Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οι γεωστρατηγικές φιλοδοξίες της Τουρκίας ανάλυση από Stratfor



Stratfor: Οι γεωστρατηγικές φιλοδοξίες της Τουρκίας
12.08.2014 | 23:32

Μετάφραση Επιμέλεια onalert.gr
πηγή: Stratfor/ Robert D. Kaplan, Reva Bhalla

Σε μια εποχή όπου στην Ευρώπη και σε άλλα μέρη του κόσμου κυβερνούν αδιάφοροι ηγέτες, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, πρωθυπουργός της Τουρκίας εδώ και μια δεκαετία, μπορεί και βλέπει με ξεχειλίζει από φιλοδοξίες. Ίσως ο μόνος άλλος ηγέτης μεγάλου εθνικού κράτους σε παγκόσμιο επίπεδο που διαθέτει αντίστοιχη δυναμική, να είναι ο Βλαντιμίρ Πούτιν της Ρωσίας, με τον οποίο η Δύση αισθάνεται το ίδιο άβολα όπως και με τον Ερντογάν.

Τόσο ο Ερντογάν όσο και ο Πούτιν είναι φιλόδοξοι επειδή αμετανόητα εστιάζουν σε γεωπολιτικά ζητήματα. Ο Πούτιν αναγνωρίζει πως κάθε υπεύθυνος Ρώσος ηγέτης πρέπει να εξασφαλίζει ότι η Ρωσία διατηρεί ζώνες προστασίας κάποιου είδους σε μέρη όπως είναι η Ανατολική Ευρώπη και ο Καύκασος. Ο Ερντογάν γνωρίζει πως η Τουρκία πρέπει να γίνει μια σημαντική δύναμη της Μέσης Ανατολής, προκειμένου αυξήσει την επιρροή του στην Ευρώπη. Το πρόβλημα του Ερντογάν είναι ότι η γεωγραφική θέση της Τουρκίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης εμπεριέχει τρωτά σημεία όσο και οφέλη. Αυτό κάνει τον Ερντογάν να περπατάει σε τεντωμένο σχοινί. Αλλά υπάρχει μια ιστορική και γεωγραφική λογική πίσω από τις υπερβολές του.

Η ιστορία ξεκινάει μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο

Επειδή η Οθωμανική Τουρκία ήταν στην πλευρά των ηττημένων του πολέμου (μαζί με τη Γερμανία και την Αυστρία), οι νικητές σύμμαχοι στη Συνθήκη των Σεβρών του 1920 διέσπασαν την Τουρκία και τα περίχωρά της, δίνοντας έδαφος και ζώνες επιρροής στην Ελλάδα, την Αρμενία, την Ιταλία, τη Βρετανία και τη Γαλλία. Η ιδεολογική αντίδραση της Τουρκίας σε αυτή την ταπείνωση ήρθε με τον κεμαλισμό, τη φιλοσοφία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (το επώνυμο "Ατατούρκ" σημαίνει "Πατέρας των Τούρκων»), τον μόνο αήττητο Οθωμανό στρατηγό, ο οποίος ηγήθηκε στη συνέχεια μιας στρατιωτικής εξέγερσης ενάντια στις νέες κατοχικές δυνάμεις και δημιούργησε έτσι ένα κυρίαρχο τουρκικό κράτος που εκτεινόταν σε ολόκληρη την ενδοχώρα της Ανατολίας. Οι κεμαλιστές αν και με προθυμία παραχώρησαν τα μέρη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που βρίσκοντας εκτός Ανατολίας, απαίτησαν σε αντιστάθμισμα την αναγνώριση ενός πανεθνικού Τουρκικού κράτους εντός της Ανατολίας. Έτσι για παράδειγμα εξαφανίστηκαν από την κρατική ορολογία οι “Κούρδοι”, οι οποίοι από δω και στο εξής αποκαλούνταν “Ορεσίβιοι Τούρκοι”. Αυτό που είχε στην πραγματικότητα εξαφανιστεί ήταν το πολυπολιτισμικό οικοδόμημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο κεμαλισμός όχι μόνο απέρριψε τις μειονότητες της Τουρκίας, αλλά απέρριψε επίσης την αραβική γραφή της τουρκικής γλώσσας (οθωμανική γραφή). Ο Ατατούρκ ρίσκαρε να αντιμετωπίσει τεράστια ποσοστά αναλφαβητισμού υιοθετώντας στην τουρκική γραφή το λατινικό αλφάβητο. Κατάργησε τα θρησκευτικά μουσουλμανικά δικαστήρια και αποθάρρυνε τις γυναίκες να καλύπτονται με πέπλα και τους άντρες να φορούν φέσια. Ο Ατατούρκ επαναδιατύπωσε τους Τούρκους ως Ευρωπαίους (χωρίς να δώσει σημασία αν οι Ευρωπαίοι αποδέχονταν αυτήν τη λογική), πάντα σε μια προσπάθεια να ανατοποθετήσει την Τουρκία στην Ευρώπη, μακρυά από την αποθανούσα Οθωμανική Αυτοκρατορία της Μέσης Ανατολής.

