Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Πόντιος Πιλάτος προς τον Χριστό «..Τί εστίν αλήθεια;…».

  Eνα μεγάλο διαχρονικό φιλοσοφικό ερώτημα




Aπό τον Πολιτικό Μηχανικό Θεόδωρο Κ. Παπαϊωάννου 

ΜΕΓΑΛΗ Εβδομάδα δεν είναι μόνο η συνοπτική ιστόρηση του θείου πάθους, είναι παράλληλα και η αυθεντική περίληψη της ποιότητας του ανθρώπινου βίου, αντιπροσωπευτικό απάνθισμα συμπεριφοράς και χαρακτήρων στη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα. Από τότε ως σήμερα η ζωή μας είναι γεμάτη από Ιούδες που, υπονομεύουν, συνωμοτούν προδίδουν, αλλά και Ισκαριώτες πού ασπάζονται τον Διδάσκαλο. Από Θωμάδες που δυσπιστούν και Σίμωνες που αίρουν τον σταυρό του μαρτυρίου. Από Πιλάτους που «...νίπτουν τας χείρας των...». Από Μαρίες και Μαγδαληνές που «...τυρβάζουν περί πολλά...» αλλά και από Μαριάμ που βλέπουν τα παιδιά τους να τα σταυρώνει η κοινωνία. Από Καϊάφες που κρίνουν διατεταγμένα και από Βαραββάδες που αθωώνονται. Από άρχοντες περιβαλλόμενους «ψευδή πορφύραν» και από Ιωσήφ «κεκρυμμένους δια τον φόβον των Ιουδαίων». Από Φαρισαίους υποκριτές και Νικόδημους νομιμόφρονες. Από γυναίκες «εν πολλαίς αμαρτίαις» και από Πέτρους «τρίτων αρνησαμένους». Από Κεντυρίονες «..παρεστηκότες εξ εναντίας...». Από Γολγοθάδες, πού θυμίζει η ακρίβεια και Ανάσταση πού θυμίζει η 7η Ιουνίου. Μια εναλλαγή «Ωσαννά» και «Σταύρωσον», ενταφιασμού της Ανάστασης, Γολγοθά και θριάμβου. 
Δεν προτίθεμαι ν' ασχοληθώ με τη θεολογία, τη μεταφυσική, ή την εξιστόρηση του Θείου Πάθους. Θα σχολιάσω μόνο το πάντα επίκαιρο και δραματικό φιλοσοφικό ερώτημα του Πιλάτου: Τι εστίν αλήθεια; και κοντά σε αυτό τη πολυσήμαντη και διδακτική σιγή του Ιησού. Η σιγή αν όχι η αμηχανία του στο κρίσιμο ερώτημα του Πιλάτου απέβλεπε ουσιαστικά στην υπογράμμιση της δυσχέρειας τού προσδιορισμού της έννοιας και των μέσων ανεύρεσης της αλήθειας, όταν δεν αναζητείται θεολογικά «εξ αποκαλύψεως». Η πιο εύστοχη θεολογική απάντηση θα ήταν ίσως εκείνη πού δίνεται ως συνέχεια του πιο πάνω διαλόγου και παραθέτει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, από το απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικόδημου: «Η αλήθεια εστίν εκ των ουρανών». Οπότε ξαναρωτά ο Πιλάτος: «Εν δε τη γη ουκ εστίν αλήθεια;» για να λάβει την απάντηση: «Εγώ ειμί η αλήθεια. Οράς, οι την αλήθειαν λέγοντες πώς κρίνονται, υπό των εχόντων την εξουσίαν επί της γης;» Στο πεδίο όμως του ορθολογισμού ο προσδιορισμός και η ανεύρεση της αλήθειας (είτε υλικής είτε τυπικής) αποβαίνει δυσχερέστερο εγχείρημα και ένα από τα σοβαρότερα της ανθρώπινης διανόησης. Η αναγνώριση της απόλυτης αλήθειας αποτέλεσε το μοναδικό κριτήριο του σκεπτόμενου ανθρώπου για τα φυσικά φαινόμενα, τις πράξεις και τα έργα του πολιτισμού του. Στο ερώτημα: «Τι είναι αλήθεια» δόθηκαν πολλές απαντήσεις. Οι ορθολογιστές ονομάζουν αλήθεια ο,τι δεν προσκρούει στους νόμους της νόησης. Στους εμπειριστές δεν επαρκεί μόνο η νόηση, αλλά απαιτείται και η άμεση επαφή με την αντικειμενικότητα, δηλαδή η εμπειρία, γ)Κατά τους μυστικιστές η αλήθεια δίνεται σε μερικούς εκλεκτούς με την Αποκάλυψη. δ) Κατά τον Μπερξόν η αλήθεια δίνεται, αφού ταυτιστούμε με τα πράγματα χρησιμοποιώντας το ένστικτο και το συναίσθημα. ε) Ο Τζέημς, ιδρυτής του πραγματισμού, ονόμαζε αληθινό, οτιδήποτε είναι χρήσιμο για τις πρακτικές ανάγκες του ανθρώπου. Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία αλήθεια είναι η απόλυτη συμφωνία της σκέψης με το αντικείμενο της. Η συμφωνία της ουσίας του αντικειμένου με τα δεδομένα της εμπειρίας ή του λογικού, όπως αυτά εκφράζονται μέσω του λόγου. Το νόημα αυτό εκφράζει ο Αριστοτέλης, τονίζοντας πως το να λέει κανείς ότι: «το ον δεν είναι και το μη ον είναι», αυτό είναι ψέμα. Το να λέει όμως κανείς ότι «το ον είναι και το μη ον δεν είναι», αυτό είναι αλήθεια. («Το μεν γαρ λέγειν το ον μη είναι ή το μη ον είναι ψεύδος, το δε ον είναι και το μη ον μη είναι, αληθές»). Με το πνεύμα αυτό η αλήθεια είναι κρίση, σκέψη μέσα στον ανθρώπινο νου. δεν είναι εξωτερική πραγματικότητα, αλλά σκέψη για την πραγματικότητα. «Ου γαρ εστί το ψεύδος και το αληθές εν τοις πράγμασι, άλλ' εν διάνοια» διδάσκει ο Αριστοτέλης. Ανάλογα με το περιεχόμενο, η αλήθεια διακρίνεται σε: α) πραγμα¬τική: τη συμφωνία δηλαδή της ουσίας του αντικειμένου με τα δεδομένα της εμπειρίας ή του λογικού. Εδώ ανήκουν όλες οι αλήθειες των θετικών επιστημών, η επιστημονική αλήθεια, η οποία αναφέρεται στην εξωτερική πραγματικότητα που έχει καθολικό κύρος. και β) τυπική: Εδώ ανήκουν, κυρίως, οι αλήθειες της ηθικής, οι οποίες αναφέρονται σε θέματα που επιδέχονται υποκειμενικές κρίσεις. Η αλήθεια είναι θεμέλιο της ατομικής και κοινωνικής ζωής. Ξεσκεπάζει την άγνοια, την αμάθεια, καταπολεμά στερεότυπες αντιλήψεις, προλήψεις και δεισιδαιμονίες που αποπρο¬σανατολίζουν τον άνθρωπο. Αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της επιστημονικής εξέλιξης. Άτομα και λαοί που βασίζονται στην αλήθεια προοδεύουν, γιατί αυτή τους προφυλάσσει από σφαλερές γνώμες και πλάνες. Προσιδιάζει σε ανθρώπους με ελεύθερο και γενναίο φρόνημα. Αντίθετα, το ψέμα χαρακτηρίζει ανθρώπους δειλούς και δουλοπρεπείς. Ο Πλάτωνας χωρίς κανέναν ενδοιασμό υποστήριξε πως σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται «..ψεύδος τε ξυγχωρήσαι καί αληθές άφανίσαι..». Κατά τον ιστορικό Πολύβιο: «Εξ ιστορίας άφαιρεθείσης της αληθείας, το καταλειπόμενον αυτής ανωφελές γίγνεται διήγημα». Η δύναμη ενός ανθρώπου, , εξαρτάται από το φορτίο της αλήθειας που μπορεί ν' αντέξει, έλεγε ο Νίτσε . Η αλήθεια είναι επαναστατική από τη φύση της ισχυριζόταν ο Γκράμσι. Αν όμως στο επιστημονικό πεδίο ο προσδιορισμός της αλήθειας είναι δυσχερής, τι θα πρέπει να πει κανείς για την πολιτική, όπου τα προσωπικά βιώματα, τα πάθη, οι μισαλλοδοξίες προβάλλουν υποκειμενικές και αντικειμενικές δυσκολίες στην αναζήτηση της; Το πρόβλημα δημιουργείται από τη στιγμή πού μεταφέρεται ο δογματισμός στη πολιτική, εισάγεται δηλαδή η εκ «πολιτικής αποκαλύψεως» αλήθεια. Αρχίζει έτσι ο φανατισμός, η ιδεοληψία, ο μανιχαϊσμός, η απολυτότητα, η μισαλλοδοξία. Η επιδίωξη της επιβολής μιας αλήθειας από πάνω, της υ¬ποχρεωτικής διέλευσης των πολιτών από τα καυδιανά δίκρανα της κρατικής ή κομματικής αλήθειας, είναι ο ολοκληρωτισμός, όπως τα πε-ριγράφει στο θαυμάσιο βιβλίο της «Το ολοκληρωτικό σύστημα» η ΗΑΝΝΑΗ ΑRΕΝDΤ. Κατά τον Γερμανό Φιλόσοφο Σοπενχάουερ «Κάθε αλήθεια περνάει από τρία στάδια. Πρώτα γελοιοποιείται. Μετά βρίσκει σφοδρή αντίθεση. Και στο τέλος θεωρείται αυτονόητη».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αναξίμανδρος (610-540 π.X.)

