Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Συκουτρής Ιωάννης


Ο Ιωάννης Συκουτρής, Έλληνας κλασικός φιλόλογος [1], βυζαντινολόγος και νεοελληνιστής, οπαδός του Εθνικοσοσιαλισμού [2], γεννήθηκε την 1 Δεκεμβρίου 1901 στη συνοικία Γιοφύρι της Σμύρνης στη Μικρά Ασία και σύμφωνα με την επίσημε εκδοχή, αυτοκτόνησε στις 18 Σεπτεμβρίου 1937, ή εκτελέστηκε εν ψυχρώ γιατί είχε εκδηλωθεί φιλικά προς τον Εθνικοσοσιαλισμό [3], στην Ακροκόρινθο της Κορίνθου. Ήταν παντρεμένος από το 1925, με την Χαρά Πετυχάκη και δεν απέκτησαν κληρονόμους.

http://www.livepedia.gr/skins/common/images/magnify-clip.png
Βιογραφία
Οι γονείς του ήταν κτηνοτρόφοι, που είχαν έλθει στη Μικρά Ασία από την Καρδαμύλη της Χίου και απώτερη καταγωγή από τη Μάνη. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Συκουτρής, ο οποίος διατηρούσε μικρό βουστάσιο και πουλούσε το γάλα του στις περιοχές γύρω από τη Σμύρνη. Ο πατέρας του πέθανε το 1917 από τις κακουχίες, υπηρετώντας στον τούρκικο στρατό. Το 1909 ο Ιωάννης ήταν μαθητής του δημοτικού σχολείου του Αγίου Κωνσταντίνου στη Σμύρνη, όπου παρέμεινε έως την αποφοίτησή του. Έχοντας την υποστήριξη του Χρυσόστομου, Μητροπολίτη Σμύρνης, γράφηκε στην Ευαγγελική Σχολή και από τα δεκαέξι του ήταν συνεργάτης του περιοδικού «Αμαλθεία» του Σ. Σολωμονίδη, γράφοντας με το ψευδώνυμο «Αντιφών ο Σμυρναίος», και τον Ιούνιο του 1918, αποφοίτησε με βαθμό «άριστα». Στις δραστηριότητές του, περιλαμβανόταν η ίδρυση του φιλολογικού συλλόγου «Επιστημονική Σμυρναίων Σύμβασις». Στη συνέχεια για ένα περίπου χρόνο, δίδαξε ως δάσκαλος στο Μουραντιέ Μαγνησίας, [το τουρκόφωνο χωριό Γκιαούρκιοϊ], όπου καταγράφεται η πρώτη εθνική του δράση, καθώς δημιούργησε και οργάνωσε τον «Εθνικόν Όμιλον», σύλλογο νέων που τα μέλη του ορκίστηκαν να μιλούν μόνο Ελληνικά.
Στην Αθήνα
Το Σεπτέμβριο του 1919, πήγε στην Αθήνα και γράφηκε αναδρομικά στο 2ο έτος στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία αποφοίτησε το 1922, με βαθμό «Άριστα», ενώ το διδακτορικό του είχε θέμα με βυζαντινό περιεχόμενο και τίτλο «Μιχαήλ Ψελλού, Βίος και Πολιτεία του οσίου Αυξεντίου κατά πρώτον εκδιδόμενος». Διορίστηκε βοηθός του Φιλοσοφικού Σπουδαστηρίου, της βιβλιοθήκης της Φιλοσοφικής Σχολής, και το 1925 αναγορεύθηκε αριστούχος διδάκτωρ, ενώ αντιμετώπιζε τα έξοδα των σπουδών του από τα χρηματικά βραβεία του Σεβαστοπούλειου Διαγωνισμού, όπου συμμετείχε 2 φορές. Στη φιλοσοφική συγκέντρωσε μια ομάδα από Σμυρνιούς, που είχαν δημιουργήσει την ονομαζόμενη «κλίκα των Σμυρνιών», στην οποία συμμετείχε και ο Ιωάννης Θ. Κακριδής, μετέπειτα σύζυγος της Όλγας Κομνηνού και πατέρας του Φάνη Ι. Κακριδή, αλλά και συμφοιτητές του όλων των Σχολών, και τους έπεισε να πάρουν καθένας τους ένα αρχαιοελληνικό όνομα, «Πύθων» ήταν ο Κωνσταντίνος Θ. Δημαράς,» Ευφορίων» ο Β. Τατάκης, «Ιοφών» ο Α. Καλογεράς, «Μάγνης» ο Ι. Τσικνόπουλος, γνωστή ως η «Αθάνατη παρέα», με σκοπό τη διοργάνωση επισκέψεων και ξεναγήσεων σε αρχαιολογικούς τόπους.
