Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Επίκουρος (341 π.Χ. – 270 π.Χ.)


Ο Επίκουρος (341 π.Χ. – 270 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή στην Αθήνα. Ήταν δεκαπέντε χρόνια νεώτερος από τον Μέγα Αλέξανδρο τον Μακεδόνα και γεννήθηκε επτά χρόνια ύστερα από το θάνατο του Πλάτωνα.
Ο πατέρας του καταγόταν από τον δήμο Γαργηττού, από το παλιό επιφανές Αθηναϊκό γένος των Φιλαϊδών και συμμετείχε στον αποικισμό της Σάμου. Τόσο ο ευπατρίδης Πλάτων όσο και ο Επίκουρος είναι γνήσιοι Αθηναίοι και πρόλαβαν τα μεγαλεία της δημοκρατικής εποχής.
 Σε ηλικία 18 ετών, μετέβη στην Αθήνα για την στρατιωτική και πολιτική του θητεία μαζί με τον κωμικό Μένανδρο. Για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια της ζωής του δεν έχουν διασωθεί αρκετές πληροφορίες. Αργότερα, δημιούργησε το δικό του Φιλοσοφικό Κύκλο στη Μυτιλήνη και μετά στη Λάμψακο. Επέστρεψε στην Αθήνα το 307/6 π.Χ. σε ηλικία 34 ετών, και αγόρασε μια έκταση ανάμεσα στην Αθήνα και τον Πειραιά, όπου στέγασε τη φιλοσοφική του σχολή – τον γνωστό Κήπο του Επίκουρου. Δίδαξε για 35 χρόνια ακολουθώντας ήσυχη και λιτή ζωή. Περιστοιχίζονταν από άνδρες, γυναίκες, εταίρες και δούλους, που μετείχαν ισάξια στον επικούρειο Κήπο. «Το ευτυχισμένο και άφθαρτο ον ούτε το ίδιο έχει προβλήματα ούτε προκαλεί σε άλλον. Έτσι, ούτε την οργή γνωρίζει ούτε χάρες κάνει. Γιατί όλα αυτά χαρακτηρίζουν το αδύναμο ον.»

