τονίζει ο ίδιος, και έχει υπηρετήσει ως  υπασπιστής του Παύλου στον Στρατιωτικό Οίκο Αυτού Μεγαλειότητος από 1960 μέχρι 1963. Σε συνέντευξη μεταπολιτευτικά δηλώνει πως δε διαπίστωσε να κυριαρχεί  η Φρειδερίκη επί του συζύγου της, όπως πολλοί νομίζουν, αλλά το αντίθετο! Επίσης πως δεν αντιλήφθηκε να έχει ο βασιλιάς ιδιαίτερες σχέσεις με τις ένοπλες δυνάμεις ούτε να προσπαθεί να τις ελέγχει!! Εδώ η μνήμη του έχει πάει περίπατο! Ο Σολιώτης περιγράφει σε αναφορά στο νέο Α/ΓΕΝ τι συνέβη από ώρας 1100 της 13ης Δεκεμβρίου μέχρι τις 10.00 το άλλο πρωί, οπότε και παρέδωσε το συγκρότημα με διακόσιους αξιωματικούς και χίλιους πεντακόσιους πλήρωμα «…όπερ {εκλήθην} να το οδηγήσω …  ακέραιον υπό τας διαταγάς σας…». Αφήνει να εννοηθεί πως όσο ήταν ο Ροζάκης παρών, ενεργούσε κατ’ εντολήν του. Έτσι ήταν, αλλά είχε συμφωνήσει. Και όταν ο Κωνσταντίνος «…έφθασεν εις Ρώμην αρθείσης πάσης αμφιβολίας μέχρι και του τελευταίου ανδρός…» ανακοίνωσε στους αξιωματικούς πως δεν είχαν παρά να συνεχίσουν «…υπό τον πλοίαρχον Γ.Μόραλην με πίστην εις την Εθνικήν Κυβέρνησιν…». Σε οκτώ πυκνογραμμένες σελίδες προσπαθεί να σώσει τη σταδιοδρομία του… αναφέρει για ζάχαρη που ζήτησε ο στρατηγός της V΄ μεραρχίας της περιοχής, ως προσπάθεια του στρατού να βρει τρόπο να μπει στο ναύσταθμο, και το κρέας που ζήτησε αυτός, σε αντιπερισπασμό. Τι διαφορά π.χ. με το Σούτσο! Το Σολιώτη απέταξαν μαζί με τους άλλους. Για το ισχυρότερο αρχηγείο Αιγαίου Πελάγους στη Σαλαμίνα, δεν υπάρχει ιδιαίτερη αναφορά εκτός πορίσματος Μπακόπουλου ως και κυβερνητών και διοικητών πλοίων, με τα οποία  οι ίδιοι απέπλευσαν στηρίζοντας το κίνημα, χωρίς τον αρχηγό τους Πανά που παρέμεινε στο γραφείο του. Παραλαμβάνοντας ο Περβαινάς Α/ΓΕΝ όλοι οι αρχαιότεροί του ναύαρχοι αποστρατεύονται, ανεξάρτητα εάν ήταν ή όχι με την ΄΄επανάσταση΄΄ ή με το ΄΄κίνημα΄΄. Το ίδιο και ο Μπακόπουλος μετά τρεις μήνες αφότου διενήργησε την ΕΔΕ.

[1] Το κείμενο βασίζεται στο βιβλίο του υπογράφοντος Οι Έλληνες Στρατιωτικοί, Παπαζήση, Αθήνα 2006

Η χούντα διώκει τους αξιωματικούς του κινήματος της 13ης Δεκέμβρη 1967

Δεκεμβρίου 12, 2012
ΔΙΩΞΕΙΣ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΛΟΓΩ ΔΡΑΣΗΣ ΣΤΙΣ 13 ΔΕΚ 1967
Οι  πειθαρχικές διώξεις και οι αιτιολογίες που προβλήθηκαν για αντιμετώπιση όσων ενήργησαν ΄΄θετικά΄΄ ή ΄΄ουδέτερα΄΄ κατά το κίνημα του Βασιλιά στηρίχθηκαν στα στοιχεία του πορίσματος της ΕΔΕ του υποναύαρχου Μπακόπουλου και έχουν εν ολίγοις ως εξής.