Το κίνημα του κεμαλισμού ήταν ένα κάλεσμα σε ένοπλη δράση: η εμπόλεμη τουρκική αντίδραση στην Συνθήκη των Σεβρών, έχει αντιστοιχίες με το βαθμό που ο νεο-τσάρος Πούτιν αντέδρασε αυταρχικά στην αναρχία της Ρωσίας τη δεκαετία του 1990 επί Μπόρις Γιέλτσιν. Για δεκαετίες, η ευλάβεια των Τούρκων για τον Ατατούρκ στην Τουρκία προχώρησε πέρα από τη λατρεία της προσωπικότητας του: για τους Τούρκους ήταν ένας εξιδανικευμένος ημίθεος και το πορτραίτο του διακοσμούσε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες.
Το πρόβλημα όμως ήταν ότι το όραμα του Ατατούρκ για την προσέγγιση της Τουρκίας στη Δύση, συγκρούστηκε με τη γεωγραφική θέση της Τουρκίας, η οποία δρασκελίζει τόσο τη Δύση όσο και την Ανατολή. Μια προσαρμογή ήταν αναμενόμενη. Ο Τουργκούτ Οζάλ, ένας θρησκευόμενος σουφιστής, που εξελέγη πρωθυπουργός το 1983, προχώρησε σε αυτήν την προσαρμογή.

Η πολιτική ικανότητα του Οζάλ του επέτρεψε να αποσπάσει σταδιακά τον έλεγχο της εσωτερικής πολιτικής και - σε έναν εντυπωσιακό βαθμό - της εξωτερικής πολιτικής από την σθεναρή επιρροή του κεμαλικού τουρκικού στρατού. Ο Ατατούρκ και οι γενιές των Τούρκων αξιωματικών που τον ακολούθησαν, εκτιμούσαν πως η Τουρκίας που ήταν τμήμα της Ευρώπης, Ο Οζάλ μίλησε για μια Τουρκία, η επιρροή της οποίας εκτεινόταν από το Αιγαίο ως το Σινικό Τείχος της Κίνας. Στο μυαλό του Οζάλ, η Τουρκία δεν έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Γεωγραφικά βρίσκεται και στους δυο κόσμους και επομένως ενσωματώνεται πολιτικά και στους δυο. Ο Οζάλ κατέστησε το Ισλάμ και πάλι σεβαστό στο δημόσιο χώρο της Τουρκίας, την ίδια ώρα που υποστήριξε ενθουσιωδώς τον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν, κατά την τελευταία φάση του Ψυχρού Πολέμου. Με το να είναι τόσο φιλο-αμερικανός και τόσο επιδέξιος στη διαχείριση του κεμαλικού κατεστημένου, ο Οζάλ, στη Δύση τουλάχιστον, - περισσότερο από ό, τι οι προκάτοχοί του – είχε την στήριξη της Δύσης αν και ήταν τόσο ακραία Ισλαμιστής.

Οζάλ χρησιμοποίησε την κουλτούρα του Ισλάμ για να ανοίξει την πόρτα για την αποδοχή των Κούρδων. Η αποξένωση της Τουρκίας από την Ευρώπη μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, επέτρεψε στον Οζάλ να αναπτύξει οικονομικούς δεσμούς στα ανατολικά της Τουρκίας. Επίσης σταδιακά αύξησε την εξουσία των ευσεβών μουσουλμάνων από εσωτερικό τμήμα της Ανατολίας. Ο Οζάλ, δύο δεκαετίες πριν από τον Ερντογάν, είδε την Τουρκία ως πρωταγωνιστή του μετριοπαθούς Ισλάμ σε όλον τον μουσουλμανικό κόσμο, αψηφώντας τις προειδοποιήσεις του Ατατούρκ ότι μια τέτοια παν-ισλαμική πολιτική θα υπόσκαπτε την ισχύ της Τουρκίας και θα εξέθετε τους Τούρκους στις ορέξεις των αδηφάγων ξένων δυνάμεων.