Οι Επικούρειοι κατάλαβαν ότι είναι δύσκολο να ζει κανείς ευτυχισμένος και ταυτόχρονα να τρέμει μήπως βρεθεί ξαφνικά και αμετάκλητα αμαρτωλός στις όχθες του Αχέροντα. Ούτε ο περιβόητος βαρκάρης θα έρθει ποτέ,
ούτε τα τέρατα του κάτω κόσμου θα τον βασανίζουν αιώνια. Στην περίπτωση μας, ο μεγάλος ταραχοποιός αντίπαλος είναι ο ιδεαλισμός και ο μυστικισμός, με σημαντική ιστορική παράδοση και συχνά αξιοθαύμαστες κατασκευές. Και επειδή δεν υπάρχουν ιδέες για να συγκρουστούν μεταξύ τους, παρά τα όσα έγραψε μια διάνοια όπως ο Πλάτων, συγκρούστηκαν άνθρωποι με σάρκα και οστά. Η φιλοσοφία έγινε λοιπόν όπλο στον πολιτικό αγώνα για επικράτηση· οι ιδεαλιστές ταυτίστηκαν με τους ολιγαρχικούς, ενώ οι υλιστές, οι σοφιστές, οι Επικούρειοι και άλλοι χρεώνονται στους δημοκρατικούς. Είναι δύσκολο να δείξουμε εδώ ακριβώς με ποιους τρόπους ερμηνεύτηκαν η διαστρεβλώθηκαν πλήρως πολλές ιδέες του αρχαιοελληνικού παρελθόντος. Πολύ συχνά έγινε επιλεκτική χρήση χωρίων ή αποσπασμάτων και επιχειρήθηκε να αποσιωπηθούν όσα εμπράγματα δεδομένα δεν μπορούσαν να ταιριάξουν σε υστερότερες θεωρητικές συλλήψεις. Εάν ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης μπορούσαν να ερμηνευτούν και να διαβαστούν εκ νέου -τη δουλειά στη Δύση την έκανε με εξαιρετικό τρόπο ο πολύς Άγιος Αυγουστίνος– ο Επίκουρος δεν χωρούσε εύκολα σε μεταφυσικά ιδεαλιστικά σχήματα. Ακόμα περισσότερο: ο επικουρισμός ήλθε ως απάντηση στις θολούρες του μυστικισμού και της οργιαστικής λατρείας που σκόρπιζαν τον τρόμο στα μυαλά των ανθρώπων.
Ο Επίκουρος είναι βεβαίως αναγκασμένος να αρνηθεί και τη θεία πρόνοια, εφόσον διδάσκει ότι δεν υπάρχει θεία τιμωρία. Ομοίως, δεν δέχεται την ύπαρξη του παραδείσου για να εξαφανίσει από το νου την κόλαση και το φόβο της αιώνιας τυραννίας. Ό,τι χάνουμε σε παρηγοριά, το κερδίζουμε ενδεχομένως σε ψυχική γαλήνη:  «Όσα πράγματα αδιάκοπα σε συμβούλευα να κάνεις, αυτά να κάνεις και γύρω από αυτά να στοχάζεσαι, θέτοντάς τα ως τις βάσεις για μια ευτυχισμένη ζωή. Πρώτα απ” όλα, θεωρώντας ότι ο Θεός είναι ον άφθαρτο και μακάριο, όπως άλλωστε πιστεύουν και οι πολλοί, να μην του προσάπτεις τίποτα ξένο προς την αφθαρσία του και τίποτε ανάρμοστο στη μακαριότητά του. Αντίθετα, να πιστεύεις γι” αυτόν οτιδήποτε είναι δυνατόν να διαφυλάξει την αιώνια μακαριότητά του. Γιατί οι θεοί υπάρχουν η γνώση που έχουμε γι’ αυτούς είναι ξεκάθαρη.»
Ο Επίκουρος δίδαξε ότι η ηδονή (ή αλλιώς, ευχαρίστηση) και ο πόνος είναι το μέτρο για το τι πρέπει να προτιμούμε και τι να αποφεύγουμε. Μια ηδονή, για τον Επίκουρο, είναι ηθικώς θεμιτή και πρέπει να την επιδιώκουμε, εφόσον αποτελεί μέσο διασφάλισης της κορυφαίας ηδονικής κατάστασής μας, που δεν είναι άλλη από την ψυχική μας ηρεμία. Ακόμα και ο πόνος, εάν ορισμένες φορές μας βοηθάει στην κατάκτηση της ψυχικής μας ηρεμίας, αποκτά θετική σημασία.
Ο Επίκουρος δίδαξε ότι η ηδονή (ή αλλιώς, ευχαρίστηση) και ο πόνος είναι το μέτρο για το τι πρέπει να προτιμούμε και τι να αποφεύγουμε.
Δεν είναι βέβαιον αν οι θεοί συγχώρησαν στο μεγάλο Έλληνα ένα τέτοιο τόλμημα, είναι όμως διαπιστωμένο, ότι πολλοί άνθρωποι προσπάθησαν να θάψουν τη διδασκαλία του όσο πιο βαθιά γίνεται. Για πεντακόσια και πλέον χρόνια ο Επικουρισμός στάθηκε κόκκινο πανί για τον ιδεαλισμό και κάθε λογής ηθικολόγους. Οι Αθηναίοι δημοκρατικοί των χρόνων του Επίκουρου διαισθάνονταν ότι η ιδεαλιστική φιλοσοφία υπηρετούσε εν τέλει την ολιγαρχία και τον ξένο επιδρομέα. Τα θλιβερά γεγονότα που ακολούθησαν τον Πελοποννησιακό πόλεμο δικαίωσαν αυτή την αίσθηση.
Ο φόβος του θανάτου είναι αρκετός, λένε οι Επικούρειοι, δεν χρειάζεται να προσθέσουμε και τον τρόμο της αιώνιας δοκιμασίας. Το ατέλειωτο αλισβερίσι των ψυχών μέχρι τη θέωση απορρίπτεται επίσης: η ψυχή δεν πάει σε άλλο σώμα, ο νεκρός δεν αισθάνεται ούτε χαρά ούτε λύπη, βρίσκεται όπως ήταν πριν γεννηθεί. Χρειάζεται να σεβόμαστε τους θεούς, επειδή είναι τέλεια όντα, και ταυτόχρονα να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι στις δοξασίες και τις διάφορες γνώμες των ανθρώπων γι” αυτούς:«Όμως δεν είναι οι θεοί όπως τους φαντάζεται ο πολύς κόσμος, ο οποίος δε διαφυλάσσει την αρχική τους έννοια. Και ασεβής δεν είναι όποιος δεν αποδέχεται τους θεούς των πολλών, αλλά όποιος προσάπτει στους θεούς τα όσα πιστεύουν οι πολλοί. Οι διάφορες γνώμες των πολλών για τους θεούς δεν αποτελούν αληθινή γνώση, αλλά ψευδείς δοξασίες που υποστηρίζουν ότι οι θεοί προκαλούν τις μεγαλύτερες συμφορές και προσφέρουν τα σπουδαιότερα αγαθά. Γιατί οι άνθρωποι, συνηθισμένοι πάντα στις δικές τους αρετές, αποδέχονται μόνο τους όμοιούς τους, θεωρώντας ξένο ό,τι είναι διαφορετικό.»
Η απόσταση από τον εκδικητή Θεό των Εβραίων και της Παλαιάς Διαθήκης είναι σημαντική και διανύθηκε χάρη στο ρωμαλέο ελληνικό φιλοσοφικό πνεύμα που τόλμησε να ανδρώσει το ανάστημά του μπροστά στους θεούς. Ο Προμηθέας είναι γνήσιο παιδί της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ως πρακτική φιλοσοφική αντίληψη για τη ζωή, ο ιουδαϊκός χριστιανισμός μπόρεσε να ριζώσει στον ελληνικό κόσμο μόνον εφόσον αποδέχτηκε, θεωρητικά ή πρακτικά, επικούρειες και πλήθος άλλες ειδωλολατρικές φιλοσοφικές θέσεις. Το αποτέλεσμα φαίνεται κάποτε ιλαρόν σε όσους είναι κάπως εξοικειωμένοι με την ιστορία των ιδεών, ωστόσο η λογική ασυνέπεια μια ιδεολογικής κατασκευής σπανίως στάθηκε εμπόδιο στη διάδοση της. Ακόμα και στις μέρες μας, πλήθη Ορθόδοξων πιστών «πιστεύουν» στα ζώδια και στις καφετζούδες -«πολύ» ή «λίγο»- παρά την εξωφρενική απόσταση που προφανέστατα χωρίζει την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία από τα παραμύθια για τους επτά ουρανούς και τα νεφελώδη δόγματα του ζωροαστρισμού. Έτσι ή αλλιώς, η χριστιανική διδασκαλία της αγάπης και της εγκράτειας φαίνεται να κρατάει από τη δημοκρατική παράδοση του δήμου, όπως μεταφέρθηκε στην Παλαιστίνη από τους Επικούρειους, ενώ η αντίληψη για τον περιούσιο λαό πηγάζει περισσότερο από τα ιερατεία και την ολιγαρχία. Οι θεοί του Επίκουρου είναι δημοκρατικοί και συμβάλλουν στη συνοχή του δήμου. Όπως αναφέρεται σε επιγραφή της εποχής, οι πολίτες λατρεύουν την Αθηνά – Δημοκρατία.

