Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΓΙΩΤΑ ΓΙΑΝΝΑ Το βελούδινο υπόγειο της Γιώτας Γιάννα


ΓΙΩΤΑ ΓΙΑΝΝΑ
Το βελούδινο υπόγειο της Γιώτας Γιάννα.  Τραγούδησε με τις μεγαλύτερες φωνές της ελληνικής δισκογραφίας. Δούλεψε σε όλα τα νυχτερινά κέντρα. Είναι η Γιώτα με τη φυσαρμόνικα και έτσι θέλει να τη θυμούνται. Aπόσπασμα από το νέο βιβλίο του Γιώργου Χρονά  "Tο μονόπρακτο Σεβάς Χανούμ".
«Εγώ δεν είμαι για όλα. Είμαι για ορισμένους ανθρώπους. Αυτοί έρχονται όπου είμαι, όχι για το κάθισμα. Τη σειρά. Ό,τι δεν ήθελα να κάνω δεν το έκανα. Αντιστάθηκα. Είμαι ροκ. Είμαι αυτό».
Πολλές φορές άνθρωποι μού χτυπούσαν τον ώμο για να γυρίσω να δημιουργήσουμε μαζί κάτι καλύτερο για την καριέρα μου, γιατί θα μπορούσα να έχω καριέρα, κι εγώ άνοιγα χώρο να περάσουν. Και συνέχιζα το δρόμο μου. Ήμουν σε άλλο φεγγάρι.

 Δημοσιογράφος: Την είδα, πίσω από το τζάμι, να έρχεται περνώντας κάθετα τη λεωφόρο. Το ραντεβού μας ήταν σ' αυτό το σαλόνι του ξενοδοχείου. Αριστερά, μπαίνοντας, ήταν το μπαρ. Ο ήλιος την ανάγκαζε να φοράει γυαλιά. Κάθισε στην καρέκλα κι ακούμπησε την τσάντα της δίπλα. Άνοιξε την ταμπακιέρα κι έβαλε το τσιγάρο στο στόμα, χωρίς να το καπνίζει. Η υπερβολική ζέστη δεν την εμπόδιζε να δείχνει τα αισθήματά της -τη θερμότητά της- που ήταν κάτι σπάνιο. Παρήγγειλε μπύρα. Άκουγα γι' αυτήν, το 1972, ότι κάθε βράδυ γεμίζει ένα υπόγειο στην Πλάκα. Εκεί τραγουδούσε. Χαμός να μπεις. Την είδα για πρώτη φορά στο σπίτι της Καίτης Γκρέυ, πολύ αργότερα, ένα βράδυ. Κάθονταν στην καρέκλα της σοβαρή, απόμακρη. Τιμούσε, ως κωφό ή βωβό πρόσωπο, την εορτάζουσα. Στη φρουρά της. Της άναψα το τσιγάρο. Άρχισε με σταθερή φωνή.
Γιώτα Γιάννα: Δεν καπνίζω. Δεν είμαι καπνίστρια. Είναι η ταμπακιέρα και η μάρκα του Δημήτρη. Δεν τον αποχωρίζομαι ποτέ. Το '74, 19 χρονών χάθηκε στην Κύπρο. Μπήκε στη μάχη, δέκα εννιά χρονών, τι να κάνανε; Δεν πήγα ποτέ. Δεν το αντέχω. Βάζω το τσιγάρο στο στόμα. Κάνω την κίνηση. Κι αν ανάψω τσιγάρο, δεν πάω τον καπνό κάτω. Γι' αυτό έχω φωνή ακόμα. Ποτέ δε σταμάτησα το τσιγάρο του Δημήτρη. Το κρατώ. Τον αισθάνομαι εδώ. Γεννήθηκα μια μέρα που 'βρεχε. Που 'βρεχε μονότονα. Όπως στο τραγούδι. Το τραγούδαγα. Εδώ, απέναντι από την Αγία Τριάδα στους Αμπελόκηπους, μεγάλωσα. Εξαιρετική γειτονιά. Ωραίοι άνθρωποι. Η μητέρα μου ήταν από τη Μικρά Ασία. Την έχασα, σχεδόν, μόλις γεννήθηκα. Δεν τη γνώρισα. Τη φαντάστηκα από τον πατέρα μου όταν μιλούσε γι' αυτήν, από τις φωτογραφίες στο σαλόνι. Ελένη την έλεγαν. Ο πατέρας μου, ο Αποστόλης, ήταν Θεσσαλός. Παντρεύτηκε μια γυναίκα κι έκανε μαζί της δύο παιδιά τον Γιάννη, τον Δημήτρη που χάσαμε. Με ρώτησε για να ξαναπαντρευτεί. Η νέα μάνα μου Ευγενία ήταν