Αντιναύαρχος Ιπ. ΔΕΔΕΣ, αρχηγός ΓΕΝ. Απόταξη παμψηφεί.  Το πρωτότυπο είναι πως, του προσάπτουν και ως απόδειξη της συνενοχής του για το πραξικόπημα, ότι όταν του ζητήθηκε να παρέμβει για επανάπλου του Ροζάκη, το έκανε αφού, πρώτα επικοινώνησε με τον φερόμενο ως αρχηγό του πραξικοπήματος αντιστράτηγο Κόλλια, που ήταν στη Λάρισα. Η απορία του γράφοντος γιατί εγκατέλειψε το επιτελείο του ΓΕΝ  Στην Πλατεία Κλαυθμώνος την ώρα που ξεσπούσε το κίνημα, για να μεταβεί στο στόμα του λύκου στο ΓΕΕΘΑ δεν έχει λυθεί. Ανεξάρτητα από τις λανθασμένες κινήσεις του Δέδε, που απέδειξε πως δεν ήταν ηγέτης με αποφασιστικότητα να φτάνει ως τα άκρα, η αιτιολογία της απόταξής του δεν έχει προσβλητικό χαρακτήρα.
Υποναύαρχος Δ. ΣΟΥΤΣΟΣ υπαρχηγός ΓΕΝ, απόταξη με ψήφους 4-1. Ο Σούτσος κατά τον Μπακόπουλο δεν είχε αντιρρήσεις για την ΄΄Εθνική Κυβέρνηση΄΄ αλλά είχε σχέσεις με τη βασιλική οικογένεια. Επομένως δεν μπορούσε να βοηθήσει την ΄΄επανάσταση΄΄. Άρα δεν κινήθηκε κατά της δικτατορίας, αλλά υπέρ του βασιλιά. Ήταν κατά τα φαινόμενα ο μόνος εκπρόσωπος της μεγαλοαστικής τάξης στο Σώμα των αξιωματικών του ναυτικού εν ενεργεία την 20-4-1967.
Ο Αρχιπλοίαρχος Ι. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ, επικεφαλής του Α΄Κλάδου επιχειρήσεων και ο αρχιπλοίαρχος Μ. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ του Β΄Κλάδου προσωπικού στου ΓΕΝ, απόταξη με ψήφους 4-1. Ο Σταυρίδης, τάξης εξόδου 1937, είχε και αυτός κατέβει στον πόλεμο στη Μέση Ανατολή με το Α/Τ ΑΕΤΟΣ και σταδιοδρόμησε έκτοτε κανονικά,  μέχρι την απόταξή του με τη ΙΗ΄ συντακτική πράξη στις 14/2/68, της οποίας προηγήθηκε η αποστράτευση στις 20 Δεκεμβρίου ’67. Το Μάιο του 1969 τον εκτοπίζουν στο Λιδωρίκι μέχρι τον Σεπτέμβριο και στη συνέχεια στο Θέρμο Τριχωνίδας μέχρι τον Απρίλιο 1971. Στη μεταπολίτευση θα αποκατασταθεί στο βαθμό του αντιναυάρχου.
Ο Πλοίαρχος Σ. ΚΟΝΟΦΑΟΣ διευθυντής της Α1 του Α΄Κλάδου, απόταξη  στις 3 Φεβρουαρίου 1968 ΄΄παμψηφεί΄΄, επειδή ουσιαστικά στην αποχώρηση του Α/ΓΕΝ Δέδε αυτός κράτησε με έντονη δραστηριότητα όλο το ναυτικό στο κίνημα, μέχρι την άφιξη του νέου Α/ΓΕΝ Περβαινά. Θα τον εκτοπίσουν στα Φουρνά Ευρυτανίας από τις 14 Αυγούστου μέχρι τον Οκτώβριο και στη συνέχεια μέχρι τον Δεκέμβριο του 1968 στην Κύμη Ευβοίας. Στην εξάρθρωση του κινήματος  του ναυτικού το Μάιο του 1973 θα συλληφθεί πάλι, ως αρχηγός του και θα κρατηθεί μέχρι τις 22 Αυγούστου 1973. Στη μεταπολίτευση ως Αρχηγός του Στόλου αρχικά και του ναυτικού στη συνέχεια, θα βάλει τη σφραγίδα του μέχρι τις 4 Ιανουαρίου 1982, που αποστρατεύεται μετά πεντέμισι χρόνια.