Ο έρωτας

Για τον Επίκουρο ο έρωτας δεν είναι κακό, συνέργεια του σατανά, όπως φαντάστηκαν πολλοί άνθρωποι στο μεσαίωνα και τους αιώνες που ακολούθησαν, ούτε θείας προέλευσης όπως υποστήριξε ο Πλάτωνας. «Ουδέ θεόπεμπτον είναι τον έρωτα», γράφει σχετικά ο Διογένης Λαέρτιος. Ο έρωτας (σύντονος όρεξις αφροδισίων μετά οίστρου και αδημονίας) είναι μια δυνατή φυσική ορμή και ως τέτοια χρειάζεται να ικανοποιηθεί μέσα στα όρια της λογικής και της φρονιμάδας, διαφορετικά γίνεται ολέθριο πάθος, αναστατώνει το νου και την γαλήνη της ψυχής, υπονομεύει τις βασικές προϋποθέσεις της ευδαιμονίας. Ο Επίκουρος πάντως διατηρούσε ερωτικές σχέσεις και αλληλογραφία με τη νεαρή και όμορφη εταίρα Λεόντιον, η οποία ήταν μέλος του Κήπου. Ο έρωτας τυφλώνει τα μάτια του ερωτευμένου και η ζωή του είναι παιχνίδι στα χέρια της αγαπημένης. Ο σοφός δεν ανακατεύεται με παράνομες ερωτοδουλειές:

