Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Έτος ορόσημο το 2016 για το Κυπριακό

άρθρο του Χρήστου Καπούτση

Χρονιά- ορόσημο για το Κυπριακό θα είναι το 2016,  εκτιμούν διπλωματικοί κύκλοι σε Αθήνα και Λευκωσία. Οι  εξελίξεις στην ανατολική Μεσόγειο, η γεωστρατηγική  θέση της Κύπρου και τα πλούσια ενεργειακά αποθέματα στο βυθό της Κυπριακής ΑΟΖ,  συνιστούν επαρκέστατους λόγους, ώστε η «ενδιαφερόμενη» διεθνής κοινότητα,  να επιθυμεί την επίλυση του πολιτικού προβλήματος της Κύπρου. Οι πιέσεις ΗΠΑ , ΟΗΕ, Βρετανίας και Ε.Ε., είναι πλέον ασφυκτικές και προς τους δυο ηγέτες της Κύπρου, προκειμένου να αποδεχτούν το ταχύτερο, τη δημιουργία του νέου Κυπριακού Κράτους. Το πολιτειακό σχήμα που προτείνουν,  είναι μια παραλλαγή τους περιώνυμου σχεδίου Ανάν. Φυσικά, κάθε νουνεχής άνθρωπος επιθυμεί την επανένωση της Κύπρου και οι κάτοικοί της Έλληνες και Τούρκοι,  να ζήσουν αρμονικά και σε καθεστώς πλήρους πολιτικής ισοτιμίας και ισονομίας.
Υπάρχουν όμως ορισμένα ζητήματα, πολιτικής και πολιτειακής φύσεως,  αλλά και νομικά ζητήματα,  που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και από το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, καθώς επίσης και κάποιες πραγματικότητες,  που δεν είναι δυνατόν να αγνοηθούν.
1.Το Κυπριακό είναι διεθνές ζήτημα τουρκικής στρατιωτικής εισβολής και παράνομης κατοχής. Είναι αδιανόητο, κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης να τελεί σήμερα υπό στρατιωτική κατοχή.
2.Το νέο κράτος δεν μπορεί να προκύψει ως ένωση δύο ισότιμων κρατών, δηλαδή μια μορφή συνομοσπονδίας. Συνομοσπονδιακό κράτος,  από πλευράς ευρωπαϊκού δικαίου,  δεν μπορεί να επιβιώσει στο πλαίσιο της ΕΕ και της ευρωζώνης. Συνεπώς , μόνο  ένα ομοσπονδιακό κράτος θα ήταν ανεκτό, γιατί δεν νοείται  επανίδρυση κυπριακού κράτους, δηλαδή διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας,  κράτους μέλους του  ΟΗΕ και ισότιμου μέλους της Ε.Ε. και τη Ευρωζώνης.  Η φυσιολογική εξέλιξη θα είναι, η Κυπριακή Δημοκρατία, ύστερα από την επανένωση, να έχει μία διεθνή προσωπικότητα, μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια, και έτσι, ως κυρίαρχο κράτος,  δεν θα έχει και ανάγκη από εγγυήτριες δυνάμεις. 
3.Ισχυρή διαφωνία της ελληνοκυπριακής και ελλαδικής πλευράς με την Τουρκία,  συνίσταται στο εξής: Η Ελληνική και Ελληνοκυπριακή Κυβέρνηση, επιμένουν  στην ανάγκη απόσυρσης των κατοχικών δυνάμεων από την Κύπρο, ως θεμελιώδη προϋπόθεση για την επίλυση του Κυπριακού. Αντίθετα, η Τουρκία 
επιμένει στη διατήρηση των εγγυητριών δυνάμεων στο Νησί. Ο ΥΠΕΞ Ν. Κότζιας, στη συνάντηση που είχε με τον Ειδικό Σύμβουλο του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό,  Espen Barth Eide ξεκαθάρισε ότι,  «η Ελλάδα δεν αποδέχεται ούτε το αναχρονιστικό σύστημα εγγυήσεων, που δε συνάδει εξάλλου με το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, ούτε την παρουσία ξένων στρατευμάτων στην Κύπρο, μετά από μια επίτευξη συμφωνίας.»
4.Το θέμα των τούρκων εποίκων και η επιστροφή της Αμμοχώστου, δεν μπορεί να αγνοούνται στις συνομιλίες.
Κατά τη πορεία των ενδοκοινοτικών διαπραγματεύσεων, η Τουρκική πλευρά έχει καταγράψει σημαντικές διπλωματικές επιτυχίες όπως:
1.    Διεθνώς έχει εμπεδωθεί η ιδέα για ύπαρξη δυο ισοτίμων κρατών στην Κύπρο, που οι δύο ηγέτες τους συνομιλούν για να τα επανενώσουν σε ένα νέο κράτος.
2.  Η τουρκική εξαναγκαστική διπλωματία υποχρέωσε την Κυπριακή Δημοκρατία,   να διακόψει   τις γεωτρήσεις, ώστε  οι υδρογονάνθρακες της Κυπριακής ΑΟΖ (στην κατεχόμενη Β. Κύπρο),  να είναι μέρος των διαπραγματεύσεων, αλλά  και της λύσης του Κυπριακού.
Παρότι είναι αδιανόητο να αμφισβητεί κάποιος τις καλές και πατριωτικές προθέσεις της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, όταν μάλιστα για δεκαετίες οι άνθρωποι αυτοί, έχουν δώσει τιτάνιους διπλωματικούς και πολιτικούς αγώνες για την επανένωση της Κύπρου, εντούτοις, σημειώνουμε ως ιστορικό γεγονός, χωρίς περιττά σχόλια ότι,  ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Ν. Αναστασιάδης και ο ΥΠΕΞ Γ. Κασουλίδης, πρωτοστατούσαν το 2004 στην αποδοχή του σχεδίου Ανάν, δηλαδή είχαν αποδεχτεί την διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Ελληνική Διπλωματία στο Κυπριακό ακολουθεί την πολιτική ότι, «η Λευκωσία αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται».  Η πολιτική αυτή είναι δοκιμασμένη, αλλά , στη σημερινή διεθνοπολιτική συγκυρία, μάλλον δεν είναι αποτελεσματική, αφού το ισχυρό κράτος του Ελληνισμού , η Ελλάδα, φαίνεται να αδρανεί και μεταθέτει τις ευθύνες της, στους ελληνοκύπριους.  Ο  Κυπριακός λαός,  έχει τη βεβαιότητα ότι,  χωρίς τη σθεναρή υποστήριξη της Ελλάδας, η ελληνοκυπριακή ηγεσία δεν θα αντέξει τις τουρκικές και διεθνείς πιέσεις. Ήδη κάποιοι αναλυτές  επισείουν το κίνδυνο,  ότι οι διακοινοτικές συνομιλίες οδηγούν σε κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας,  σε συνδιοίκηση με τους τουρκοκυπρίους και σε τουρκική πολιτικο-στρατιωτική ομηρία την Κύπρο.  Αν οι φόβοι αυτοί επαληθευθούν,   τότε η Ελληνική κυβέρνηση, θα φέρει  σοβαρές ευθύνες, για τις δυσμενείς εξελίξεις στην Κύπρο.
Παρεμπιπτόντως, το Σάββατο 16 Ιανουαρίου, ο ΑΝΥΠΕΘΑ Δ. Βίτσας πήγε  στη Λευκωσία, και παρέλαβε  τα οστά, έξι (6) ακόμη ελλήνων στρατιωτών (ΕΛΔΥΚ), που στα δραματικά γεγονότα του 1974, υπερασπίστηκαν αρχές , αξίες και την Ελευθερία της Κύπρου, καταβάλλοντας ακριβό τίμημα, τη ίδια τους τη ζωή.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αναξίμανδρος (610-540 π.X.)