Αντιπλοίαρχος Δ. ΔΟΥΣΗΣ διευθυντής Προσωπικού (Β3) του ΓΕΝΘα αμειφθεί ο Δούσης και αργότερα το 1973 θα αναλάβει επικεφαλής της Ναυτικής Εκπαέδευσης του ναυτικού ΔΝΕ για ένα χρόνο μέχρι τον Ιούνιο του 1974. Και τούτο προδιαγράφεται από τα γραφόμενα γι’ αυτόν στο πόρισμα. Συγκεκριμένα αναφέρει, πως αρχικά ακολούθησε τη γραμμή που είχε καθορίσει ο Δέδες για το ναυτικό, αλλά δεν πήρε πρωτοβουλίες «…ως εκ της θέσεώς του, υπέρ του πραξικοπήματος…» (Ο Μπακόπουλος στο πόρισμα ως «πραξικόπημα» εννοεί το κίνημα του βασιλιά κατά της «επαναστάσεως» και όχι την 21η Απριλίου 1967). Ήρθε όμως σε επαφή με τον ταγματάρχη Τσάκα του γραφείου του Πρωθυπουργού, και συνεργάσθηκε για την χωρίς δυσκολίες εγκατάσταση του νέου Α/ΓΕΝ.
Ο Πλωτάρχης Φ. ΚΑΛΛΟΝΑΣ της Γ1 διεύθυνσης του ΓΕΝ,  «…μετά την ομιλίαν του νέου Α/ΓΕΝ εις Θάλαμον Επιχειρήσεων και εις σχετικήν ερώτησίν του, απήντησεν ξηρώς ότι δεν επιθυμεί να συνεργασθεί προς επιβοήθησιν του έργου της Κυβερνήσεως…». Αυτό προξένησε δυσάρεστη ατμόσφαιρα αλλά «…μετά τας δοθείσας διευκρινήσεις ούτος, ως και οι λοιποί, παρέμεινον εις τας θέσεις των….». Δεν εντοπίζεται στα διατιθέμενα έγγραφα ποια ήταν η εξέλιξη του Καλλονά. Ο μικρός βαθμός τον έσωσε από την παραπομπή σε έκτακτη κρίση.
Ο Υποναύαρχος Α. ΡΟΖΑΚΗΣ ο Αρχηγός Κρητικού και Ιονίου Πελάγους,αποτάσσεται παμψηφεί.  Ξεχνώντας στην αντιγραφή των όσων περιλάμβανε ο Μπακόπουλος στο πόρισμα, πρόσθεσαν ως λόγο αποστρατείας του Ροζάκη και το ότι «…Άμα τη αποτυχία του πραξικοπήματος, διέταξεν τα πλοία του όπως πλεύσουν εις Β.Ν.Σ….».Ο μόνος αξιωματικός με βαθμό ναυάρχου που επέβη πλοίου, και συμμετείχε στο κίνημα για χρόνο μάλιστα πολύ περισσότερο απ’ όσο άντεξε ο βασιλιάς, ήταν ο Ροζάκης.
Ο Κωνσταντίνος αδιαφορώντας ουσιαστικά για τον κόσμο που τον ακολούθησε, απέδειξε πως δεν είχε καμία περί ΄΄τιμής΄΄ σχέση με αυτά που υποτίθεται πως μάθαινε στις στρατιωτικές σχολές, όπου επίσης υποτίθεται πως φοιτούσε. Θεωρούσε αυτονόητη τη θυσία των στελεχών του στρατεύματος γι’ αυτόν. Η μοναρχία με τη φυγή του, πρέπει να έχασε πολλούς από τους μέχρι τότε οπαδούς της στις τάξεις των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων. Εάν όλοι γνώριζαν τις συμπεριφορές και τη στάση των μελών αυτής της οικογένειας απέναντι στις ΕΔ, δεν θα υπήρχαν πολλοί βασιλόφρονες.