Γυναικί τε ου μιγήσεσθαι τον σοφόν ή οι νόμοι απαγορεύουσιν

 Ο Επίκουρος πίστευε στον γάμο και την οικογένεια, για όσους ήταν προετοιμασμένοι για τέτοιες ευθύνες και αποδοκίμαζε τον αμιγώς σεξουαλικό έρωτα, διότι παγιδεύει τον εραστή μέσα σ” ένα κουβάρι περιττών αναγκών και τρωτών συναισθηματικών καταστάσεων. Το τυπικό μοντέλο: αρχικά πόθος, μετά ξεμυάλισμα, στη συνέχεια εκπλήρωση και τέλος ζήλεια ή πλήξη. Σ” αυτή την αενάως  επαναλαμβανόμενη ιστορία, πέρα από την ίδια την ερωτική πράξη δεν υπάρχει παρά η ανησυχία και η κατάπτωση.

Ο Μητρόδωρος ο Λαμψακηνός ήταν αρχαίος Έλληνας επικούρειος φιλόσοφος τον οποίον ο Κικέρων αποκαλούσε "Δεύτερο Επίκουρο". Γεννήθηκε περίπου το 330 π.Χ. και πέθανε το 277 π.Χ. Υπήρξε από τους προσφιλέστερους μαθητές του Επίκουρου ο οποίος και του αφιέρωσε πολλά συγγράμματά του.  Η ομάδα γύρω από τον Επίκουρο, αφού αναγνώρισε ότι είναι δίκαιο και φυσικό να απολαμβάνουμε τα αγαθά και τις χαρές της ζωής, κατέταξε τις επιθυμίες σε κατηγορίες. Οι επιθυμίες κα η ικανοποίηση τους πρέπει να καλμάρουν τη βαρυχειμωνιά της ψυχής, αυτός είναι άλλωστε και ο επίγειος πρακτικός στόχος ολόκληρης της επικούρειας φιλοσοφίας. Η κατηγορία για ηδονισμό είναι η συνηθέστερη που κυκλοφορεί για τον Επίκουρο και τον Κήπο του. Στην πραγματικότητα, ο μεγάλος Έλληνας απέρριπτε τόσο τις ασωτίες όσο και τον σκληρό ασκητισμό που επέβαλαν στους πιστούς δεκάδες θρησκευτικές ομάδες. Όταν ο Επίκουρος έλεγε ότι ο άνθρωπος πρέπει να επιδιώκει την ηδονή, ουδόλως είχε στο μυαλό του μια ζωή παραδομένη στις σαρκικές  και αισθησιακές απολαύσεις και τα ρωμαϊκά φαγοπότια: «Όταν υποστηρίζουμε ότι ο σκοπός της ζωής είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και τις αισθησιακές απολαύσεις, αλλά εννοούμε το να μην υπάρχει πόνος στο σώμα και ταραχή στην ψυχή.» (Μένανδρος).

