Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου από τον Δημήτρη Λιαντίνη



Δ. Λιαντίνης - Η Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου

Ποιο είναι το φάρμακο εκείνο που θα μας απαλλάξει από το φόβο του θανάτου;

Είναι πολύ απλό. Ξέρετε γιατί φοβόμαστε το θάνατο; Διότι αγαπάμε τη ζωή, θα μου πείτε.

Και ξέρετε γιατί αγαπάμε τη ζωή; Διότι είμαστε πολύ δεμένοι με τη ζωή. Ο καθένας από μας δηλαδή ζωή βλέπει σαν μία μοναδική αξία, είναι δεμένος, σε μια τελική ανάλυση δηλαδή μιλάμε για έναν ηθικό εγωισμό. Ο εγωισμός μας είναι αυτή η αιτία που μας κάνει και φοβόμαστε το θάνατο. Δεν είναι σαφές αυτό που σας λέω σε πρώτη οπτική, διότι τον εγωισμό πρέπει να τον δούμε διαφορετικά. Να τον δούμε σαν μία μετεξελιγμένη κατάσταση στον ηθικό χώρο, στην ιστορία, στον πολιτισμό, στην ανθρώπινη ζωή, μια μετεξελιγμένη κατάσταση αυτού του φαινομένου που στη φύση το λέμε «ορμήν προς διατήρηση του είδους».


Όταν λέμε ότι αυτός είναι ένας πανίσχυρος νόμος όπως ξέρετε, η ορμή προς διατήρηση του είδους, να σωθεί όσο γίνεται έχει μεριμνήσει η φύση γι’ αυτό, το κάθε είδος, η κάθε μονάδα του είδους, ο κάθε άνθρωπος, το κάθε πουλί, ο κάθε λαγός, να ζήσει όσο γίνεται περισσότερο χρόνο. Είναι μέριμνα της φύσης. Νόμος φυσικός. Η αρχή προς διατήρηση του είδους σε συνδυασμό βέβαια με την αρχή προς διαιώνισην, να πολλαπλασιαστεί το είδος.

Αυτό το πράγμα τι σημαίνει για σας τους γιατρούς; Απλώς όταν πέσει ένα σανίδι στο μάτι μου, κλείνει αυτόματα. Είναι άμυνα της φύσης να σωθεί. Το αίσθημα του πόνου, γνωρίζετε φιλοσοφικά εσείς ότι είναι ένα μήνυμα. Όταν αισθανθώ πόνο στο χέρι, με ειδοποιεί η φύση, ο οργανισμός, εδώ έχεις πρόβλημα. Πρόσεχε να το αποκαταστήσεις γιατί αυτό το πρόβλημα μπορεί να γίνει οξύτερο και να σε διαλύσει και να σε αφανίσει ολόκληρον. Ειδοποιεί. Από δω θα ξεκινήσουμε, ορμή προς διατήρηση του είδους σε φυσικό επίπεδο σημαίνει εγωισμός. Το κάθε είδος να σωθεί όσο γίνεται περισσότερο.

Όταν δούμε σωστά τη μετεξελεκτική πορεία και πάμε πια στα ηθικά φαινόμενα και λέμε πια εγωισμός με την έννοια που το περιγράφουμε, σημαίνει ότι αγαπάμε τόσο πολύ τον εαυτούλη μας που δεν μπορούμε να τον συλλάβουμε αποκομμένο από τη φύση. Γιατί θάνατος σημαίνει ουσιαστικά αποκοπή από τη φύση. Όταν πεθαίνω σημαίνει «θάνατος αναίσθητον», στερούμαι όλα αυτά που λέμε, χάνω κάθε επαφή με τη φύση κλπ

Επομένως το φάρμακο που θα μας γιατρέψει από τον πόνο του θανάτου μια για πάντα, κι αυτό θα επιτευχθεί με τη δια βίου φιλοσοφική δίαιτα, γι’ αυτό λέει ο Πλάτων «Και το τεθνάναι αυτοίς ήκιστα φοβερόν», μάλιστα ο Πλάτων φτάνει και πιο πέρα και λέει όταν η σωστή αυτή ... η συμπεριφορά μας, όχι μόνο δε φοβόμαστε το θάνατο, αλλά φτάνουμε κάπου να γίνουμε και ερασιθάνατοι. Να αγαπήσουμε το θάνατο.