Στην Κύπρο
Η Μικρασιατική καταστροφή και ο θάνατος του πατέρα του το 1917, τον οδήγησαν στην ανάγκη να συντηρήσει την οικογένειά του και στα μέσα του Οκτωβρίου του 1922 έφτασε στην Κύπρο, όπου είχε διορισθεί ως καθηγητής, μετά από συμφωνία του με τον Γεώργιο Mατσάκη [4]. Παρέμεινε έως το 1924, διδάσκοντας στο «Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο» στη Λάρνακα, όπου έχοντας την εκτίμηση και τη φιλία του με το Nικόδημο, κατά κόσμο Mυλωνά, Μητροπολίτη Κιτίου, διοργανώνει διαλέξεις, συμμετέχει ενεργά στην ίδρυση του «Συνδέσμου Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως», εκδίδει την «Επιστημονική Επετηρίδα» των καθηγητών και τον Iανουάριο του 1923 εξέδωσε σε περισσότερα από 500 αντίτυπα το περιοδικό «Κυπριακά Χρονικά» [5], στο οποίο δημοσίευε 56 λαογραφικές, αρχαιολογικές, παλαιογραφικές και ιστορικές μελέτες για την Κύπρο.
Μελέτησε και περιέγραψε τα λείψανα της εκκλησίας της «Παναγίας Φανερωμένης», στο χωριό Περιστερώνα, μια φραγκοβυζαντινή εκκλησία με τρούλο, όπου διαπίστωσε θεμέλια άλλου κτίσματος, ψηφίδες διάφορων χρωμάτων και βαθύ σκάψιμο και διακόσμηση στο γείσωμα της βόρειας θύρας. Παράλληλα πρόλαβε και ίδρυσε δύο συλλόγους, τον «Σύλλογο των Νέων» και τον «Φιλολογικό Όμιλο Λάρνακος». Θέλει η παρουσία του να είναι σύντομη και γράφει «σκέπτομαι, ή μάλλον ελπίζω να μη μείνω και άλλον χρόνον, αλλ' ακριβώς δι' αυτό θέλω ν' αφήσω καλήν ανάμνησιν (...) Πρέπει να δώσω από τα Κυπριακά Χρονικά κατεύθυνσιν εις τους εδώ λογίους, να εξακολουθήσουν ό,τι προσεπάθησα να αρχίσω (...)... Η εργασία μου εδώ και η προσπάθειά μου είναι μάλλον να δημιουργήσω επιστημονικήν ζωήν παρά να εργασθώ επιστημονικώς, (….)». Παράλληλα ασχολήθηκε με την πολιτική και εντάχθηκε στις τάξεις των οπαδών του Ελευθερίου Βενιζέλου, ενώ φροντίζει να ενημερωθεί για το σοσιαλιστικό κίνημα, και ζητά να του στείλουν από την Αθήνα, φιλολογικά αλλά και πολιτικά βιβλία, όπως το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ, το «Σοσιαλισμό» του Richard, το «Η Γυνή Κι Ο Κοινωνισμός» του Βebel και άλλα.