Γέννηση, θάνατος, άπειρο », 23 Μαΐου 2011 Επιστήμες / Μορφές της Επιστήμης & της Τεχνολογίας   Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Αστρονομίας και των Φυσικών Επιστημών - Πανεπιστήμιο Αθηνών Στράτος Θεοδοσίου Στην φιλοσοφία του Αναξίμανδρου, το άπειρο, που ήταν αθάνατον και ανώλεθρον, ήταν η πρωταρχική κοσμική ουσία από την οποία απορρέουν τα πάντα και στην οποία τελικά επιστρέφουν τα πάντα. Από αυτό γεννιούνταν και σε αυτό επέστρεφαν αλληλοδιαδόχως άπειροι κόσμοι. των Στράτου Θεοδοσίου, επίκουρου καθηγητή, και Μάνου Δανέζη , αναπληρωτή καθηγητή, Τμήμα Φυσικής – Πανεπιστήμιο Αθηνών και Milan Dimitrijevic , Astronomical Observatory of Belgrade, Serbia Την ίδια εποχή με τον Θαλή έδρασε, επίσης στην Μίλητο, ο μαθητής και διάδοχος στην Σχολή του, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.X.), ο οποίος, όπως παραδέχονται όλοι οι μελετητές εκείνης της περιόδου, ήταν ισάξιος του διδασκάλου του και ο πρώτος που μαζί

Είχε Δίκιο η Αντιγόνη ή ο Κρέων;

Επανερχόμαστε   στα παλιά ερωτήματα. Είχε άραγε κάπου δίκιο η Αντιγόνη (ή εξ ολοκλήρου δίκιο); Και είχε άραγε ο Κρέων κάποιο άδικο (ή εξ ολοκλήρου άδικο); Δεν είναι βέβαιο ότι αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που θα μπορούσε κανείς να θέσει για το έργο, τουλάχιστον έτσι ωμά διατυπωμένα. Ή μάλλον θα μπορούσε ο Σοφοκλής ο ίδιος να τα έχει κάνει πιο ενδιαφέροντα —και πιο δύσκολα— όμως οι επιλογές του ήταν άλλες. Υπήρχε σύγκρουση —μια σύγκρουση εγελιανού τύπου— μεταξύ των δικαιωμάτων της οικογένειας και των δικαιωμάτων της πολιτείας. Και αρχικά φαίνεται σαν ο Σοφοκλής να πρόκειται να αναπτύξει το έργο του με βάση αυτή τη σύγκρουση, όταν η Αντιγόνη εμφανίζεται στον Πρόλογο του δράματος προσηλωμένη ειδικά στην οικογένεια και έκδηλα αδιάφορη απέναντι στην πολιτεία, ενώ ο Κρέων με το διάγγελμα του αμέσως μετά την Πάροδο (πολύ σημαντική τοποθέτηση σε αρχαίο ελληνικό δράμα) αναλαμβάνει τη θέση του εκφραστή της πόλεως, με την έκκληση έξαφνα που απευθύνει να υποταχθούν οι προσωπικέ

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ: Ο άνθρωπος μετά το θάνατό του δεν περνά στην ανυπαρξία, ο νεκρός δεν είναι «μηδέν», αλλά μετέχει στο «είναι» έχει την ικανότητα να αισθάνεται και αναμένει (μέσω της μετεμψύχωσης) την επιστροφή του στον ορατό κόσμο.

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων. Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.     «αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα». Παρουσιάζοντας τα φα