καλότατη μαζί μου. Σαν να με γέννησε η ίδια. Το ίδιο και τα νέα αδέλφια μου. Δούλευε σε ταξί ο πατέρας. Πέθανε νέος. Ξαναπαντρεύτηκε η νέα μάνα μου· ήταν πολύ πιο νέα από κείνον. Ήμουν πάντα αδύνατη. Δεν τρώω κρέας. Ποτέ. Αγαπώ τις σαλάτες. Τα λαδερά. Το τυρί. Κάνω ποδήλατο. Οι ταξιτζήδες με γνωρίζουν. Γεια σου, Γιωτάρα, φωνάζουν. Όταν περνώ. Πάνω στη σέλα του. Κι εδώ και στα Μεσόγεια. Δεν οδήγησα ποτέ. Με ταξί και τις δημόσιες συγκοινωνίες κινούμαι. Θέλω να βλέπω ανθρώπους, όψεις, ψυχές. Μέχρι να κλείσω τα μάτια. Όπου δε θα βλέπω. Η ζωή διαμορφώνεται ανά δεκαετίες ή εικοσαετίες. Αλλάζουν τα δεδομένα των περιοχών. Μετά την Πλάκα -που έμεινα πολλά χρόνια- πήγα στην Εθνική Οδό, πάνω σε μεγάλα θηρία. Η Εθνική Οδός ήταν το κάτι άλλο. Τότε. Ξεκινούσαν όλοι οι Αθηναίοι και ερχόντουσαν, σαν νυχτερινή εκδρομή, να μας ακούσουν. Ερχόταν η Ρίτα. Συνοδευόμενη από τον Λάκη που τη φρόντιζε και τον φρόντιζε. Ήταν πάρα πολύ φίλοι. Εγώ δεν ήμουν πρωτοκλασάτη, ήμουν όμως καλλιτέχναρος. Έτσι λέγανε. Κι εδώ έφαγα ψωμί. Δεν το ξεχνώ. Με τη φωνή μου. Τα συκώτια μου. Εκεί, στην Εθνική Οδό, ήταν η μεγάλη Τζένη Βάνου. Το καλύτερο των καλυτέρων. Μια φωνάρα τεράστια, με μια καριέρα απίστευτη. Όπου να τραγουδήσει, το καλλιτεχνικό μπριγιάν διακρίνεται και στη λάσπη. Σαν φως. Από τον πηλό προήλθαμε. Από τη λάσπη. Κι εκεί θα πάμε. Στάχτη. Κι αποκαΐδια. Μπορεί να βουτήξεις μέσα και να μην τη βρεις, να την πατήσεις. Την Τζένη δεν την πάτησε κανείς. Κυρία. Βγήκε και δουλεύει. Εξαιρετικός άνθρωπος χαμηλών τόνων. Δεν κάηκε από τον έρωτα. Δεν καίγεται κανείς από τον έρωτα. Και από τα αποκαΐδια παίρνεις δύναμη. Δεν είσαι κούκλα, κύριε. Σε πιάνω και ξέρω είσαι συ. Πιάνουμε το χέρι του άλλου και ξέρουμε τι πιάνουμε, δεν πιάνουνε το άγαλμα ή τις φιγούρες που βάζουνε κάθε βράδυ στα μαγαζιά και κάνουνε τις κούκλες. Η Βάνου είναι μέγιστο θέμα. Εθνικό θέμα. (Ακούγεται ένας σκύλος να γαυγίζει.) Αυτό που με κρατάει είναι ο εαυτός μου. Τίποτα άλλο. Ποιος να με κρατήσει; Οι σεισμοί; Οι καταποντισμοί; Το ψέμα; Αυτό μ' έκανε δυνατή και αυστηρή. Ευάλωτη και αυστηρή. Δεν πλησίαζα κάτι που θα μου έθιγε τις ηθικές μου χορδές. Μπορεί να μου δώσεις ένα σπίτι, να με εξαφανίσει αυτό. Δε με νοιάζει. Και να μου πεις, έλα να καπνίσουμε ένα τσιγάρο, και να με αφορά. Δε θέλω αυτό. Με ενδιαφέρει ο άνθρωπος. Δε με νοιάζουν τα λεφτά. Είναι σαν τα τρόλεϊ και χειρότερα. Γυρίζουν. Πρέπει να αλλάζουν χέρια. Δεν είναι κακό, δεν έχω πικρίες με τα παιδιά. Μ' αρέσουν οι νέοι άνθρωποι. Τη διάρκεια αγαπώ. Πιστεύω ότι είμαι ένας καλλιτέχνης κι εγώ, χωρίς να έχω μεγάλη διάκριση, διαχρονική. Έχει σημασία να σε βλέπει ο άλλος, να σε ακούει. Να σε ακούει τότε, να σε ακούνε