Στη Γερμανία
Το 1924 επιστρέφει στην Αθήνα και διορίζεται βοηθός στο «Φιλοσοφικό Σπουδαστήριο», ενώ το 1925 αναγορεύεται διδάκτορας και με πανεπιστημιακή υποτροφία ταξιδεύει για σπουδές στην αρχαία Ελληνική φιλολογία, στη Λειψία επί δύο εξάμηνα κοντά στους Bethe, Korte, Heinze, και στο Βερολίνο επί έξι εξάμηνα, κοντά στους διάσημους Γερμανούς φιλολόγους του 20ου αιώνα, τον Ulrich von Wilamowitz-Μoellendorff και τον και τον Werner Jaeger, αλλά και τους Paul Mass, Norden και Deubner. O Wilamowitz τον είχε εντάξει στον φιλολογικό σύλλογο «Graeca Wilamowitziana», τον οποίον αποτελούσαν φιλόλογοι οι οποίοι στις συναντήσεις του ερμήνευαν κλασικούς Έλληνες συγγραφείς και ο Jaeger μεταξύ των μαθητών του «Eunomia». Οι μελέτες του στη Γερμανική γλώσσα, για το Δημοσθένη, το Σπεύσιππο, τους Σωκρατικούς και την Ελληνική Ιστορία, δημιουργούν αίσθηση, οι έπαινοι συσσωρεύονται και επιστημονικά περιοδικά δημοσιεύουν τα άρθρα και τις κριτικές του, ενώ ο εκδοτικός οίκος Τeubner, τον επιλέγει ως κατάλληλο να συνεχίσει την έκδοση των έργων του Δημοσθένη, που είχε διακοπεί με το θάνατο του Fuhr. Παράλληλα έγινε μέλος διαφόρων επιστημονικών σωματείων στην Γερμανία και πήρε μέρος το 1928 και το 1929 στο Διεθνές φιλολογικό και αρχαιολογικό συνέδριο στο Βερολίνο, ενώ απέρριψε την πρόταση που είχε από το πανεπιστήμιο της Πράγας, να αναλάβει την έδρα Κλασικής Φιλολογίας. Συνέχισε τις σπουδές του στη Γαλλία, μελέτησε ελληνικά χειρόγραφα και δημοσίευσε εργασίες στα περιοδικά «Hermes», «Zeit», «Byzantinische» και «Αθηνά», ενώ αναγορεύθηκε διδάκτορας με εργασία του που είχε θέμα τον «Επιτάφιο» του Δημοσθένη, ο οποίος εθεωρείτο νόθο έργο και απέδειξε ότι ήταν γνήσιο.
Επιστροφή στην Ελλάδα
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1929 και διορίστηκε καθηγητής στο Αρσάκειο και επιμελητής βιβλιονόμος της Βιβλιοθήκης της Ακαδημίας. Το 1930 ανακηρύχθηκε ομόφωνα υφηγητής της αρχαίας φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή, ενώ εκλέχθηκε γραμματέας του Διεθνούς Βυζαντινολογικού συνεδρίου, το οποίο διοργανώθηκε στην Αθήνα. Ως υφηγητής θα παραδώσει το 1932 το εναρκτήριο μάθημά του με θέμα «Φιλολογία και ζωή» και στη συνέχεια στα μαθήματά του, οι αίθουσες πλημμύριζαν από φοιτητές. Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, «...Ο Συκουτρής αγάπησε αληθινά και με μια βαθιά ιστορική ευθύνη τη γενιά που τάχθηκε να διαπαιδαγωγήσει, δηλαδή τους νέους της εποχής του, αλλά και τη νεότητα ως μορφή ζωής πέρ’ από κάθε παροδικό σταθμό του χρόνου, αγάπησε βαθιά το έργο του, αγάπησε τη μοίρα της γης του και την πορεία του έθνους του». Την ίδια χρονιά στο περιοδικό «Ελληνικά», παρουσίασε την έκδοση του βιβλίου «Η Κύπρος κατά τον αιώνα της παλιγγενεσίας», του Φ. Ζανέτου, και γράφει ότι «…μετέχει με του αλυτρώτου τον πόνον των εορτών της Εκατονταετηρίδος και η νήσος εκείνη, την οποία εγωιστική, αφρόντιστος και άστοργος διοίκησις και η λεβαντινική ασυνειδησία των τοπικών της οργάνωσης κρατεί όχι μόνον εις δουλείαν πολιτικήν, αλλά και εις κατάστασιν οικονομικής και πνευματικής στασιμότητας»'.