Ο Οζάλ πέθανε ξαφνικά το 1993, και από εκεί και μετά, επί μια δεκαετία, η τουρκική πολιτική που έλεγχε μια νυσταλέα κοσμική ελίτ, χαρακτηριζόταν από διαφθορά και αναποτελεσματικότητα. Έτσι στήθηκε το σκηνικό για την ισλαμική παράταξη του Ερντογάν, που το 2002 κατάφεραν να πετύχουν μια απόλυτη κυβερνητική πλειοψηφία. Αν ο Οζάλ προήλθε από το κεντροδεξιό Κόμμα της Μητέρας Πατρίδας, ο Ερντογάν προέρχεται ξεκάθαρα από ένα ισλαμικής καταβολής κόμμα, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αν και τόσο ο ίδιος ο Ερντογάν όσο και οι σύμβουλοι του φαίνεται να έχουν μετριάσει τις απόψεις τους μέσα στο χρόνο. Φυσικά, διακρίνονται πολλές διαφορές μεταξύ του Οζάλ και Ερντογάν ως προς την ισλαμική πολιτική σκέψη και πολιτική στην Τουρκία, αλλά ένα πράγμα είναι σαφές: Τόσο ο Οζάλ όσο και ο Ερντογάν ήταν σαν δύο στυλοβάτες της εποχής τους. Σε κάθε περίπτωση, σε αντίθεση με οποιοδήποτε ηγέτη σήμερα στην Ευρώπη ή στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Ερντογάν έχει ένα όραμα παρόμοιο με του Οζάλ, ένα όραμα που οδηγεί σε μια περαιτέρω αποστασιοποίηση από τον κεμαλισμό.

Αντί να δώσει έμφαση στον στρατό όπως έδινε ο Ατατούρκ, ο Ερντογάν, και ο Οζάλ πριν από αυτόν, τονίζει την ήπια δύναμη των πολιτιστικών και οικονομικών διασυνδέσεων για να αναδημιουργήσει με ειρηνικό και διακριτικό τρόπο μια νέα εκδοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από τη Βόρεια Αφρική ως τα υψίπεδα του Ιράν και την Κεντρική Ασία. Ας θυμηθούμε μια ερμηνεία της ισλαμικής πίστης από έναν από τους πιο καταξιωμένους διανοητές του Ισλάμ, του καθηγητή Μαρσαλ Χόντγκσον από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, η ισλαμική πίστη ήταν αρχικά μια θρησκεία των εμπόρων, η οποία ένωσε τους πιστούς από όαση σε όαση στην έρημο, επιτρέποντας μια κοινή ηθική βάση. Στην ιστορία του Ισλάμ, καθαρές θρησκευτικές διασυνδέσεις στον κόσμο της Μέσης Ανατολής μέχρι και τον Ινδικό Ωκεανό, θα μπορούσαν -και το κατάφεραν στο παρελθόν- να οδηγήσουν σε ολιστικές διασυνδέσεις, είτε επιχειρηματικές είτε πολιτικής πατρωνίας. Εντούτοις ο μεσαιωνισμός αποδεικνύεται εντελώς σχετικός με την μεταμοντέρνα εποχή.
Ο Ερντογάν συνειδητοποιεί τώρα ότι το να προβάλει τη μετριοπαθή μουσουλμανική δύναμη της Τουρκίας στην Μέση Ανατολή είναι μια πρακτική γεμάτη απογοητεύσεις και πολυπλοκότητες. Πράγματι, είναι ασαφές κατά πόσο η Τουρκία έχει ακόμη την πολιτική και στρατιωτική ικανότητα να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο όραμα. Η Τουρκία μπορεί να προσπαθεί με κάθε τρόπο να αυξήσει το εμπόριο με τους γείτονες της στην ανατολή, αλλά ακόμη δεν μπορεί να καλύψει τα αντίστοιχα ποσά που κερδίζει από την Ευρώπη, η οποία όμως έχει καθηλωθεί από την ύφεση. Στην περιοχή του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας, η Τουρκία διεκδικεί επιρροή με βάση τη γεωγραφική και γλωσσική συγγένεια. Ωστόσο, η Ρωσία του Πούτιν συνεχίζει να ασκεί σημαντική επιρροή στις χώρες της Κεντρικής Ασίας και, μετά από την εισβολή στη Γεωργία και τους επακόλουθους πολιτικούς ελιγμούς, έχει στριμώξει το Αζερμπαϊτζάν στη γωνία. Στην περιοχή της Μεσοποταμίας, η επιρροή της Τουρκίας είναι απλώς άνιση σε σχέση με το σαφώς κοντινότερο Ιράν. Στην Συρία, ο Ερντογάν και ο Υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, υπέθεσαν λανθασμένα όπως αποδείχθηκε πως θα μπορούσαν να συστήσουν μια μετριοπαθή αντιπολίτευση σουνιτών για να αντικαταστήσουν το αλεβίτικο καθεστώς του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ. Και ενώ ο Ερντογάν έχει κερδίσει πόντους σε όλο τον ισλαμικό κόσμο παρακινώντας για συσπείρωση ενάντια στο Ισραήλ, αυτό δεν έγινε δίχως κόστος: την θερμή προσέγγιση του Ισραήλ με την Ελλάδα και τους Ελληνοκύπριους που επιτρέπει στους αντιπάλους της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο να συνεργαστούν στον τομέα των υδρογονανθράκων.