Αν πάλι ως ηδονή εννοούμε την αποφυγή του πόνου και την επιδίωξη της ευχαρίστησης, μάλλον ορθώς ο Επίκουρος τη βρίσκει πιο φυσική, αν τη συγκρίνουμε με την πείνα, ταλαιπωρία του σώματος και τις κάθε λογής στερήσεις. (Είναι γνωστό ότι οι Πυθαγόρειοι διακήρυσσαν την πλήρη αποχή από σεξουαλικές επαφές, γυναίκες, ποτά και κάθε είδους διασκεδάσεις. Μεταξύ άλλων απαγορεύσεων, οι νεοεισερχόμενοι στη σέχτα υποβάλονταν στην δοκιμασία της διετούς σιωπής). Ο δρόμος προς την ευτυχία που προτείνει ο δάσκαλος δεν είναι μια πορεία μαρτυρίου στο δρόμο για την τελείωση της ψυχής, αλλά μια καθημερινή πρακτική επιβεβαίωση ότι αξίζει να ζούμε τη ζωή, με τις λύπες και τις χαρές της, χωρίς να μάς σκιάζει ο φόβος του θανάτου και τα κάθε λογής φαντάσματα που πλάθει το μυαλό των ανθρώπων. Ο Δάντης δικαίως επιφυλάσσει στους Επικούρειους μια χωριστή γωνιά στην κόλασή του.  «Δεν ξέρω πώς να συλλάβω το Αγαθόν, αν αφαιρέσω τις ηδονές της γεύσης, αν αφαιρέσω τις σεξουαλικές ηδονές, αν αφαιρέσω την ευχαρίστηση των ακουσμάτων και την τέρψη που προσφέρει η θέα μίας γλυκιάς μορφής.» Επίκουρος
 Οι Επικούρειοι συνδέονται μεταξύ τους με μνημειώδεις φιλικούς δεσμούς, ζουν λιτά, αναγνωρίζουν πόσο λίγα είναι αυτά που χρειάζονται πραγματικά, απολαμβάνουν την κατοχή τους και τη βεβαιότητα ότι θα εξακολουθήσουν να τα κατέχουν. Αυτό τους κάνει να χαίρονται ακόμα περισσότερο, αν συμβαίνει μια πολυτέλεια (π.χ. ένα πλούσιο γεύμα) να είναι διαθέσιμη χωρίς δυσκολίες και σκοτούρες. Η πολυτέλεια δεν είναι κακό πράγμα από μόνη της, γίνεται όμως καταστροφική  για την ευτυχία, όπως και κάθε επιθυμία για πράγματα που δεν είναι αναγκαία. Σημασία δεν έχει τι τρως και πίνεις αλλά με ποιους τρως και πίνεις:«Γι” αυτό και θεωρούμε την ηδονή αρχή και απώτερο σκοπό της ευτυχισμένης ζωής. Γιατί έχουμε αναγνωρίσει ότι είναι πρωταρχικό και έμφυτο αγαθό μέσα μας και ότι από αυτήν ξεκινάει το τι θα προτιμήσουμε και το τι θα ,αποφύγουμε, και σε αυτήν καταλήγουμε όταν αξιολογούμε κάθε αγαθό με κριτήριο την αίσθησή της. Και επειδή η ηδονή είναι το πρωταρχικό και έμφυτο αγαθό, γι” αυτό δεν επιλέγουμε οποιαδήποτε ηδονή, αλλά μερικές φορές δεν ενδίδουμε σε πολλές ηδονές, όταν αυτές μας προκαλούν μεγαλύτερα προβλήματα. Πολλούς πόνους, μάλιστα, τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, εφόσον είναι μεγαλύτερη για μας η ηδονή που θα ακολουθήσει, εάν υπομείνουμε για πολύ χρόνο τους πόνους. Κάθε ηδονή λοιπόν, επειδή η φύση της μας είναι οικεία, είναι κάτι το καλό, δε συμβαίνει όμως να επιλέγουμε μια οποιαδήποτε ηδονή, όπως ακριβώς και κάθε πόνος είναι κακός, ωστόσο, από τη φύση του, δε γίνεται πάντοτε να τον αποφεύγουμε. Όλα αυτά, όμως, οφείλει να τα κρίνει κανείς συγκρίνοντας τα και αξιολογώντας προσεκτικά τι είναι συμφέρον και τι ασύμφορο. Γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούμε το καλό σαν κακό και, αντίστροφα, το κακό σαν καλό.»
Ο Δημόκριτος (~460 π.Χ.- 370 π.Χ.) ήταν προσωκρατικός φιλόσοφος, ο οποίος γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης. Ήταν μαθητής του Λεύκιππου. Πίστευε ότι η ύλη αποτελούνταν από αδιάσπαστα, αόρατα στοιχεία, τα άτομα. Επίσης ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε ότι ο Γαλαξίας είναι το φως από μακρινά αστέρια. Ήταν ανάμεσα στους πρώτους που ανέφεραν ότι το σύμπαν έχει και άλλους "κόσμους" και μάλιστα ορισμένους κατοικημένους. Ο Δημόκριτος ξεκαθάριζε ότι το κενό δεν ταυτίζεται με το τίποτα ("μη ον"), είναι δηλαδή κάτι το υπαρκτό.