Παράλληλα με τη διδασκαλία, ίδρυσε τον «Φιλολογικό κύκλο» που λειτούργησε σε στενό κύκλο φοιτητών, και ασχολούνταν με την νεοελληνική και ξένη λογοτεχνία, καθώς και το «Επιστημονικό Φροντιστήριο» για την κλασσική φιλολογία. Δίδαξε στην –τότε- «Πάντειο Σχολή Πολιτικών Επιστημών», στην Σχολή Κοινωνικής Προνοίας και το 1936 στο «Ασκραίον», σχολή λογοτεχνικής μορφώσεως με πρόεδρο τον Κωστή Παλαμά κι αντιπροέδρους τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και Νικόλαο Λούβαρη. Το 1933 το Πανεπιστήμιο της Πράγας του πρότεινε την έδρα της Κλασικής Φιλολογίας αλλά αυτός θέτει υποψηφιότητα για την έδρα Γραμματολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, η οποία είχε εκκενωθεί με τον θάνατο του Σίμου Μενάρδου, του κυπριακής καταγωγής κλασικού φιλολόγου και συγγραφέα, που ήταν επίσης καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Συμπόσιο Πλάτωνα
Σκανδάλισε την Ελληνική κοινωνία όταν το 1934, στα προλεγόμενα του έργου «Συμπόσιο Πλάτωνος», αφιερωμένα στην σύζυγο του Χαρά, αναφέρθηκε στον παιδικό και ομοφυλοφιλικό έρωτα στην αρχαία Ελλάδα. Έγραφε «Το θέμα είναι βέβαια πολύ λεπτό. Αναφέρεται σε κάτι απολύτως ξένο προς τις συνήθειες και τις ηθικές αντιλήψεις της σημερινής κοινωνίας. Αλλά αυτό δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να το αντικρίσουμε με ψυχραιμία και αγνότητα, την καθιστά ακόμα μεγαλύτερη.» Παρά τα θετικά σχόλια του Γεωργίου Παπανδρέου, του Αχιλλέα Τζαρτζάνου, του Αχιλλέα Κύρου της «Εστίας» και του Γρηγορίου Ξενόπουλου, πολεμήθηκε, με πρωταγωνιστές τους συνεργάτες του περιοδικού «Επιστημονική Ηχώ», αλλά και από ανθρώπους της αρχιεπισκοπής, οι οποίοι τον επέκριναν για την επιλογή του να μην αναφέρεται στο πρωτότυπο, αλλά στις αγγλικές μεταφράσεις των έργων του Πλάτωνα.
Το 1936, μετά την παραίτηση του Παναγή Λορεντζάτου, υπέβαλε εκ νέου υποψηφιότητα για την έδρα της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και το καλοκαίρι του 1937, ταξίδεψε στη Γερμανία, συνοδεύοντας ομάδα φοιτητών του. Tο Μάιο του 1937, η Ιερά Σύνοδος τον καταδίκασε σε τεύχος της «Φωνή της Εκκλησίας» και παράλληλα κάλεσε τον Γρηγόριο Παπαμιχαήλ, καθηγητή της Απολογητικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που είχε δημοσιεύσει ευμενή κριτική για τον Συκουτρή, στο Δελτίον της Εκκλησίας, της Ελλάδος να την ανακαλέσει. Στα τέλη Μαΐου 1937, ο Συκουτρής κυκλοφόρησε το τομίδιο «Η εκστρατεία κατά του Συμποσίου: Τα κείμενα και οι κουλουροπώλαι» [6] στο οποίο απέδιδε τη δυσφημιστική εκστρατεία εναντίον του στην παραίτηση του καθηγητή Λορεντζάτου και στην διεκδίκηση της έδρας από τον ίδιο. Σύμφωνα με τον Δημήτριο Μιχαλόπουλο, «…είχε εκδηλώσει σαφή κλίση προς την αριστερά του ευρύτερου ιδεολογικού φάσματος….με την προστατευμένη από …{…}… Ελληνορθόδοξους μητροπολίτες στροφή του προς την αθεΐα και την ιδεολογική θεμελίωση της ομοφυλοφιλίας…», όμως τελικώς οι ίδιοι «… τον κατηγόρησαν για ό,τι αρχικώς τον είχαν όχι απλώς παραδεχτεί αλλά κυριολεκτικώς εξυμνήσει: τη μέσω της –πραγματικά καλής- έκδοσης του Συμποσίου του Πλάτωνα θεωρητική θεμελίωση της μη θηλυπρεπούς ομοφυλοφιλίας...».