Λοιπόν. Όσο περισσότερο μπορέσουμε και αποσβέσουμε αυτόν τον εγωισμό και φτάσουμε στο σημείο που ο καθένας σαν μονάδα θα δει ότι είμαι κι εγώ, μία... ένα όν, ένα πλάσμα, ένα στοιχείο όπως όλα τα άλλα της φύσης. Όπως ένα κυπαρίσσι, όπως μία πέτρα... Όπως μία κρήνη, μία πηγή, ένα όρος. Ο Υμηττός δεν υπήρχε πριν από 7 εκατομμύρια χρόνια. Γεννήθηκε. Και δε θα υπάρχει μετά από 10 εκατομμύρια χρόνια. Θα έχει διαλυθεί. Τα Ιμαλάια, ξέρετε, γίνανε χθες, στην ηλικία της γης. Στην εποχή των τρίτων νεοαλπικών ορογενέσεων, που λένε, πριν από 23 εκατομμύρια χρόνια; Τι είναι αυτό; Δύο λεπτά, εάν καθώς γνωρίζουμε ότι η γη έχει ηλικία τέσσερα δισεκατομμύρια εξακόσια εκατομμύρια χρόνια. Λοιπόν...

Εάν μπορέσουμε να αποστασιοποιηθούμε από τον εαυτό μας και να μην έχουμε αυτό το δεσμό και να δούμε τον εαυτό μας ο καθένας σαν ένα κομμάτι της φύσης, τότε θα φτάσουμε στο σημείο και δε θα φοβόμαστε το θάνατο. Κι είναι το μόνο φάρμακο.

Πολύ σύντομα, σε πέντε λεπτά, θα ‘ρθούμε σ’ αυτό το έρωτας και θάνατος, και θα ‘ρθούμε στις ερωτήσεις παρακαλώ.

Όταν λέμε θάνατος, στη Φιλοσοφία εννοούμε το μηδέν. Όπως το λέει η Οντολογία.
Όταν λέμε έρωτας, στη φιλοσοφία εννοούμε το είναι.

Αυτοί είναι οι δύο πόλοι μέσα στους οποίους διαδραματίζεται το δράμα της ζωής. Αυτό που λέμε φύσις. Φύεσθαι. Γέννηση, δημιουργία. Είναι ακριβώς η διαλεκτική συνάντηση του έρωτα και του θανάτου. Του μηδενός και του είναι. Πεθαίνει ο παππούς, γεννιέται το εγγόνι. Έτσι; Μια τέτοια διαδοχή.