και τα παιδιά του. Και να είσαι ο εαυτός σου. Αυτό είναι συγκινητικό. Σπουδαίο. Δεν ξέρω αν υπάρχει το κοκαλάκι της νυχτερίδας. Υπάρχει μια προσέγγιση προς τη ζωή, γιατί δεν κατηγορώ, δεν ενοχλώ. Που θα μπορούσα με τις γνωριμίες που έχω, και το ξέρουν πολύ καλά πολλοί άνθρωποι, να προσεγγίσω σε καλύτερα πράγματα. Καλύτερα δεν ξέρω ποια είναι. Ένας δίσκος μικρός, τότε, ήταν εδώ άλλοτε. Εγώ είμαι το ίδιο. Δεν έχω αλλάξει. Είμαι ευθυγραμμισμένη. Ό,τι έκανα το οφείλω στο χαρακτήρα μου. Και στις επιτυχίες και στις αποτυχίες. Η επιτυχία μου δεν είναι δισκογραφική, για να με ξέρουν και παραέξω. Να σε ξέρουν παραέξω είναι πολύ σημαντικό για την πώληση. Εγώ δεν έχω να πουλήσω τίποτα. Δεν πουλάω τον εαυτό μου, ούτε τα ρούχα μου για να πάρω άλλα. Εγώ, μια τραγουδίστρια που δεν έχει δισκογραφία. Γιατί το περιθώριο θα έρθει πάλι στην επιφάνεια. Λάμπει σαν αστέρι ψηλά. Ένας καλός δρομέας, αν πάθει κράμπα, δε σημαίνει πως την άλλη φορά δε θα κάνει ρεκόρ. Εγώ δεν είμαι για όλα. Είμαι για ορισμένους ανθρώπους. Αυτοί έρχονται όπου είμαι, όχι για το κάθισμα. Τη σειρά. Κάποτε δούλεψα στο Σου Μου, στην Ιερά Οδό. Πήγαινε να δεις. Ρώτα. Ποιοι δουλεύουν εκεί. Τα μεγαλύτερα ονόματα. Ό,τι δεν ήθελα να κάνω δεν το έκανα. Αντιστάθηκα. Είμαι ροκ. Είμαι αυτό. Και αυτό θέλω να αγαπάνε οι άνθρωποι. Αυτό γουστάρουνε. Είμαι αγριοκάτσικο πάνω στα κεραμίδια, στην άκρη του γκρεμού. Χωρίς να πειράξω κεραμίδι για να τρέξει νερό. Ποτέ δεν πείραξα κανένα, αγαπήθηκα πολύ. Απ' όλα τα μέταλλα. Το μουντό. Το σκούρο. Μου ταιριάζει γιατί μέσα βγάζω φως. Έχω μια δική μου λογική. Ανάβω κεριά στο σπίτι, αγαπώ το λίγο φως. Έτσι κάνω το χώρο ευχάριστο. Εκεί ηρεμώ. Το χώρο της δουλειάς μου, ό,τι και να 'ναι, τον διαμορφώνω στα μέτρα μου. Εγώ κάνω ταβανοθεραπεία. Κοιτώ το ταβάνι από το κρεβάτι. Ατελείωτη ώρα. Μέχρι να ζαλιστώ. Υπάρχει τόση μοναξιά. Αν χτυπήσεις την πόρτα, ό,τι υπάρχει στο σπίτι θα κεράσω. Λικέρ, ουίσκι, ούζο. Ό,τι βρεθεί. Τα πάντα υπάρχουνε. Αγάπη πάνω απ' όλα. Η αγάπη θεραπεύει. Αγαπήθηκα πάρα πολύ. Και με τις ρυτίδες μου και όλα μου. Τι πάει να πει μου δίνεις και σου δίνω; Ποτέ δεν ήμουν έτσι. Θέλω να κοιμάμαι λίγο και κοιμάμαι λίγο. Από τη στιγμή που σκέφτομαι τον εαυτό μου, δεμένα τα χέρια, εμένα που είμαι αντάρτης, κλειστά τα μάτια μου, να μην αναπνέω, να μη βλέπω τα πουλιά, τα ζώα, τους ανθρώπους, τη θάλασσα, τον ήλιο, να μην ακούω τις φωνές, τα πράγματα. Ό,τι ν' ακούω μου φέρνει αγαλλίαση. Θέλω να ακούω μια φωνή στο σπίτι. Γιώτα, το γάλα σου, ζεστάθηκε· ετοίμασα το τραπέζι. Κοιμάμαι λίγο, γιατί σκέφτομαι ότι θα κοιμάμαι κάποια φορά για πάντα. Χωρίς φώτα, χωρίς μουσικές, χωρίς παρέα. Δεν ξέρω αν υπάρχει μουσική μετά