Το τέλος του
Ήταν, αρχικά, φιλικός με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και τον Ιωάννη Μεταξά, όμως σταδιακά αποστασιοποιήθηκε και σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πολυδεύκη Καλδή, προσωπικού του φίλου και δικηγόρου Αθηνών, φέρεται να έχει πει τη φράση «…και αυτοί είναι σαν τους άλλους…», συγκλονισμένος από την εκστρατεία εναντίον του. Πολιτικά ήταν υπέρ ενός καθεστώτος πνευματικής αριστοκρατίας, οπαδός του Πλατωνικού ιδεαλισμού και ρομαντικός εθνικιστής, όπως οι Περικλής Γιαννόπουλος και Ίωνας Δραγούμης και κατήγορος του φιλελευθερισμού [7]. Υποστήριζε το πνεύμα του Νίτσε και θαύμαζε την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, για την οποία εκφράστηκε αρνητικά σε γραπτά του και χαρακτήρισε αντιπνευματικό το καθεστὼς τοῦ Τρίτου Ράιχ, το 1937 μετά το ταξίδι του. Σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία, απογοητευμένος από την αδυναμία του να τεκνοποιήσει, είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει τη σύζυγό του και την πανεπιστημιακή του καριέρα, και επιθυμούσε με άλλο επώνυμο, να διδάξει σε κάποιο δημοτικό σχολείο, όπου πίστευε ότι θα βρει το νόημα της ζωής, όμως τελικά εγκατέλειψε το σχέδιο του, λόγω της αγάπης του για τη σύζυγο του.
Σύμφωνα με τον Δημήτριο Μιχαλόπουλο [8], ιστορικό ερευνητή και συγγραφέα του βιβλίου «Τα παρασκήνια της εισβολής, Ιωάννης Συκουτρής (1901-1937)» [9], η εξουσία του Γ΄ Ράιχ είχε αποφασίσει και τον είχε επιλέξει ως τον άνθρωπο που θα αναλάμβανε ως πρωθυπουργός, τις τύχες της Ελλάδος και τη μετατροπή της σε Εθνικοσοσιαλιστικό κράτος. Κατά τους κοντινούς του ανθρώπους οι αρνητικές εντυπώσεις που του προκάλεσε η επίσκεψη του στη Γερμανία και ένας συνδυασμός όλων των γεγονότων αυτής της περιόδου, τον οδήγησε στο να κλειστεί στον εαυτό του, «…υπερήφανος μέσα εις το άβατον τέμενος της μοναξιάς του…» έτσι χαρακτηρίζει ο ίδιος τον «ηρωικό» άνθρωπο και στην απόφαση να αυτοχειριασθεί. Έφυγε από τη ζωή με τρόπο ανάλογο αυτού που είχε περιγράψει στο έργο του «Ἡρωϊκὴ ἀντίληψι τῆς ζωῆς», «...Αλλ᾿ εκούσιος ή ακούσιος ο θάνατος τοῦ ήρωος, είναι πάντοτε μία έκρηξις ηφαιστείου. Να έτσι εξαφνικὰ σπα το δοχείον της ζωής του, συντρίβεται και συντρίβει όλα γύρω του, φλέγεται και φλέγει, φωτίζεται και φωτίζει -και τρομάζουν οι δειλοὶ και ταπεινοὶ και φθονεροί. Οργὴ Κυρίου...».
Το έργο του
Χαρακτηρίστηκε από κάποιους, αντάξιος του Αδαμάντιου Κοραή [10] και μέσα από τη ζωή και το έργο του πρόβαλε την πατριδολατρεία, στον ελληνισμό, την πίστη του στην αριστοκρατία του πνεύματος [11], στην προσωπική τιμή και στον ηρωισμό, την αγωνιστικότητα και την πειθαρχημένη ελευθερία απέναντι στις υλιστικές θεωρίες, τον παθητικό τρόπο ζωής και την ανευθυνότητα. Υπερασπίστηκε τη διγλωσσία και δεν τάχθηκε ποτέ, υπέρ της δημοτικής ή της καθαρεύουσας [12], ενώ το ενδιαφέρον του για τη νεοελληνική λογοτεχνία εντοπίζεται κυρίως στις προσπάθειές του για τη συστηματική έκδοση του Διονύσιου Σολωμού και τις διαλέξεις και τα σχόλιά του στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» του Κωστή Παλαμά, καθώς και κριτικές σε έργα νεοελλήνων λογοτεχνών.