Η ρίζα του προβλήματος είναι μόνο εν μέρει γεωγραφική. Η Τουρκία αποτελεί ένα φυσικό οχυρό από βουνά και οροπέδια, που στέκονται επιβλητικά καλύπτοντας τη χερσόνησο της Ανατολίας μια χερσαία γέφυρα μεταξύ των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής. Η Τουρκία δεν έχει βατή πρόσβαση στο Ιράκ όπως συμβαίνει με το Ιράν και η τουρκική γλώσσα δεν έχει πλέον το πλεονέκτημα της αραβικής γραφής, με την οποία θα μπορούσε έχει μεγαλύτερη πολιτιστική επιρροή σε άλλα αραβόφωνα σημεία της Ανατολής. Αλλά το κύριο ζήτημα είναι το κουρδικό, το οποίο περιπλέκει τις προσπάθειες της Τουρκίας να ασκήσει επιρροή στα γειτονικά κράτη της Μέσης Ανατολής.

Στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας δημογραφικά κυρίαρχος πληθυσμός είναι οι Κούρδοι, οι οποίοι γειτνιάζουν με τεράστιες περιοχές Κούρδων που ανήκουν στη Συρία, το Ιράκ και το Ιράν. Η πιθανή διάλυση της Συρίας και του Ιράκ πιθανώς να οδηγήσει στην ανεξαρτησία των Κούρδων, και αν αυτό συμβεί θα υπονομευθεί η κυριαρχία της Τουρκίας στις νοτιανατολικές περιοχές της. Μια de facto διάλυση του Ιράκ έχει αναγκάσει την Τουρκία να ακολουθήσει μια στρατηγική εποικοδομητικής συνεργασίας με το κουρδικό Βόρειο Ιράκ, αλλά έχει υπονομεύσει την επιρροή της Τουρκίας στο υπόλοιπο Ιράκ - ως εκ τούτου, με τη σειρά, υπονομεύεται η προσπάθεια της Τουρκίας να επηρεάσει το σιιτικό Ιράν. Η Τουρκία μπορεί να θέλει να επηρεάσει τη Μέση Ανατολή, αλλά το πρόβλημα της είναι ότι παραμένει αλληλένδετα συνδεδεμένη με αυτή ώστε να καταφέρει να βγει από την πολυπλοκότητα των σχέσεων στην περιοχή.

Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι πρέπει να λύσει εν μέρει το κουρδικό πρόβλημα στο εσωτερικό της χώρας του, προκειμένου να αποκτήσει περαιτέρω δύναμη στην περιοχή. Έχει ήδη αναφερθεί δημοσίως στον αραβικό όρο “βιλαέτι”, που συνδέεται άμεσα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτή η λέξη σημαίνει μια ημι-αυτόνομη επαρχία - μια σύλληψη που θα μπορούσε να αποτελέσει το κλειδί για το ξεκλείδωμα του κουρδικού ζητήματος, αλλά θα μπορούσε ταυτόχρονα να επιφέρει το θερμό μένος των εθνικιστικών του αντιπάλων. Έτσι, αποτελεί σημαντικό συμβολικό βήμα η επιδίωξη του να εξουδετερώσει τα ίδια τα θεμέλια του κεμαλισμού (με έμφαση την σταθερή τουρκική Ανατολία). Με δεδομένο όμως, το πόσο έχει ήδη αποδυναμώσει τον τουρκικό στρατό – και αυτό είναι κάτι που λίγοι θεωρούσαν εφικτό μια δεκαετία πριν- θα πρέπει να είναι προσεκτικός όποιος υποτιμήσει τον Ερντογάν. Η καθαρή φιλοδοξία του είναι ορατή. Ενώ οι δυτικές ελίτ χλευάζουν αναποτελεσματικά τον Πούτιν, ο Ερντογάν όποτε οι δυο τους συναντιούνται, κρατάει με πάθος σημειώσεις.