το θάνατο. Δε μου το 'πε ο Δημήτρης. Μόνο αυτόν ακούω. Του τραγουδώ «πού πάνε εκείνα τα παιδιά, της θύελλας και του βοριά, που πέθαναν για λευτεριά;». Αυτό μόνο. Τίποτε άλλο. Το τραγουδώ. Παρουσιάστηκα στη σκηνή με τη Βέμπο. Ως ταλέντο. Έχω ντοκουμέντα. Φωτογραφίες. Ένα παιδί στη γειτονιά, ακούγοντάς με να τραγουδώ, να παίζω φυσαρμόνικα, με οδήγησε στο πάλκο. Στη σκηνή. Έφτασα να 'μαι στην Πλάκα επί Χούντας. Γινότανε χαμός κάθε βράδυ. Στο υπόγειό μου δεν έπεφτε καρφίτσα. Μας απαγόρευαν τραγούδια και εγώ σε συνεννόηση με την πόρτα -τα παιδιά- το παράβαινα και τα έλεγα. Προσπερνάω. Πολλές φορές άνθρωποι μού χτυπούσαν τον ώμο για να γυρίσω να δημιουργήσουμε μαζί κάτι καλύτερο για μένα, για την καριέρα μου, γιατί θα μπορούσα να έχω καριέρα, κι εγώ άνοιγα χώρο να περάσουν. Και συνέχιζα το δρόμο μου. Ήμουν σε άλλο φεγγάρι. Είμαι γνωστή σε κάποιους. Για μένα πολλούς. Μια χούφτα να 'ναι για μένα, μου αρκούν. Αυτοί έρχονται και μ' ακούνε. Αφού ο Θεός μού αφήνει το λαρύγγι ανοιχτό. Το εργαλείο του λαιμού. Όμως σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν. Είναι λυπηρό αυτό. Δε θέλω να το ζήσω. Όπου τραγουδούσα, ερχόντουσαν παιδιά εικοσάχρονα και φαντάροι, λέγανε «κυρία Γιώτα, μου κόψανε το φως, το νερό». Εγώ, να. Να. Ερχόντουσαν κι από την άλλη την περίσταση. Θέλω να φάω έναν πατσά, λέγανε. Και πηγαίνανε και τρυπιόντουσαν. Ένας θεός, άγγελος, πέθανε. Πάρ' το και φύγε. Του 'λεγα. Το κάνω αυτό, παρ' όλο που πέρασα λούκια και πολύ δύσκολα. Με υψηλή αξιοπρέπεια ενός απλού ανθρώπου που στο χώρο έγραψε κάποια πράγματα μες στη νύχτα. Η νύχτα δεν είναι εκείνη που κρύβει πράγματα. Κρύβει και η μέρα. Η νύχτα είναι μαγική. Εκεί ανήκω. Μ' αρέσει η νύχτα και το περιθώριο. Ακριβώς και είμαι αντιστάρ. Ναι, και θέλω να μη μου φαλτσάρουν οι χορδές μου. (Ακούγεται ένας σκύλος να γαυγίζει.) Δε φοβάμαι το θάνατο. Δεν τον φοβάμαι. Δε θέλω να πεθάνω για να μπορέσω να πράξω καλύτερα πράγματα, γι' αυτά που δεν μπόρεσα να κάνω. Δεν μπόρεσα να σταματήσω εκεί που ήταν ο Δημήτρης, στον τόπο που σκοτώθηκε. Ήθελα να ήμουν κοντά του. Δεν μπόρεσα αυτό να το κάνω. Θα ήθελα να πεθάνω εγώ και να έχει ζήσει ο Δημήτρης. Γιατί αυτός ήταν δέκα εννιά χρονών. Δεν παίζω με τα νούμερα και το ξέρεις. Ούτε καν με ρώτησες τι και πώς. Τι είσαι, πώς είσαι, πώς βγήκες, τι έκανες; Ρωτάς εγκάρδια. Και το εκτιμώ δεόντως. Ήθελα να μην έφευγε, ήθελα να υπήρχε. Θα μπορούσε να πορευτεί με τους άλλους ανθρώπους. Δεν μπορώ με τη σκέψη εκείνου. Είναι ένα βαθύ πλήγμα αυτό, οικογενειακό, που μας καίει και μας πάει βήμα βήμα. Τοίχο τοίχο. Δεν εστιάζω εκεί, ότι έχω βαθύ πόνο και φταίνε οι άλλοι. Δε φταίνε οι άλλοι. Μπορεί να έφταιξα κι εγώ στο θέμα