Η δίωξη του Ροζάκη θα συνεχισθεί και αργότερα, αφού δεν τήρησε την υπόσχεση που έδωσε γραπτά μετά την αποτυχία της 13ης Δεκέμβρη 1967 να μην κινηθεί ενάντια της «επαναστάσεως». Θα εκτοπισθεί στο Καρπενήσι από τον Αύγουστο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1968. Φέρεται ως οργανωμένος και στην ΕΑΝ (Ελληνική Αντιδικτατορική Νεολαία) του Σαβούρα με άλλους. Όπως όμως αναφέρει ο διοικητής της υπηρεσίας πληροφοριών της γενικής ασφάλειας προς τον ΑΠΑΕΣΑ (Ασκών Ποινική Αγωγή Εκτάκτου Στρατοδικείου Αθηνών) με έγγραφο του για τους συλληφθέντες γι’ αυτήν την υπόθεση με κατηγορία ΄΄σύσταση συμμορίας΄΄, η σύλληψη του Ροζάκη δεν επιτεύχθηκε, γιατί διέφυγε στο εξωτερικό. Αποκαθίσταται μεταπολιτευτικά στο βαθμό του αντιναυάρχου, στις 14 Αυγούστου 1976. Στις 14 Μαρτίου 1980 του απονέμεται ο τίτλος του επίτιμου ΑΚΙΠ.
Αρχιπλοίαρχος Χ. ΣΟΛΙΩΤΗΣ (ήταν ο διοικητής του Ναυστάθμου Κρήτης και αντικατστάτης του Ροζάκη).Απόταξη παμψηφεί, μάλλον διότι περιόρισε τον αντικαταστάτη του Μόραλη σε γραφείο. Είναι η μόνη περίπτωση στο ναυτικό που στέλεχος αντιμετωπίζεται με σύλληψη στη διάρκεια του ΄΄κινήματος΄΄ από την πλευρά των ΄΄κινηματιών΄΄. Αν ήξερε ο Σολιώτης πως θα τον αποτάξουν θα κρατούσε πιο ουδέτερη/αξιοπρεπή στάση στην αναφορά που υπέβαλλε, εκθέτοντας τα γεγονότα.
Πλοίαρχος Σ. ΜΟΥΡΙΚΗΣ (διοικητής πλοίων ΔΕΣ1 υπό τον Πανά) .Απόταξη παμψηφεί. Στην αιτιολογία  της απόφασης εκτός του ότι   δεν υπάκουσε σε διαταγές Υπουργού, του νέου Αρχηγού ΓΕΝ και του ΑΑΠ, προσθέτουν τον  παράδοξο λόγο «…Επανέφερε τα πλοία του εις Β.Ν.Σ. μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος…». Ως μόνη αιτία για την προσθήκη της τελευταίας αυτής παραγράφου, εκτιμάται η ακριβής και απρόσεκτη αντιγραφή από το πόρισμα του Μπακόπουλου, ο οποίος πρόσθετε και αυτο το στοιχείο ως ελαφρυντικό.
Αντιπλοίαρχος Ι. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ (υπηρετούσε στο Αρχηγείο του Ροζάκη στην Κρήτη).Ο Μπακόπουλος τον καλύπτει. Προφανώς  δεν ήθελε για το Βασιλειάδη κακή εξέλιξη, όπως και για όλους σχεδόν τους νέους αξιωματικούς, που είχαν πάρει μέρος στο κίνημα και δεν ήταν λίγοι.
Εναντίον των κυβερνητών των πλοίων που απέπλευσαν από την Κρήτη υπό τον υποναύαρχο Ροζάκη και συγκεκριμένα των αντιπλοιάρχων Ν. Δαμβέργη (Α/Τ ΒΕΛΟΣ), Σ. Στεφανάδη (Α/Τ ΣΦΕΝΔΟΝΗ) και Μ. Αγαπητό (Α/Τ ΔΟΞΑ) δεν ελήφθη κανένα μέτρο μετά την λήξη του κινήματος του Βασιλιά κατά της χούντας στις 13 Δεκέμβρη 1967.
Ο Μπακόπουλος αναφέρει γι’ αυτούς στο πόρισμά του πως εκτέλεσαν διαταγές του αρχηγού τους χωρίς αντιδράσεις από τον απόπλου τους μέχρι τον καταάπλου στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας (ΝΣ).
Το Δαμβέργη αργότερα θα στείλει ο Α/ΓΕΝ Αραπάκης επικεφαλής του κλιμακίου για την παρακολούθηση και παραλαβή των νέων υποβρυχίων στη Γερμανία. Μετά τη συμμετοχή του στο κίνημα υπέρ του βασιλιά, έστω και υπό διαταγάς του Ροζάκη, ο Δαμβέργης όπως και ορισμένοι απ’ όσους  διασώθηκαν, έπρεπε να πείσουν πως είναι υπάκουοι στην ΄΄επανάσταση΄΄. Αυτό σημαίνει, πως σε κάθε τους ενέργεια όφειλαν, να αποδεικνύουν την πίστη τους, πιο θερμά από όσους δεν συμμετείχαν, πράγμα που είναι και το χειρότερο στο συμβιβασμό.