Και κάποτε που είχαμε κάνει ένα ωραίο μάθημα εδώ και μιλήσαμε για στρατό και δημοκρατία, φέραμε το παράδειγμα του λαγού με το τσακάλι, και είπαμε κυνηγάει το τσακάλι το λαγό, και του ξέφυγε ο λαγός. Και λέμε αχ, το καημένο σώθηκε. Αμ, δε σώθηκε. Σώθηκε ο λαγός αλλά θα πεθάνει το τσακάλι από την πείνα. Σ’ αυτό το φοβερό στιγμιότυπο δηλαδή, τη δραματική στιγμή της φύσης, θα ζήσει το ένα για να πεθάνει το άλλο. Σώθηκε ο λαγός, θα πεθάνει το τσακάλι από την πείνα. Άρπαξε το λαγό και τον ξέσκισε, πέθανε ο λαγός για να ζήσει το τσακάλι. 
Αυτό δείχνει πόσο κοντά είναι ο έρωτας και ο θάνατος και ότι ο θεμέλιος λίθος, λίθος εις κεφαλήν γωνίας της ζωής μας, είναι ο θάνατος. Αλίμονό μας αν φύγει ο θάνατος από μέσα μας.
Λέτε απλά ένα πτώμα που το βλέπετε στο νεκροτομείο, δεν πεθαίνει. Γιατί;
Γιατί έχει φύγει ο θάνατος από μέσα του. Εγώ θα πεθάνω, που είμαι ζωντανός. Θα γίνω πτώμα. Το πτώμα δεν πεθαίνει. Έχει φύγει ο θάνατος (γελάει) απάνω στον οποίο οικοδομείται η ζωή.   Είναι εκείνοι οι συλλογισμοί οι παράλογοι, που δεν είμαστε πολύ εξοικειωμένοι, κάτι ανάλογο σαν αυτό που λέει έχουμε το ακουστικό στ’ αυτί μας και η απόσταση από το ακουστικό ως το αυτί μας είναι άπειρη. Έτη φωτός. Μιλάμε με τον αδερφό μας στην Αμερική, και η απόσταση αυτή είναι μηδενική σε σχέση με την απόσταση ακουστικό κι αυτί. Διότι αυτή την απόσταση δεν τη σκέπτομαι ποτέ. Τον αδερφό μου όμως που μιλάω στην Αμερική, τον σκέφτομαι και τον έχω κοντά. Κάτι τέτοια δηλαδή από μια τέτοια οπτική προσεγγίζουμε το φαινόμενο.

Ο έρωτας. Ο έρωτας. Εκείνο που θα πρέπει να πούμε ο έρωτας είναι ένα φαινόμενο κι αυτό άπειρο, δεν έχει οριστεί ακόμη, δεν έχει βρεθεί ο υπερποιητής, όλοι οι ποιητές ασχολούνται με τον έρωτα από τον Όμηρος ως τον Πάστερνακ, ως τον Καβάφη μας, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να ορίσει τον έρωτα.
Ο έρωτας. Εκείνο που χρειάζεται να ξέρουμε είναι ότι είναι συνάρτηση του θανάτου. Μία έντονη δηλαδή ερωτική κατάσταση, μια βαθιά ερωτική βίωση, ποτέ δε θα τη ζήσουμε στη φυσική της διάσταση αληθινή, κλωνίζουσα δηλαδή εάν δε συνοδεύεται από το φαινόμενο του θανάτου.
Γι’ αυτό όλοι οι μεγάλοι ποιητές που μας περιέγραψαν μεγάλους έρωτες, τους οδηγούν στην καταστροφή.
Γι’ αυτό το αρχέτυπο πάνω σε όλα αυτά ξέρετε είναι η περίφημη τραγωδία του Σαίξπηρ Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Αλλά εάν κάνετε, εάν ρίξετε μια ματιά μέσα στην παγκόσμια λογοτεχνία, θα δείτε ότι κανένας μεγάλος ποιητής δεν έφτιαξε, δε δημιούργησε, πανίσχυρη τέτοια ερωτική σχέση, που να μην την οδηγήσει σε καταστροφή.

Τι ωραία που μας το λέει πάλι ο Σολωμός μας;
«Τι έρωτας, τι θάνατος, δεν έχεις να διαλέξεις.»

Στίχος δημοτικός είναι αυτός. Ο Σολωμός λέει: «Μόλις είναι έτσι δυνατός ο έρωτας κι ο χάρος.»