Γέννηση, θάνατος, άπειρο », 23 Μαΐου 2011 Επιστήμες / Μορφές της Επιστήμης & της Τεχνολογίας   Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Αστρονομίας και των Φυσικών Επιστημών - Πανεπιστήμιο Αθηνών Στράτος Θεοδοσίου Στην φιλοσοφία του Αναξίμανδρου, το άπειρο, που ήταν αθάνατον και ανώλεθρον, ήταν η πρωταρχική κοσμική ουσία από την οποία απορρέουν τα πάντα και στην οποία τελικά επιστρέφουν τα πάντα. Από αυτό γεννιούνταν και σε αυτό επέστρεφαν αλληλοδιαδόχως άπειροι κόσμοι. των Στράτου Θεοδοσίου, επίκουρου καθηγητή, και Μάνου Δανέζη , αναπληρωτή καθηγητή, Τμήμα Φυσικής – Πανεπιστήμιο Αθηνών και Milan Dimitrijevic , Astronomical Observatory of Belgrade, Serbia Την ίδια εποχή με τον Θαλή έδρασε, επίσης στην Μίλητο, ο μαθητής και διάδοχος στην Σχολή του, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.X.), ο οποίος, όπως παραδέχονται όλοι οι μελετητές εκείνης της περιόδου, ήταν ισάξιος του διδασκάλου του και ο πρώτος που μαζί

Είχε Δίκιο η Αντιγόνη ή ο Κρέων;

Επανερχόμαστε   στα παλιά ερωτήματα. Είχε άραγε κάπου δίκιο η Αντιγόνη (ή εξ ολοκλήρου δίκιο); Και είχε άραγε ο Κρέων κάποιο άδικο (ή εξ ολοκλήρου άδικο); Δεν είναι βέβαιο ότι αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που θα μπορούσε κανείς να θέσει για το έργο, τουλάχιστον έτσι ωμά διατυπωμένα. Ή μάλλον θα μπορούσε ο Σοφοκλής ο ίδιος να τα έχει κάνει πιο ενδιαφέροντα —και πιο δύσκολα— όμως οι επιλογές του ήταν άλλες. Υπήρχε σύγκρουση —μια σύγκρουση εγελιανού τύπου— μεταξύ των δικαιωμάτων της οικογένειας και των δικαιωμάτων της πολιτείας. Και αρχικά φαίνεται σαν ο Σοφοκλής να πρόκειται να αναπτύξει το έργο του με βάση αυτή τη σύγκρουση, όταν η Αντιγόνη εμφανίζεται στον Πρόλογο του δράματος προσηλωμένη ειδικά στην οικογένεια και έκδηλα αδιάφορη απέναντι στην πολιτεία, ενώ ο Κρέων με το διάγγελμα του αμέσως μετά την Πάροδο (πολύ σημαντική τοποθέτηση σε αρχαίο ελληνικό δράμα) αναλαμβάνει τη θέση του εκφραστή της πόλεως, με την έκκληση έξαφνα που απευθύνει να υποταχθούν οι προσωπικέ

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ: Ο άνθρωπος μετά το θάνατό του δεν περνά στην ανυπαρξία, ο νεκρός δεν είναι «μηδέν», αλλά μετέχει στο «είναι» έχει την ικανότητα να αισθάνεται και αναμένει (μέσω της μετεμψύχωσης) την επιστροφή του στον ορατό κόσμο.

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων. Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.     «αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα». Παρουσιάζοντας τα φα