Τον υποναύαρχος ΠΑΝΑ Αρχηγό Αιγαίου Πελάγους (ΑΑΠ) τον αποστρατεύουν με δυσμενή κρίση παμψηφεί.  Μάλιστα τον εκθέτουν επισημαίνοντας στην αιτιολογία ότι με τις αλλαγές των αποφάσεών του «…απώλεσε περαιτέρω πλήρως το κύρος και προσωπικότητα αρχηγού…». Και ήταν, τουλάχιστον αυτή, μια σωστή κρίση. Γράφει γι’ αυτόν ο Μπακόπουλος, πως επενέβη να παρεμποδίσει τον απόπλου των πλοίων αποβάσεως στην αρχή ενώ στη συνέχεια κατόπιν επαφής με τον Αργηγό του ΓΕΝ Δέδε, εκδίδει διαταγή απόπλου, αλλά και πάλι μετά συζητήσεις «..πεισθείς …διέταξεν την αναστολήν της διαταγής απόπλου την 131722…» Αυτή δεν είναι εικόνα σοβαρού στρατιωτικού ηγέτη. Σωστά το εντοπίζει το χουντικό Συμβούλιο κρίσεως, παραλείποντας να αφαιρέσει από το αιτιολογικό της αποστρατείας, πως δεν διαπίστωσε προηγούμενη συνεννόηση του Πανά με το Βασιλιά για το κίνημα.
Όσο για τους λοιπούς αξιωματικούς του ΑΑΠ που περιλαμβάνει στο πόρισμά του ο Μπακόπουλος, αυτοί είναι οι κυβερνήτες των πλοίων που ανήκαν σ’ αυτό το Αρχηγείο υπό τον Πανά και που απέπλευσαν του ναυστάθμου υπέρ του ΄΄κινήματος΄΄.
Πλωτάρχης Ν. ΠΑΠΑΣ. (Κυβερνήτης του Αντιτορπιλικού ΛΕΩΝ).Είχε κληθεί και αυτός το Αρχηγείο Αιγαίου Πελάγους, αλλά δεν έμεινε να μάθει τα αποτελέσματα της σύσκεψης των διοικητών πλοίων υπό τον Πανά και απέπλευσε. Στην αναφορά που υποβάλλει ο Παππάς, όπως όλοι που συμμετείχαν στο κίνημα, αφού αναφέρει τα περί συγχύσεως που επικράτησαν τις πρώτες ώρες, περιγράφει τις κινήσεις του πλοίου του και τους λόγους που πήρε τις αντίστοιχες αποφάσεις. Τις αποδίδει περισσότερο στην σύγχυση που επικρατούσε και στην πεποίθηση, πως έπρεπε να πράξει έτσι Δεν αναφέρεται ο Παππάς καθόλου στο κίνημα και στο βασιλιά. Ο ίδιος είναι αντιχουντικός αξιωματικός, με πλήρη επίγνωση της κατάστασης αποπλέει του Ναυστάθμου και το ότι δεν περιμένει το αποτέλεσμα των συσκέψεων είναι σύμφωνο με τον χαρακτήρα του. Αγκυροβολεί στο μεταξύ και για μερικές ώρες κάτω από την Κύμη που είναι η πατρίδα του,. Μετά από πεντέμισι χρόνια δε θα διστάσει με το Α/Τ ΒΕΛΟΣ, να εγκαταλείψει την άσκηση του ΝΑΤΟ και να αγκυροβολήσει, αυτή τη φορά όχι στην Κύμη αλλά στο Φιουμιτσίνο.