Ο Δημόκριτος (~460 π.Χ.- 370 π.Χ.) ήταν προσωκρατικός φιλόσοφος, ο οποίος γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης. Ήταν μαθητής του Λεύκιππου. Πίστευε ότι η ύλη αποτελούνταν από αδιάσπαστα, αόρατα στοιχεία, τα άτομα. Επίσης ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε ότι ο Γαλαξίας είναι το φως από μακρινά αστέρια. Ήταν ανάμεσα στους πρώτους που ανέφεραν ότι το σύμπαν έχει και άλλους «κόσμους» και μάλιστα ορισμένους κατοικημένους. Ο Δημόκριτος ξεκαθάριζε ότι το κενό δεν ταυτίζεται με το τίποτα («μη ον»), είναι δηλαδή κάτι το υπαρκτό.
Γράφτηκε, και εν πολλοίς ανταποκρίνεται στα πράγματα, ότι η φιλοσοφία του Επίκουρου είναι απλή  και η συνεισφορά του στην εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης στάθηκε αμελητέα. Σε σχέση με τους γρίφους και τους χρησμούς που δίδασκαν οι ιδεαλιστές, οι δόξες του επίκουρου φαίνονται σαφείς και εύληπτες προτροπές. Είναι ίσως χρήσιμο  να γνωρίσεις τον εαυτό σου («γνῶθι σαὐτόν»), σύμφωνα με το σκοτεινό δελφικό απόφθεγμα, έχει όμως πιο πρακτικά αποτελέσματα να κατανοήσεις την εμπειρικά διαπιστωμένη αλήθεια ότι οι υπερβολικές επιθυμίες ταράσσουν τη γαλήνη της ψυχής. Το πρώτο απευθύνεται σε λίγους και μυημένους – προορισμένους άλλωστε να επανδρώσουν την ολιγαρχία, το δεύτερο αφορά το ατέλειωτο ανθρωπομάνι που ζει στα όρια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

 Ο Δημόκριτος, πρόδρομος των Επικούρειων γράφει για  ψυχική γαλήνη και σύμμετρη ζωή: «Γιατί την ψυχική γαλήνη τη φέρνει στους ανθρώπους η συγκρατημένη διασκέδαση και η σύμμετρη ζωή. Η στέρηση και η υπεραφθονία τείνουν να μετατρέπονται στο αντίθετο τους και να προκαλούν στην ψυχή μεγάλες κινήσεις· και οι ψυχές που κινούνται σε μεγάλη έκταση δεν είναι ούτε ευσταθείς ούτε γαλήνιες”
Οι φίλοι του Κήπου θεωρούν επίσης ανώφελο και ανόητο (μωρόν) να υποβάλλεται με τη θέλησή μας το σώμα σε βάσανα και δοκιμασίες, σύμφωνα με τις πρακτικές που ακολουθούσαν οι μυστικιστικές σέχτες της εποχής και εκατοντάδες χιλιάδες πιστοί, μέχρι τις μέρες μας Κατά τον Επίκουρο, η φιλοσοφία είναι μια δραστηριότητα χρήσιμη για την ευτυχισμένη ζωή, είναι η ίδια τέχνη και χωριστή επιστήμη της ζωής.  «Φυσικές και αναγκαίες είναι όσες επιθυμίες, όταν ικανοποιηθούν, ανακουφίζουν τους πόνους, όπως το ποτό στη δίψα — όσες επιθυμίες δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν δεν είναι αναγκαίες.»