Δημοσίευσε στα περιοδικά: «Hermes», στο οποίο δημοσίευσε το 1927 την εργασία «Ο Ευαγόρας του Ισοκράτη» και το 1928 το «Περί της γνησιότητος του Επιταφίου του Δημοσθένους», με συνέπεια ο εκδοτικός οίκος της Λειψίας Teubner, να του αναθέσει την έκδοση των έργων του Δημοσθένους, «Philologus», «Byzantinische Zeitschrift», «Deutsche Literaturzeitung», «Berliner Philologische Wochenschrift». Η διδασκαλία του σκόπευε συνειδητά στη σύνδεση της Φιλολογίας με την κοινωνία, όπως φανέρωσε με το εναρκτήριο μάθημά του στο Πανεπιστήμιο που είχε τίτλο «Φιλολογία και ζωή», καθώς και με την ίδρυση του συλλόγου «Φιλολογικός κύκλος» το 1932, στον οποίο ανέλυσε, ανάμεσα σε άλλα, τα έργα «Ζαρατούστρα» του Νίτσε, «Φάουστ» του Γκαίτε και «Δωδεκάλογος του Γύφτου» του Κωστή Παλαμά. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την έρευνα και τη μελέτη των κλασικών, βυζαντινών και νεοελληνικών έργων, στην οποία η αυθεντία ήταν αναγνωρισμένη από Έλληνες και ξένους επιστήμονες και απέδειξε ότι το έργο του ρήτορα Δημοσθένη, «Επιτάφιος εις τους εν Χαιρωνεία πεσόντας», τον οποίο όλοι οι φιλόλογοι θεωρούσαν νόθο, ήταν γνήσιος λόγος του. Θεωρείται ένας από τους ικανότερους κριτικούς και ερμηνευτές αρχαίων φιλολογικών κειμένων και το μεγαλύτερο μέρος του έργου είναι διεσπαρμένο σε ελληνικά και ξένα περιοδικά.
Εξέδωσε το 1924, το περιοδικό
  • «Κυπριακά Χρονικά».
Μετέφρασε στα Ελληνικά τη μελέτη του Max Weber
  • «Η επιστήμη ως επάγγελμα».
Αυτοτελώς εκδόθηκαν τα έργα
  • «Εμείς οι αρχαίοι», [το 1928, Th. Zielinski, μετάφραση, εκδόσεις «Δημητράκος», το οποίο συμπλήρωσε με επιλεγόμενα],
  • «Φιλοσοφία και ζωή», [το 1931, εναρκτήρια ομιλία],
  • «Η διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», [το 1932],
  • «Αρχαίος και νεότερος λυρισμός», [το 1932],
  • «Πλατωνικός Ευαγγελισμός», [το 1932],
ένα πολύ σημαντικό έργο της νεοελληνικής γραμματείας, στο οποίο ο Συκουτρής αναλύει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την πλατωνική φιλοσοφία και χαρακτηρίζει τον Πλάτωνα ως «αιώνιο διδάσκαλο κάθε πολιτισμένου ανθρώπου», στο έργο του οποίου μπορεί να ζητήσει κανείς «φωτισμό για όλη του την ζωή». Σε πρόσφατη έκδοση του έργου περιλαμβάνεται επίσης η μελέτη του «Αι πνευματικαί κατευθύνσεις των νέων».
  • «Συμπόσιον Πλάτωνος» [Α΄τόμος, το 1934, μετάφραση και ερμηνεία, Έκδοση Ακαδημία Αθηνών, Ελληνική Βιβλιοθήκη],
  • «Αριστοτέλους περί Ποιητικής», [μετάφραση του Σίμου Μενάρδου, εισαγωγή, κείμενο και ερμηνεία Συκουτρή, Έκδοση Ακαδημία Αθηνών, Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1937, μετά τον θάνατό του],
  • «Μελέται και άρθρα», [το 1982, Ίδρυμα σχολής Μωραϊτη].
Το 1954 συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο πολλές σκόρπιες, σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, εργασίες του. Η κεντρική βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών, την οποία εγκαινίασε το 1934 με τον πρόλογο του έργου του «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, που έχει αποστολή την πρόσκτηση, φύλαξη, συντήρηση και διαχείριση των βιβλίων, περιοδικών εκδόσεων, δημοσιευμάτων εν γένει, χειρογράφων, χαρτών, σχεδίων, προσωπογραφιών και συλλογών που ανήκουν στην Ακαδημία, φέρει το όνομά του [13]. Στα εκατόχρονα από τη γέννησή του τον Απρίλιο του 2001, έγινε παρουσίαση του βίου αλλά και του έργου του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με ομιλίες από τη φιλόλογο και μαθήτρια του, την Αγλαΐα Φακάλου-Μακάρωφ και από τον καθηγητή της Φιλοσοφικής, Γεώργιο Α. Χριστοδούλου.