Πλωτάρχης ΚΟΥΣΟΥΡΗΣ (Κυβερνήτης Αντιτορπιλικού ΠΑΝΘΗΡ).Ο Κουσουρής κατά τον Μπακόπουλο δεν περιμένει όπως και ο Παππάς τα αποτελέσματα της σύσκεψης διοικητών, και αποπλέει επίσης. Πριν φτάσει στο ύψος της Ψυτάλλειας, πλησιάζει ο Μόραλης επι  τορπιλακάτου και τον καλεί να επιστρέψει, όπως και έγινε λίγο αργότερα. Καταγράφει επίσης πως προέτρεψε και τα ΝΙΚΗ- ΠΕΖΟΠΟΥΛΟΣ- ΛΑΣΚΟΣ- ΒΛΑΧΑΒΑΣ να τον ακολουθήσουν, ενώ σαν να ειρωνεύεται συμπληρώνει πως «…αντελήφθην ότι είχεν ξεσπάσει επανάστασις κατά της Εθνικής Κυβερνήσεως και εις κρισίμους διά το Έθνος στιγμάς…». Δε γίνεται επίσης πιστευτός, όταν σημειώνει πως πιστεύει «…εις την υψηλήν αποστολήν της εκ της 21ης Απριλίου 1967 Εθνικής Κυβερνήσεως ως προς την αναγέννησιν του Έθνους…». Αργότερα στις 25 Μαίου 1973 που θα συλληφθεί για συμμετοχή στην οργάνωση του άλλου, θα μαθευτεί πως στο σπίτι του γινόντουσαν και συσκέψεις των ΄΄συνωμοτών΄΄.
Ο Πλωτάρχης ΤΑΠΙΝΗΣ ο κυβερνήτης της Κορβέτας ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ, του πλοίου που χρησιμοποιεί ο βασιλιάς για τις επιθεωρήσεις του στόλου στη Ναυτική Εβδομάδα. Ο Μπακόπουλος δεν τον καλύπτει, όπως τους άλλους κυβερνήτες, μάλιστα του προσάπτει πως εγκατέλειψε το πλοίο του για να μεταβεί στην Κρήτη, ξεχνώντας πως εκτελούσε διαταγή και μάλιστα του βασιλιά. Δεν εντοπίσθηκε αναφορά του Ταπίνη, όπως άλλων αξιωματικών. Αποτάσσεται και δεν εγγράφεται στα στελέχη των εφέδρων αξιωματικών. Είναι ο μικρότερος σε βαθμό και ηλικία (τάξη 1952) από όσους διώχτηκαν από το Π.Ν. για την 13η Δεκεμβρίου. Όλοι οι άλλοι είναι από βαθμό πλοιάρχου και πάνω. Λίγο αργότερα θα τον εκτοπίσουν από τον Αύγουστο μέχρι τον Δεκέμβριο 1968 στο Μουζάκι Καρδίτσας. Ο Ταπίνης θα αποκατασταθεί το 1974, θα επανέλθει στην ενέργεια και θα σταδιοδρομήσει στο Π.Ν. μέχρι το 1982 που θα αποστρατευθεί ως υποναύαρχος.
Στα γραπτά ντοκουμέντα που εξετάσθηκαν βλέπει κανείς τα συμβάντα του «Κινήματος του Βασιλιά», τα αίτια της αποτυχίας, τους χαρακτήρες και την παιδεία των συντελεστών του. Δεν εξετάζονται, όπως των λοιπών αποταχθέντων, οι περιπτώσεις Σούτσου, Κοντογιάννη, Σολιώτη και Μουρίκη.
Δεν εντοπίσθηκε σε έγγραφα ο ρόλος που έπαιξαν, οι οπαδοί της «επανάστασης». Εξ αυτών οι Καμαρινέας,  Λαγωνίκας,  Πολιτόπουλος,  Μάντζαρης,  Τραγέας,  Σκιαδόπουλος,  Παναγάκης,  Μυλωνάς, Βόσσος, Ζωιδάκης, κινήθηκαν στο Αρφηγείο Ναυτικού, στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας, στο Αρχηγείο Αιγαίου Πελάγους και στα Κέντρα Εκπαίδευσης Κανελλόπουλος και Παλάσκας. Οι Φίλης, Κανελλόπουλος και Χατζηκώστας στην Κρήτη.
Ο Μπακόπουλος αφού υπήρξε ο ανακριτής της υπόθεσης αμείφθηκε με την  αποστρατεία του σε ένα τρίμηνο από αυτούς ακριβώς της χούντας, που υπηρέτησε. Υπήρξαν και άλλοι. Εδώ μνημονεύονται εκείνοι στους οποίους τα γραπτά κείμενα προσέδωσαν διάφορους ρόλους. Ο Μάντζαρης ακουγόταν συνέχεια από τις συσκευές ασυρμάτου, να διαβάζει ο ίδιος τα σήματα που εκπέμπονταν από την πλευρά της χούντας. Γνωρίζαμε τη φωνή του, γιατί τον είχαμε επιτηρητή στη Σχολή Δοκίμων. Και ήταν, αυστηρός και δίκαιος ως επιτηρητής. Στη δικτατορία έκανε την επιλογή του.