Τα πιο δυνατά πράγματα είναι ο έρωτας κι ο χάρος. Και πάμε στο αρχέτυπο, στο μεγάλο Ηράκλειτο, να μου επιτρέψετε μια προσωπική εξομολόγηση, ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος, για μένα είναι το μεγαλύτερο πνεύμα που γεννήθηκε στον πλανήτη, απ’ τους αρχαίους έλληνες. Τι έχει πει αυτός ο άνθρωπος; Εκατό προτασούλες έχουν σωθεί, όλες οι σύγχρονες θεωρίες, όλη η κβαντομηχανική, όλη η σχετικιστική φυσική, όλα, όλα είναι, όλα τά ‘κλεισε σ’ αυτές... ο μελαγχολικός και ο κλαίων. Σε όλη του τη ζωή έκλαιγε και εκπατήσας εν τοις όροις χάθηκε στα βουνά και πήγε και πέθανε. Διητάτο πόας σιτούμενος και βοτάνας. Έτρωγε χορτάρια και βοτάνια και πέθανε. Αγανάκτησε και με τους ανθρώπους, έγινε οχλολοίδορος κτλ.

Λέει λοιπόν σε ένα φραγκμέντο του: Άιδης και Διόνυσος εν και ωυτό. Ο Άδης, ο θάνατος, και ο Διόνυσος, ο έρωτας, είναι το ίδιο πράγμα.

Θα το περιγράψω μόνο, την εικόνα έρωτας θάνατος, μας την έδωσε ο Εμπεδοκλής βέβαια, όπως ξέρετε, ένας επίσης πολύ στιβαρός προσωκρατικός φιλόσοφος, ο Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα, μας έδωσε την έννοια με τη φιλότητα και το νείκος, η φιλότης, ο έρωτας, το νείκος, φιλονικία, έρις, διάλυση, καταστροφή, απάνω σ’ αυτές τις δύο δυνάμεις, συντελείται όλο το δράμα του σύμπαντος.  Και θα ‘ρθω στη σύγχρονη εποχή, αυτό πρέπει να το σχολιάσουμε, εκείνο που μας είπε πια ο Φρόιντ σε μία από τις γεροντικές μελέτες του, αυτές τις σπουδαίες μελέτες, που έχει τίτλο «Μικρή μελέτη» του Φρόιντ. Φρόιντ, αξιότιμοι στρατιωτικοί γιατροί, δεν έχουμε, δε γνωρίζουμε. Δεν έχουμε πάρει ιδέα από Φρόιντ, εάν δεν έχουμε υπόψη τις τελευταίες τέσσερις πολιτισμικές μελέτες του. "Ο πολιτισμός σαν πηγή δυστυχίας", "Το μέλλον μιας αυταπάτης", "Το πέραν της αρχής της ηδονής", και "Ο άντρας Μωυσής και η μονοθεϊστική θρησκεία".

Στο βιβλίο του, στη μελέτη του, στην πραγματεία του, Πέραν της αρχής της ηδονής, {.....} αυτός είναι ο τίτλος στο Άγιο Πρωτότυπο, μας λέει ότι: Η λίμπιντο, η ηδονή, είναι το πιο ισχυρό. Γι’ αυτό μίλησαν για πανσεξουαλισμό, τα ξέρουμε όλα. Φρόιντ. Τα ξέρουμε αυτά.

Ήρθε όμως ο Φρόιντ στα γερατειά και είπε υπάρχει μία αρχή, ένας νόμος μέσα στη φύση, που αυτός είναι ο αρχετυπικός. Ο πρωταρχικός, ο πιο ισχυρός. Πιο ισχυρός και από τη λίμπιντο. Από τη γέννηση δηλαδή, από τη δημιουργία, από το είναι, από τον έρωτα. Ποιος είναι αυτός ο νόμος;

Θα σας τον γράψω. Στο Άγιο Πρωτότυπο είναι λέει η τόντεστριμπ, η ορμή προς θάνατο. Ορμή προς θάνατον. Και λίμπιντο. Είναι η φιλότης και το νείκος.

Λίμπιντο. Λίμπιντο δεν είναι μόνο η ερωτική ευωχία και ευχαρίστηση, λίμπιντο είναι όταν διψάς πολύ και πίνεις νερό, είναι μεγάλη ευχαρίστηση. Όταν νυστάζεις...