Το 2008 κυκλοφόρησε από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, το βιβλίο «Γράμματα του Ιωάννη Συκουτρή από την Κύπρο 1922-1924», με την επιμέλεια του πανεπιστημιακού καθηγητή Φάνη Ιωάννη Κακριδή, γιου της Όλγας Κακριδή. Το έργο περιλαμβάνει δεκαπέντε ανέκδοτες επιστολές του από τα χρόνια που έζησε στην Κύπρο. Στις επιστολές ο Συκουτρής υπογράφει ως «Αντιφών», ψευδώνυμο που είχε επιλέξει όταν ακόμη ήταν μαθητής στη Σμύρνη, και όπως αναφέρει σ’ αυτές «..Δεν ευρίσκω κανέναν που να ημπορή να με καταλάβη, και υποφέρω..» ή «..Δεν παύω να είμαι εις τον ψυχικόν μου κόσμον ξένος και μόνος».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αναξίμανδρος (610-540 π.X.)

Γέννηση, θάνατος, άπειρο », 23 Μαΐου 2011 Επιστήμες / Μορφές της Επιστήμης & της Τεχνολογίας   Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Αστρονομίας και των Φυσικών Επιστημών - Πανεπιστήμιο Αθηνών Στράτος Θεοδοσίου Στην φιλοσοφία του Αναξίμανδρου, το άπειρο, που ήταν αθάνατον και ανώλεθρον, ήταν η πρωταρχική κοσμική ουσία από την οποία απορρέουν τα πάντα και στην οποία τελικά επιστρέφουν τα πάντα. Από αυτό γεννιούνταν και σε αυτό επέστρεφαν αλληλοδιαδόχως άπειροι κόσμοι. των Στράτου Θεοδοσίου, επίκουρου καθηγητή, και Μάνου Δανέζη , αναπληρωτή καθηγητή, Τμήμα Φυσικής – Πανεπιστήμιο Αθηνών και Milan Dimitrijevic , Astronomical Observatory of Belgrade, Serbia Την ίδια εποχή με τον Θαλή έδρασε, επίσης στην Μίλητο, ο μαθητής και διάδοχος στην Σχολή του, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.X.), ο οποίος, όπως παραδέχονται όλοι οι μελετητές εκείνης της περιόδου, ήταν ισάξιος του διδασκάλου του και ο πρώτος που μαζί

Είχε Δίκιο η Αντιγόνη ή ο Κρέων;

Επανερχόμαστε   στα παλιά ερωτήματα. Είχε άραγε κάπου δίκιο η Αντιγόνη (ή εξ ολοκλήρου δίκιο); Και είχε άραγε ο Κρέων κάποιο άδικο (ή εξ ολοκλήρου άδικο); Δεν είναι βέβαιο ότι αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που θα μπορούσε κανείς να θέσει για το έργο, τουλάχιστον έτσι ωμά διατυπωμένα. Ή μάλλον θα μπορούσε ο Σοφοκλής ο ίδιος να τα έχει κάνει πιο ενδιαφέροντα —και πιο δύσκολα— όμως οι επιλογές του ήταν άλλες. Υπήρχε σύγκρουση —μια σύγκρουση εγελιανού τύπου— μεταξύ των δικαιωμάτων της οικογένειας και των δικαιωμάτων της πολιτείας. Και αρχικά φαίνεται σαν ο Σοφοκλής να πρόκειται να αναπτύξει το έργο του με βάση αυτή τη σύγκρουση, όταν η Αντιγόνη εμφανίζεται στον Πρόλογο του δράματος προσηλωμένη ειδικά στην οικογένεια και έκδηλα αδιάφορη απέναντι στην πολιτεία, ενώ ο Κρέων με το διάγγελμα του αμέσως μετά την Πάροδο (πολύ σημαντική τοποθέτηση σε αρχαίο ελληνικό δράμα) αναλαμβάνει τη θέση του εκφραστή της πόλεως, με την έκκληση έξαφνα που απευθύνει να υποταχθούν οι προσωπικέ

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ: Ο άνθρωπος μετά το θάνατό του δεν περνά στην ανυπαρξία, ο νεκρός δεν είναι «μηδέν», αλλά μετέχει στο «είναι» έχει την ικανότητα να αισθάνεται και αναμένει (μέσω της μετεμψύχωσης) την επιστροφή του στον ορατό κόσμο.

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων. Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.     «αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα». Παρουσιάζοντας τα φα