«Πάντως, οι φυσικές επιθυμίες που δεν προκαλούν πόνο αν δεν ικανοποιηθούν — δεν είναι δηλαδή αναγκαίες —, αλλά η προσπάθεια που καταβάλλει κανείς για την ικανοποίηση τους παραμένει έντονη, γεννιούνται από ματαιοδοξία, και δεν οφείλεται στη φύση τους το ότι δεν απομακρύνονται, αλλά στη ματαιοδοξία του ανθρώπου.»
«Πραγματικός πλούτος σημαίνει το να αρκούμαστε στα λίγα. Το λίγο ποτέ δεν λείπει.» Λουκρήτιος
«Τίποτα δεν είναι αρκετό, για όποιον το αρκετό είναι λίγο.» Επίκουρος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αναξίμανδρος (610-540 π.X.)

Γέννηση, θάνατος, άπειρο », 23 Μαΐου 2011 Επιστήμες / Μορφές της Επιστήμης & της Τεχνολογίας   Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Αστρονομίας και των Φυσικών Επιστημών - Πανεπιστήμιο Αθηνών Στράτος Θεοδοσίου Στην φιλοσοφία του Αναξίμανδρου, το άπειρο, που ήταν αθάνατον και ανώλεθρον, ήταν η πρωταρχική κοσμική ουσία από την οποία απορρέουν τα πάντα και στην οποία τελικά επιστρέφουν τα πάντα. Από αυτό γεννιούνταν και σε αυτό επέστρεφαν αλληλοδιαδόχως άπειροι κόσμοι. των Στράτου Θεοδοσίου, επίκουρου καθηγητή, και Μάνου Δανέζη , αναπληρωτή καθηγητή, Τμήμα Φυσικής – Πανεπιστήμιο Αθηνών και Milan Dimitrijevic , Astronomical Observatory of Belgrade, Serbia Την ίδια εποχή με τον Θαλή έδρασε, επίσης στην Μίλητο, ο μαθητής και διάδοχος στην Σχολή του, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.X.), ο οποίος, όπως παραδέχονται όλοι οι μελετητές εκείνης της περιόδου, ήταν ισάξιος του διδασκάλου του και ο πρώτος που μαζί

Είχε Δίκιο η Αντιγόνη ή ο Κρέων;

Επανερχόμαστε   στα παλιά ερωτήματα. Είχε άραγε κάπου δίκιο η Αντιγόνη (ή εξ ολοκλήρου δίκιο); Και είχε άραγε ο Κρέων κάποιο άδικο (ή εξ ολοκλήρου άδικο); Δεν είναι βέβαιο ότι αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που θα μπορούσε κανείς να θέσει για το έργο, τουλάχιστον έτσι ωμά διατυπωμένα. Ή μάλλον θα μπορούσε ο Σοφοκλής ο ίδιος να τα έχει κάνει πιο ενδιαφέροντα —και πιο δύσκολα— όμως οι επιλογές του ήταν άλλες. Υπήρχε σύγκρουση —μια σύγκρουση εγελιανού τύπου— μεταξύ των δικαιωμάτων της οικογένειας και των δικαιωμάτων της πολιτείας. Και αρχικά φαίνεται σαν ο Σοφοκλής να πρόκειται να αναπτύξει το έργο του με βάση αυτή τη σύγκρουση, όταν η Αντιγόνη εμφανίζεται στον Πρόλογο του δράματος προσηλωμένη ειδικά στην οικογένεια και έκδηλα αδιάφορη απέναντι στην πολιτεία, ενώ ο Κρέων με το διάγγελμα του αμέσως μετά την Πάροδο (πολύ σημαντική τοποθέτηση σε αρχαίο ελληνικό δράμα) αναλαμβάνει τη θέση του εκφραστή της πόλεως, με την έκκληση έξαφνα που απευθύνει να υποταχθούν οι προσωπικέ

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ: Ο άνθρωπος μετά το θάνατό του δεν περνά στην ανυπαρξία, ο νεκρός δεν είναι «μηδέν», αλλά μετέχει στο «είναι» έχει την ικανότητα να αισθάνεται και αναμένει (μέσω της μετεμψύχωσης) την επιστροφή του στον ορατό κόσμο.

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων. Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.     «αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα». Παρουσιάζοντας τα φα