της καριέρας. Δε μου αρέσει αυτή η λέξη «καριέρα». Λέμε πιο μπροστά. Καλά είμαι στο βαπόρι που είμαι. Το παράσημό μου ξέρεις από πού είναι; Από τους μεγάλους καλλιτέχνες που λένε, τι τραγουδισταρού είναι αυτή. Αυτό μου φτάνει. Ξέρεις τι γαλόνι είναι αυτό; Δούλεψα και στη Συγγρού, ένα διάστημα. Όχι μόνο στη Συγγρού. Οι άνθρωποι που λένε αυτό, που δε συνυπήρξαμε επαγγελματικά. Μ' ακούγανε, ερχόντουσαν. Όλοι έχουν έρθει. Καλός άνθρωπος και πάρα πολύ καλή καλλιτέχνις. Και τελευταία το είπε και μια άλλη κυρία, απορώ με σένα! Δεν πειράζει, δεν είμαι καλά εδώ που είμαι; Δε διαμαρτύρομαι. Είμαι καλά. Έχω πολλές ευαισθησίες. Είμαι ευαίσθητος άνθρωπος. Δε φαίνεται αυτό. Δε φαίνεται, γιατί βλέπουν ένα σκληρό άνθρωπο. Η σκληρότητα είναι άμυνα για να μην είσαι πολύ ευαίσθητος. (Πίνει νερό από το ποτήρι. Το αδειάζει.) Πολλά είδαν τα μάτια μου. Κι άκουσαν τ' αυτιά μου. Φόνος να γίνει στο μαγαζί μπροστά μου και να με ρωτήσει ο πολισμάνος τι είδα. Δεν ξέρω. Δεν είδα. Θα τους πω. Έχω πάντα το στόμα κλειστό. Δε γνωρίζω τίποτα. Πολλές φορές παίρνω το ΚΤΕΛ και πάω στο Λουτράκι. Αριστερά στο δρόμο είναι το τάγμα. Υπηρέτησε μετά το Κιλκίς. Κρύο, ζέστη, εγώ εκεί. Τους παίρνω τσιγάρα, μπισκότα, καραμέλες. Νομίζω πίσω από τη σκοπιά, στην πύλη θα βγει να τον δω. Τον βλέπω με το λουκάνικο στον ώμο να φεύγει από κει με το πλοίο, για την Κύπρο. Το '74. Δέκα εννιά ετών, στην Ελδύκ. Δεν πήγα ποτέ στην Κύπρο. Τον φαντάζομαι ζωντανό. Μετά το χαμό του, ήρθαν να με πάρουν για μεγάλα μαγαζιά. Μου μιλάγανε για διαφήμιση και τέτοια. Ήμουν νεκρή. Είπα, όχι. Αρνήθηκα. Έκανα ένα σοβαρό χειρουργείο. Επέζησα. Είχα λίγα λεφτά στην άκρη και πήρα τα Χρυσά Κλειδιά. Αυτά μέχρι το '79. Μετά στο Κανόνι, με τη Στέλλα. Ωραία φωνή. Καλό παιδί. Όμως ξανάπεσα. Δεν ξεπερνιέται. Δεν είναι μικρό πράγμα. Απλά υπάρχει. Προσεύχομαι και υπάρχω. Όπως όλοι. Όπως κάθε άνθρωπος που χάνει έναν άνθρωπο. Δεν το βάζεις στην πάντα αυτό. Στην πάντα είμαι εγώ. Τα αγόρια όταν λένε την αλήθεια είναι όμορφα. Με σκλαβώσανε οι φατσούλες τους στο Λουτράκι. Τα ματάκια τους που είναι όμορφα, η καλοσύνη που εκπέμπουν τα μάτια τους. Ο Δημήτρης είναι το σημείο αναφοράς στη ζωή μου. Θα επανέλθω ως Γιώτα με τη φυσαρμόνικα. Σαν γάτα που είναι περήφανη. Αυταρχίλα. Είχα ένα γάτο χρόνια μαζί μου. Έξυνε τα νύχια του στην κουρτίνα. Δεν έσπαγε τίποτα. Περνούσε ανάμεσα στα βάζα, στα άνθη, χωρίς να ρίξει τίποτα. Σηκώθηκε αέρας. Έτσι θέλω να φύγω, όπως ήρθα. Δε θέλω να φύγω σορός. Πηγή: www.lifo.gr
  *