Το 1967 έκλεισε για το ναυτικό, με ένα κίνημα που δεν έπληξε τη χούντα αλλά ξεκαθάρισε τα πράγματα για πολλούς. Η δικτατορία εν τούτοις βγήκε απ’ αυτό δυναμωμένη, αφού της δόθηκε η ευκαιρία να βγάλει τα συμπεράσματά της για φίλους και εχθρούς μεταξύ των αξιωματικών. Από εκεί και μετά, δικαιολογημένα πλέον, δεν θα έχει εμπιστοσύνη στο ναυτικό, ενώ τις ίδιες ημέρες το διαπιστώνει, και από το χώρο των υπαξιωματικών του με την υπόθεση εμπλοκής μιας ομάδας στη Δημοκρατική Άμυνα..

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αναξίμανδρος (610-540 π.X.)

Γέννηση, θάνατος, άπειρο », 23 Μαΐου 2011 Επιστήμες / Μορφές της Επιστήμης & της Τεχνολογίας   Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Αστρονομίας και των Φυσικών Επιστημών - Πανεπιστήμιο Αθηνών Στράτος Θεοδοσίου Στην φιλοσοφία του Αναξίμανδρου, το άπειρο, που ήταν αθάνατον και ανώλεθρον, ήταν η πρωταρχική κοσμική ουσία από την οποία απορρέουν τα πάντα και στην οποία τελικά επιστρέφουν τα πάντα. Από αυτό γεννιούνταν και σε αυτό επέστρεφαν αλληλοδιαδόχως άπειροι κόσμοι. των Στράτου Θεοδοσίου, επίκουρου καθηγητή, και Μάνου Δανέζη , αναπληρωτή καθηγητή, Τμήμα Φυσικής – Πανεπιστήμιο Αθηνών και Milan Dimitrijevic , Astronomical Observatory of Belgrade, Serbia Την ίδια εποχή με τον Θαλή έδρασε, επίσης στην Μίλητο, ο μαθητής και διάδοχος στην Σχολή του, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.X.), ο οποίος, όπως παραδέχονται όλοι οι μελετητές εκείνης της περιόδου, ήταν ισάξιος του διδασκάλου του και ο πρώτος που μαζί

Είχε Δίκιο η Αντιγόνη ή ο Κρέων;

Επανερχόμαστε   στα παλιά ερωτήματα. Είχε άραγε κάπου δίκιο η Αντιγόνη (ή εξ ολοκλήρου δίκιο); Και είχε άραγε ο Κρέων κάποιο άδικο (ή εξ ολοκλήρου άδικο); Δεν είναι βέβαιο ότι αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που θα μπορούσε κανείς να θέσει για το έργο, τουλάχιστον έτσι ωμά διατυπωμένα. Ή μάλλον θα μπορούσε ο Σοφοκλής ο ίδιος να τα έχει κάνει πιο ενδιαφέροντα —και πιο δύσκολα— όμως οι επιλογές του ήταν άλλες. Υπήρχε σύγκρουση —μια σύγκρουση εγελιανού τύπου— μεταξύ των δικαιωμάτων της οικογένειας και των δικαιωμάτων της πολιτείας. Και αρχικά φαίνεται σαν ο Σοφοκλής να πρόκειται να αναπτύξει το έργο του με βάση αυτή τη σύγκρουση, όταν η Αντιγόνη εμφανίζεται στον Πρόλογο του δράματος προσηλωμένη ειδικά στην οικογένεια και έκδηλα αδιάφορη απέναντι στην πολιτεία, ενώ ο Κρέων με το διάγγελμα του αμέσως μετά την Πάροδο (πολύ σημαντική τοποθέτηση σε αρχαίο ελληνικό δράμα) αναλαμβάνει τη θέση του εκφραστή της πόλεως, με την έκκληση έξαφνα που απευθύνει να υποταχθούν οι προσωπικέ

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ: Ο άνθρωπος μετά το θάνατό του δεν περνά στην ανυπαρξία, ο νεκρός δεν είναι «μηδέν», αλλά μετέχει στο «είναι» έχει την ικανότητα να αισθάνεται και αναμένει (μέσω της μετεμψύχωσης) την επιστροφή του στον ορατό κόσμο.

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων. Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.     «αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα». Παρουσιάζοντας τα φα