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αναξίμανδρος (610-540 π.X.)

Γέννηση, θάνατος, άπειρο », 23 Μαΐου 2011 Επιστήμες / Μορφές της Επιστήμης & της Τεχνολογίας   Αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Αστρονομίας και των Φυσικών Επιστημών - Πανεπιστήμιο Αθηνών Στράτος Θεοδοσίου Στην φιλοσοφία του Αναξίμανδρου, το άπειρο, που ήταν αθάνατον και ανώλεθρον, ήταν η πρωταρχική κοσμική ουσία από την οποία απορρέουν τα πάντα και στην οποία τελικά επιστρέφουν τα πάντα. Από αυτό γεννιούνταν και σε αυτό επέστρεφαν αλληλοδιαδόχως άπειροι κόσμοι. των Στράτου Θεοδοσίου, επίκουρου καθηγητή, και Μάνου Δανέζη , αναπληρωτή καθηγητή, Τμήμα Φυσικής – Πανεπιστήμιο Αθηνών και Milan Dimitrijevic , Astronomical Observatory of Belgrade, Serbia Την ίδια εποχή με τον Θαλή έδρασε, επίσης στην Μίλητο, ο μαθητής και διάδοχος στην Σχολή του, ο Αναξίμανδρος (610-540 π.X.), ο οποίος, όπως παραδέχονται όλοι οι μελετητές εκείνης της περιόδου, ήταν ισάξιος του διδασκάλου του και ο πρώτος που μαζί

Είχε Δίκιο η Αντιγόνη ή ο Κρέων;

Επανερχόμαστε   στα παλιά ερωτήματα. Είχε άραγε κάπου δίκιο η Αντιγόνη (ή εξ ολοκλήρου δίκιο); Και είχε άραγε ο Κρέων κάποιο άδικο (ή εξ ολοκλήρου άδικο); Δεν είναι βέβαιο ότι αυτά είναι τα πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα που θα μπορούσε κανείς να θέσει για το έργο, τουλάχιστον έτσι ωμά διατυπωμένα. Ή μάλλον θα μπορούσε ο Σοφοκλής ο ίδιος να τα έχει κάνει πιο ενδιαφέροντα —και πιο δύσκολα— όμως οι επιλογές του ήταν άλλες. Υπήρχε σύγκρουση —μια σύγκρουση εγελιανού τύπου— μεταξύ των δικαιωμάτων της οικογένειας και των δικαιωμάτων της πολιτείας. Και αρχικά φαίνεται σαν ο Σοφοκλής να πρόκειται να αναπτύξει το έργο του με βάση αυτή τη σύγκρουση, όταν η Αντιγόνη εμφανίζεται στον Πρόλογο του δράματος προσηλωμένη ειδικά στην οικογένεια και έκδηλα αδιάφορη απέναντι στην πολιτεία, ενώ ο Κρέων με το διάγγελμα του αμέσως μετά την Πάροδο (πολύ σημαντική τοποθέτηση σε αρχαίο ελληνικό δράμα) αναλαμβάνει τη θέση του εκφραστή της πόλεως, με την έκκληση έξαφνα που απευθύνει να υποταχθούν οι προσωπικέ

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ: Ο άνθρωπος μετά το θάνατό του δεν περνά στην ανυπαρξία, ο νεκρός δεν είναι «μηδέν», αλλά μετέχει στο «είναι» έχει την ικανότητα να αισθάνεται και αναμένει (μέσω της μετεμψύχωσης) την επιστροφή του στον ορατό κόσμο.

O ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ Ο Παρμενίδης ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στην Ελέα της Μεγάλης Ελλάδας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., σε ένα περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σε αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την «οντότητα» των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο είναι όλων των όντων και όλων των πραγμάτων. Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.     «αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα». Παρουσιάζοντας τα φα