Στα 80 της χρόνια κάνει το δισκογραφικό της ντεμπούτο! Η Γιώτα Γιάννα εδώ και μισό αιώνα γράφει ιστορία στη νυχτερινή Αθήνα, ζώντας ουσιαστικά στη σκιά μεγάλων ονομάτων του πενταγράμμου, όπως η Μαρινέλλα, ο Γιάννης Πουλόπουλος, η Δούκισσα και ο Τόλης Βοσκόπουλος. Και ενώ πολλοί θα έλεγαν ότι έφτασε στη δύση της καριέρας της, εκείνη κάνει το μεγάλο «μπαμ» εισβάλλοντας στη δισκογραφία!  Η «Ελληνίδα Τζάνις Τζόπλιν», το «φυλακισμένο χρυσό λαρύγγι» που επέλεξε το δικό του δρόμο αντί για τη λεωφόρο της δόξας, όπως οι συνάδελφοί της, μιλάει αποκλειστικά στην «Εspresso» περιγράφοντας άγνωστες πτυχές της ζωής της.  Πριν από λίγο καιρό ένας άνθρωπος των γραμμάτων με αγάπη σε ιδιαίτερες γυναίκες, ο Γιώργος Χρονάς, την έκανε μία από τις επτά ηρωίδες του. Πού ακριβώς; Στο τελευταίο του βιβλίο «Το μονόπρακτο της Σεβάς Χανούμ», δίνοντας στο δικό της κεφάλαιο τον τίτλο «Το βελούδινο υπόγειο της Γιώτας Γιάννα». Το κομμάτι που αναφέρεται σ’ εκείνη και, όπως λέει, έδωσε νέα πνοή στην καριέρα της ανεβαίνει απόψε στο κλαμπ «Κύτταρο» -εν είδει μονολόγου- από τη Σωτηρία Λεονάρδου, ενώ στη διάρκεια της βραδιάς θα τραγουδήσει και η ίδια η Γιώτα Γιάννα. 
   **
Η Ελληνίδα Τζάνις Τζόπλιν, η «Πασιονάρια της Εθνικής οδού» κατά τον Χατζιδάκι, η ερμηνεύτρια που «αρπάζει το τραγούδι απʼ τα μαλλιά και το κάνει ολόδικό της» όπως λέει η Λένα Πλάτωνος, η Γιώτα Γιάννα «Είναι Εδώ» και τραγουδάει. Μαζί με τη μαγική της φυσαρμόνικα, το χαρακτηριστικό χτύπημα του μικροσκοπικού της ποδιού, που ανοίγει ηφαιστειακού μεγέθους κρατήρα και μεγάλα τραγούδια σπουδαίων δημιουργών, το φαινόμενο Γιώτα Γιάννα, συνθέτει, όπου κι αν εμφανίζεται, ένα πρόγραμμα, συλλεκτικής αξίας, που η παρακολούθησή του, αποτελεί απίστευτη εμπειρία.
 -Σας συμπεριέλαβε ο Γ. Χρονάς σε βιβλίο του, μαζί με τη Λούλα Αναγνωστάκη, τη Λένα Πλάτωνος, τη Μαλβίνα και άλλες ιδιαίτερες γυναίκες. «Βελούδινο υπόγειο»,  είναι ο τίτλος του δικού σας κεφαλαίου. Σας αρέσουν τα υπόγεια; «Κατεβαίνω στα υπόγεια, γιατί έχουν ένα δικό τους παράξενο φως. Οι άνθρωποι εκεί, περπατάνε ελεύθερα και κάποιοι τα χρησιμοποιούν για να κρύβονται. Το δικό μου «βελούδινο υπόγειο», ήταν τα θρυλικά Χρυσά Κλειδιά στην Πλάκα, όπου τραγουδούσαμε από απαγορευμένα τραγούδια, μεχρι ερωτικά του Σπανού.»
 *
Στα ιδιότυπα εικονοστάσια των προσωπικών, ιδιωτικών αγίων, καρφώνεται στον τοίχο δίπλα στον Άσιμο, τη Γώγου, τη Βέμπο, τον Σιδηρόπουλο, τη Μπίλι Χόλιντει, την Τζόπλιν. Άλλωστε «δική μας Τζάνις Τζόπλιν» τη βαφτίζει ο Σταμάτης Κραουνάκης. Και είναι σαν αυτούς, αυτοελεγχόμενη την ώρα που τραγουδά, ικανή σε ύπαρξη μόνο στην άκρη της φωνής της, αδιάφορη οντότητα σε δόξες, χαϊδεμένη από το κοινό της, που την ακολουθεί σε υπόγεια, κατάφωτα κέντρα, σκοτεινές σκηνές, πάντα εκεί, στα σκοτάδια της νύχτας. Χρόνια πορεία στα τραγούδια, στο πλάι της Βέμπο, της Μαρινέλλα, του Βοσκόπουλου, της Βάνου.