Μετάφραση Επιμέλεια onalert.gr
πηγή: Stratfor/ Robert D. Kaplan, Reva Bhalla

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αναξίμανδρος (610-540 π.X.)

Γέννηση, θάνατος, άπειρο », 23 Μαΐου 2011 Επιστήμες / Μορφές της Επιστήμης & της Τεχνολογίας   Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Αστρονομίας και των Φυσικών Επιστημών - Πανεπιστήμιο Αθηνών Στράτος Θεοδοσίου Στην φιλοσοφία του Αναξίμανδρου, το άπειρο, που ήταν αθάνατον και ανώλεθρον, ήταν η πρωταρχική κοσμική ουσία από την οποία απορρέουν τα πάντα και στην οποία τελικά επιστρέφουν τα πάντα. Από αυτό γεννιούνταν και σε αυτό επέστρεφαν αλληλοδιαδόχως άπειροι κόσμοι. των Στράτου Θεοδοσίου, επίκουρου καθηγητή, και Μάνου Δανέζη , αναπληρωτή καθηγητή, Τμήμα Φυσικής – Πανεπιστήμιο Αθηνών και Milan Dimitrijevic , Astronomical Observatory of Belgrade, Serbia Την ίδια εποχή με τον Θαλή έδρασε, επίσης στην Μίλητο, ο μαθητής και διάδοχος στην Σχολή του, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.X.), ο οποίος, όπως παραδέχονται όλοι οι μελετητές εκείνης της περιόδου, ήταν ισάξιος του διδασκάλου του και ο πρώτος που μαζί

Είχε Δίκιο η Αντιγόνη ή ο Κρέων;

Επανερχόμαστε   στα παλιά ερωτήματα. Είχε άραγε κάπου δίκιο η Αντιγόνη (ή εξ ολοκλήρου δίκιο); Και είχε άραγε ο Κρέων κάποιο άδικο (ή εξ ολοκλήρου άδικο); Δεν είναι βέβαιο ότι αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που θα μπορούσε κανείς να θέσει για το έργο, τουλάχιστον έτσι ωμά διατυπωμένα. Ή μάλλον θα μπορούσε ο Σοφοκλής ο ίδιος να τα έχει κάνει πιο ενδιαφέροντα —και πιο δύσκολα— όμως οι επιλογές του ήταν άλλες. Υπήρχε σύγκρουση —μια σύγκρουση εγελιανού τύπου— μεταξύ των δικαιωμάτων της οικογένειας και των δικαιωμάτων της πολιτείας. Και αρχικά φαίνεται σαν ο Σοφοκλής να πρόκειται να αναπτύξει το έργο του με βάση αυτή τη σύγκρουση, όταν η Αντιγόνη εμφανίζεται στον Πρόλογο του δράματος προσηλωμένη ειδικά στην οικογένεια και έκδηλα αδιάφορη απέναντι στην πολιτεία, ενώ ο Κρέων με το διάγγελμα του αμέσως μετά την Πάροδο (πολύ σημαντική τοποθέτηση σε αρχαίο ελληνικό δράμα) αναλαμβάνει τη θέση του εκφραστή της πόλεως, με την έκκληση έξαφνα που απευθύνει να υποταχθούν οι προσωπικέ

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ: Ο άνθρωπος μετά το θάνατό του δεν περνά στην ανυπαρξία, ο νεκρός δεν είναι «μηδέν», αλλά μετέχει στο «είναι» έχει την ικανότητα να αισθάνεται και αναμένει (μέσω της μετεμψύχωσης) την επιστροφή του στον ορατό κόσμο.

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων. Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.     «αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα». Παρουσιάζοντας τα φα