Να τη λένε οι ίδιοι «η Φωνάρα» και να αναγνωρίζουν το ένθεο εκείνο πράγμα, που φωλιάζει μέσα σε ένα μικροσκοπικό, σαν ξωτικού σώμα, όλο μακριά μαλλιά, κόκκαλα και νεύρα και μια αμυδρή μυρωδιά κουφέτου, που είναι χωρίς ηλικία, άχρονη στα 60 και βαλε έτη τραγουδιού της. Ανοίγει το στόμα και η φωνή της κάνει σαν Σεβάς Χανούμ, που γράφει ο Χρονάς, ή σαν φυσικό φαινόμενο δύναμης και παλλομένου πάθους, σχεδόν χειροπιαστού, υπαρκτού. Σαν να ματώνουν οι νότες, να ιδρώνουνε, να αναστενάζουν, να υπάρχουν σαν πλάσματα ξεχωριστά γύρω της.

Ένα βράδυ, ελαφρά μεθυσμένο αλλά και μεθυστικό το ίδιο, όλο φθινόπωρο και μυρωδιά βρεγμένου χώματος και ξύλου. Ένα βράδυ νοτισμένο, λοιπόν, στα ξαφνικά στο Χυτήριο, ενώ τραγουδά η Μαριαλένα Οικονομίδου, η κόρη του μυθικού Γιώργου Οικονομίδη και εγγονή του Χρηστού και της Νίτσας Τσαγανέα δίνει στη Γιώτα Γιάννα το μικρόφωνο. Εκείνη τραγουδά και γονατίζει, τινάζεται, πιάνει την φυσαρμόνικα της και βγάζει αναστεναγμούς, χορεύει, κοιτάζει τους μερακλήδες που χορεύουν στα μάτια και ψάχνει να βρει το ντέρτι και το μαρζι που τους καίει για να κινούνται έτσι. Τους σφίγγει τα κεφάλια μες στα χεριά της και τους κοιτά ενώ τραγουδά. Χειροκροτεί. Ξεσηκώνει τον πόνο και τον εκτονώνει, μαγικά, ενώ συμμετέχει, τον ενορχηστρώνει και τον σκηνοθετεί. Κάνει ροκ με τραγούδια λαϊκά, σαν performing artist χωρίς ιδιοτέλεια, μελέτη ή εκζήτηση. «Τις αμαρτίες μου, εγώ στις είπα, απ’ την αρχή. Το παρελθόν μου σου το φανέρωσα απ’ την αρχή προτού στο πλάι σου να προχωρήσω, την θέση μου έτρεξα να καθαρίσω και την συγγνώμη σου να σου ζητήσω, απ’ την αρχή. Έστω κι αν έζησα σε τρικυμία είχα δικαίωμα στην ευτυχία,  διότι ότι σ’ αγάπησα και σ’ εμπιστεύτηκα απ’ την αρχή»… καίγεται το μαγαζί από ντέρτια, με βουνά τις αμαρτίες και την ρακιά της Γιάννα να συναντά σε λίγο τον Μανώλη Αγγελόπουλο, σε πιο μέταλ εκδοχή.  «Εμένα μ' έθρεψε τσιγγάνας γάλα και είμαι ελεύθερος σαν τα πουλιά. Εγώ γεννήθηκα πάνω στο χώμα στης γης κοιμήθηκα την αγκαλιά. Φτερά του έρωτα είχα για στρώμα και με νανούριζαν γλυκά βιολιά. Εμένα μ' έθρεψε τσιγγάνας γάλα και είμαι ελεύθερος σαν τα πουλιά. Φτερά του έρωτα είχα για στρώμα και με νανούριζαν γλυκά βιολιά. Εμένα μ' έθρεψε τσιγγάνας γάλα και είμαι ελεύθερος σαν τα πουλιά».
Ο μύθος της Γιώτα Γιάννα, όπου τον αποκατέστησε ο Γιώργος Χρονάς, στο «Με τα μάτια της Γιώτας Γιάννα». Το τσιγάρο που κρατάει στα χείλη χωρίς να καπνίζει και η ταμπακιέρα που γέρνει στα δάχτυλα της. Στη μνήμη του 19χρονου αδελφού Δημήτρη που σκοτώθηκε στην Κύπρο, τότε, με την εισβολή, φαντάρος από την Αθήνα. Τώρα πηγαίνει στην Κόρινθο, χρόνια τόσα μετά και πάει τσιγάρα και αναπτήρες και γλυκά στους φαντάρους για να διατηρεί την προσδοκία πως πίσω απ την σκοπιά μπορεί εκείνος, σαν άγγελος να φάνει και να της χαμογελάσει. Η αδιαφορία της να πει δικά της τραγούδια –όλα δικά της τα κάνει άλλωστε- ή να αναγνωριστεί ως σπουδαία. Την νοιάζει μόνο να την ξέρουν ως η «τραγουδίστρια με την φυσαρμόνικα» και να την κοιτούν με θαυμασμό στα μάτια. Άχρονη γόησσα να ναι, σα φακίρισσα όπου η αχνιστή καψούρα, το ντέρτι, ο πόνος, ο χωρισμός, το τέλος σε όποια οριστική του μορφή, υπακούει σαν δηλητηριώδες φίδι στην φωνή της και μόνο. Κύριες και κύριοι: η Γιώτα Γιάννα, μπορεί για άλλη μια φορά να σας παρασύρει στην σκοτεινή πλευρά των στεναγμών σας. Take a walk on the wild side, αν δε φοβάσαι

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αναξίμανδρος (610-540 π.X.)

Γέννηση, θάνατος, άπειρο », 23 Μαΐου 2011 Επιστήμες / Μορφές της Επιστήμης & της Τεχνολογίας   Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Αστρονομίας και των Φυσικών Επιστημών - Πανεπιστήμιο Αθηνών Στράτος Θεοδοσίου Στην φιλοσοφία του Αναξίμανδρου, το άπειρο, που ήταν αθάνατον και ανώλεθρον, ήταν η πρωταρχική κοσμική ουσία από την οποία απορρέουν τα πάντα και στην οποία τελικά επιστρέφουν τα πάντα. Από αυτό γεννιούνταν και σε αυτό επέστρεφαν αλληλοδιαδόχως άπειροι κόσμοι. των Στράτου Θεοδοσίου, επίκουρου καθηγητή, και Μάνου Δανέζη , αναπληρωτή καθηγητή, Τμήμα Φυσικής – Πανεπιστήμιο Αθηνών και Milan Dimitrijevic , Astronomical Observatory of Belgrade, Serbia Την ίδια εποχή με τον Θαλή έδρασε, επίσης στην Μίλητο, ο μαθητής και διάδοχος στην Σχολή του, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.X.), ο οποίος, όπως παραδέχονται όλοι οι μελετητές εκείνης της περιόδου, ήταν ισάξιος του διδασκάλου του και ο πρώτος που μαζί

Είχε Δίκιο η Αντιγόνη ή ο Κρέων;

Επανερχόμαστε   στα παλιά ερωτήματα. Είχε άραγε κάπου δίκιο η Αντιγόνη (ή εξ ολοκλήρου δίκιο); Και είχε άραγε ο Κρέων κάποιο άδικο (ή εξ ολοκλήρου άδικο); Δεν είναι βέβαιο ότι αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που θα μπορούσε κανείς να θέσει για το έργο, τουλάχιστον έτσι ωμά διατυπωμένα. Ή μάλλον θα μπορούσε ο Σοφοκλής ο ίδιος να τα έχει κάνει πιο ενδιαφέροντα —και πιο δύσκολα— όμως οι επιλογές του ήταν άλλες. Υπήρχε σύγκρουση —μια σύγκρουση εγελιανού τύπου— μεταξύ των δικαιωμάτων της οικογένειας και των δικαιωμάτων της πολιτείας. Και αρχικά φαίνεται σαν ο Σοφοκλής να πρόκειται να αναπτύξει το έργο του με βάση αυτή τη σύγκρουση, όταν η Αντιγόνη εμφανίζεται στον Πρόλογο του δράματος προσηλωμένη ειδικά στην οικογένεια και έκδηλα αδιάφορη απέναντι στην πολιτεία, ενώ ο Κρέων με το διάγγελμα του αμέσως μετά την Πάροδο (πολύ σημαντική τοποθέτηση σε αρχαίο ελληνικό δράμα) αναλαμβάνει τη θέση του εκφραστή της πόλεως, με την έκκληση έξαφνα που απευθύνει να υποταχθούν οι προσωπικέ

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ: Ο άνθρωπος μετά το θάνατό του δεν περνά στην ανυπαρξία, ο νεκρός δεν είναι «μηδέν», αλλά μετέχει στο «είναι» έχει την ικανότητα να αισθάνεται και αναμένει (μέσω της μετεμψύχωσης) την επιστροφή του στον ορατό κόσμο.

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων. Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.     «αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα». Παρουσιάζοντας τα φα